Με αφορμή τον «Ματωμένο γάμο» του Φ.Γκ. Λόρκα στη σκηνοθετική εκδοχή της Λένας Κιτσοπούλου, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, η Ιλειάνα Δημάδη αναρωτιέται μήπως η μοίρα των ανατροπέων είναι οριακά προδιαγραμμένη.
Συμβαίνει κάθε τόσο στο θέατρο να εμφανίζεται ένας ανατροπέας που προκαλεί αίσθηση με τα πρώτα σκηνικά του διαβήματα. Ανακηρύσσεται σύντομα ως το νέο enfant terrible και αποκτά φανατικούς οπαδούς κι εχθρούς. Σχεδόν αυτόματα ο ανατροπέας μας εντάσσεται στο κατεστημένο νεοφιλελεύθερο σύστημα απορρόφησης, πριμοδότησης κι επανανοηματοδότησης της πρωτοπορίας. Εφεξής τον/τη βλέπουμε να φεύγει από τα «υπόγεια» και τις «τρύπες» και να δημιουργεί υπό τη σκέπη θεσμικών οργανισμών και διοργανώσεων: φεστιβάλ, εθνικά θέατρα, μεγάλα πολιτιστικά ιδρύματα κ.ο.κ. Σε χρόνο-ρεκόρ ο ανατροπέας μας γίνεται περιζήτητος. Προκειμένου να αντεπεξέλθει στην αυξημένη ζήτηση, υποχρεώνεται να παράγει διαρκώς, καταλήγοντας τελικά να επαναλαμβάνει τον εαυτό του και δη εκείνον τον εαυτό που κάποτε προκαλoύσε. Μόνο που εκείνος ο εαυτός είναι πια παρελθόν. Καταναλώθηκε. Οι νόμοι της αγοράς, ακόμη κι αν το προς πώληση προϊόν είναι η ίδια η αβανγκάρντ, παραμένουν αδυσώπητοι. Ένας νέος εαυτός και μια νέα πρωτοπορία πρέπει να εφευρεθεί, ακόμη κι αν αυτό γίνει μέσα στους κόλπους του συστήματος, «παίζοντας» με άλλους όρους (και χρόνους παράδοσης) το παιχνίδι του δούναι και λαβείν. Το βέβαιο είναι πως «ήρθε καιρός να ξαναχυθεί αίμα», όπως λέει και ο Νίκος Καραθάνος στον «Ματωμένο Γάμο» του Λόρκα, που ανέβασε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών η Λένα Κιτσοπούλου, μία από τις πιο πολλά υποσχόμενες περιπτώσεις ανατροπέων των τελευταίων ετών.
Στην παρούσα φάση όμως τη συναντούμε θολή και αποπροσανατολισμένη, να αναμασά τον πρότερο εαυτό της, εκείνον που κάποτε τάραξε τα λιμνάζοντα ύδατα με τις «Νυχτερίδες», τη «Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.» και το «Χαίρε Νύμφη». Η Κιτσοπούλου, εμμονική και παρορμητική όπως πολλοί αυθεντικοί καλλιτέχνες, δοκίμασε σε αυτήν την τελευταία παράστασή της κάτι αδόκιμο: να χρησιμοποιήσει το λυρικό δράμα του Λόρκα ως «υλικό» για να σατιρίσει την επαρχιώτικη ψυχοπαθολογία του νεοέλληνα, κάτι δηλαδή που έχει ούτως ή άλλως κάνει κατά κόρον, με πιο πρόσφατο παράδειγμα το έργο της «Ο Μουνής». Κατέληξε όμως να κάνει ό,τι πιο εύκολο, άτεχνο, απωθητικό και παιδιάστικο: να παρωδήσει το έργο του Λόρκα.
Εξαφάνισε την ποιητικότητα, τη σκοτεινότητα, την πρωτογενή του ισχύ όσο και την εγχώρια μυθολογία γύρω από αυτό (Θέατρο Τέχνης, Κουν, Γκάτσος, Χατζιδάκις κ.λπ.). Στη θέση όλων αυτών έστησε ένα φλύαρο και περιττό θέαμα όπου τα πρόσωπα-σύμβολα (η Μάνα, η Νύφη, ο Λεονάρδο κ.λπ.) παρουσιάζονται ως οι υστερικές καρικατούρες ενός νεοελληνικού «Dogville». Πιστή στο δόγμα «τα πάντα επιτρέπονται», βάζει ως γείτονές τους τον Σαίξπηρ, τον Μάκη Χριστοδουλόπουλο, ακόμη και τα Στρουμφάκια.
Αναίτιες εκκεντρικότητες σε μια παρέλαση φαεινών ιδεών: αυτές είναι οι νέες ασθένειες του «πειραματιζόμενου» ελληνικού θεάτρου. Κι αν δεν βρεθεί άμεσα η θεραπεία, το καλύτερο κομμάτι του θεάτρου μας θα καταντήσει γραφικό, νεο-συντηρητικό και παλιακό: μια μεταμοντέρνα παρεξήγηση δίχως εμπορευματική αξία για το σύστημα και καλλιτεχνική ουσία για την πρωτοπορία.
Περισσότερες πληροφορίες
Ματωμένος γάμος
Η αντισυμβατική εκδοχή της Λένας Κιτσοπούλου πάνω στο κλασικό έργο σαρκάζει την υποκρισία και τα ταμπού. Με τον Νίκο Καραθάνο στο ρόλο της Μάνας.