Η αφήγηση μιας σκληρά διαψευσμένης ελπίδας έτσι όπως τη βιώνει μια χήρα, η οποία ζει στην κλειστή κοινωνία της ελληνικής επαρχίας, γίνεται από την Υρώ Μανέ ένας μονόλογος με σπαρακτική κορύφωση.
Χήρα από τα 25 της χρόνια (έχασε τον άντρα της στον πόλεμο), μητέρα και πατέρας μαζί, η Ερασμία αναλαμβάνει να μεγαλώσει ολομόναχη την κόρη της Ματούλα υπό το συνεχές και αρκετά συχνά απαξιωτικό βλέμμα των κατοίκων της μικρής πόλης όπου ζει, υποταγμένη απόλυτα σε όλα τα κοινωνικά «πρέπει» της ανδροκρατούμενης κοινωνίας.
Παλεύοντας ολομόναχη, στέκεται με υπερηφάνεια μπροστά στη ζωή και καταφέρνει να ανοίξει ένα περιπτεράκι. Καθώς η κόρη της μεγαλώνει: «Τα βλέμματα των πελατών στο περίπτερο άλλαξαν περιεχόμενο και απέκτησαν κάτι το βιαστικό, το πιεστικό και το πρόστυχο». Το θαμμένο ερωτικό ένστικτο της Ερασμίας ξυπνάει σταδιακά, η δύναμή του πρωταγωνιστεί κρυφά και φανερά στις δύο ηρωίδες, μάνα και κόρη (αλλά και στον γαμπρό), ενώ τα αγαπημένα της κολοκυθάκια, τα οποία έχει μάθει να μαγειρεύει με διάφορους τρόπους, πρόκειται να γίνουν η αφορμή για τη μοιραία στιγμή.
Η Υρώ Μανέ ως Ερασμία, σε απόσταση αναπνοής από τους θεατές, βγαίνει στη σκηνή και παίζει αποφεύγοντας τα βλέμματα. Βέβαια, σιγά σιγά ζεσταίνεται, αφηγείται απίθανα περιστατικά και μετρά της πληγές μιας άνισης αναμέτρησης με τη ζωή, επιστρατεύοντας όλες τις υποκριτικές δυνάμεις της. Με τις εκφράσεις αλλά και την κίνηση, έδωσε στη ζορισμένη χήρα όλη την παλέτα των συναισθηματικών χρωματισμών και όλες τις ανάσες που προετοιμάζουν μια βραδυφλεγή αντίδραση απέναντι στην κατάρρευση του οικογενειακού κύκλου.
Σε αυτήν την πρώτη του σκηνοθεσία, ο Γιώργος Καραμίχος έσπρωξε την πρωταγωνίστρια στα μονοπάτια μιας κλιμακούμενης έντασης, στην οποία η ειλικρίνεια του προσωπικού βιώματος παντρεύεται με την αφηγηματική περιγραφή.
Μπήκαμε στο κέντρο της αφήγησης αυτής της ιλαροτραγωδίας του Νίκου Βασιλειάδη, που αποδίδεται σε καθαρευουσιάνικη γλώσσα και φέρνει εικόνες από τις μικρές συντηρητικές κοινωνίες του ’50 και του ’60. Για τους θεατές μεγαλύτερης ηλικίας κάποιες μνήμες ίσως είναι οικείες από το περιβάλλον τους, ενώ το έργο θυμίζει στους νεότερους ηθογραφία. Το καλό είναι πως το δράμα που ζει η Ερασμία μπολιάζεται με χιούμορ και το σκληρό τέλος του, το οποίο καθορίζεται από τη φράση του γαμπρού της «Ο λόγος είναι συμβόλαιο και το υπεσχημένον οφείλει να τηρηθεί» (συνοδεύεται μάλιστα από μια ανομολόγητη πράξη), κάνει τη ζωή να μοιάζει με ανέκδοτο.
Ημερομηνία α' δημοσίευσης: 7/3/2011.
Περισσότερες πληροφορίες
Συμβολαιογράφος
Η εξομολόγηση μιας χήρας, εγκλωβισμένης στα ήθη μιας επαρχιακής κοινωνίας, σε ένα μονόλογο με σπαρακτική κορύφωση.