
Μια ηλιόλουστη μέρα -πάρα την κακοκαιρία των ημερών που ακολούθησαν- συναντήσαμε τον Στέλιο Μάινα στη Μαρίνα Φλοίσβου*, ίσως το καταλληλότερο σημείο για να μας μιλήσει για το νέο του βιβλίο που κυκλοφορεί αύριο, στις 9/10. "Αρόδου" ο τίτλος του (εκδ. Ψυχογιός) και αφηγείται την ιστορία ζωής ενός γερόλυκου καπετάνιου λίγο πριν το "τρίτο στεφάνι" του. Άραγε, θέλησε ποτέ ο αγαπημένος ηθοποιός και συγγραφέας να ακολουθήσει τα ίδια χνάρια και να γίνει καπετάνιος -σαν και τον πατέρα του; Και γιατί μας λέει ότι στη πραγματικότητα ηρωίδες ήταν οι σύζυγοι που έμεναν πίσω; Απαντήσεις για αυτά και ακόμη περισσότερα (συν τον προσωρινό τίτλο του επόμενου βιβλίου του) στη συζήτησή μας που ακολουθεί.

Τι σας παρακίνησε να γράψετε αυτή την ιστορία;
Οι συγγραφείς λένε παραμύθια. Παίρνουν αφορμή από ένα αντικείμενο για να πουν για τον εσωτερικό τους κόσμο -πάντα γι’ αυτόν. Απλώς διαλέγουν κάθε φορά κάτι διαφορετικό. Ό,τι κι αν κάνεις, όμως, θα εμφανιστεί το ποιος είσαι πραγματικά. Άρα δεν υπήρχε κάποια συγκεκριμένη αφορμή.
Έχετε όμως στενή σχέση με τον κόσμο των ναυτικών.
Ναι, ο κόσμος της θάλασσας μού είναι αρκετά γνώριμος επειδή προέρχομαι από οικογένεια ναυτικών. Ο πατέρας μου ήταν καπετάνιος. Εγώ, βέβαια, μεγάλωσα στον Βύρωνα. Δεν είμαι άνθρωπος της θάλασσας. Χρειάστηκε να αναπλάσω αυτήν την πραγματικότητα από την αρχή καθώς ουσιαστικά δεν την ήξερα. Ήταν μια πρόκληση.
Πώς ήταν η παιδική σας ηλικία λόγω αυτού;
Στην ουσία έχω ένα παζλ από οπτικές μνήμες. Από τον πατέρα μου και άλλους συγγενείς.
Το καράβι δεν θέλει ματσίλα. Πρέπει ο ένας να αφιερώνεται στον άλλον, να πεθαίνει ακόμα. Αλλιώς δεν επιβιώνεις. Φαίνεται και στο βιβλίο αυτό.
Στην εποχή τη δική μου το ταξίδι δημιουργούσε μια φενάκη κοσμοπολιτισμού, πράγμα που απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Στην ουσία επρόκειτο για έναν φοβερό αγώνα επιβίωσης. Τώρα τα καράβια δεν σταματούν τόσο στα λιμάνια, τότε πέρναγαν μήνες.
Από τότε θυμάμαι και τα δώρα του πατέρα μου. Είχα παιχνίδια από την Ιαπωνία, για παράδειγμα, που τότε δεν υπήρχαν στην κοινωνία. Τα βάζαμε να λειτουργήσουν και παίζαμε.
Θέλατε ποτέ να γίνετε κι εσείς καπετάνιος;
Όταν ήμουν μικρός, ο πατέρας μου μου έλεγε να γίνω, πράγμα το οποίο εγώ φυσικά δεν ήθελα. Δεν ήθελα να έχω καμιά σχέση με το αντικείμενο διότι ήξερα ότι είναι ένας πολύ δύσκολος τομέας, παρόλο που φαίνεται περιπετειώδης. Φανταστείτε ότι ο πατέρας μου τα τελευταία χρόνια που ταξίδευε δεν έβγαινε στα λιμάνια. Και τον ρωτούσα γιατί και μου απαντούσε: "έχω κάνει τον περίπλου της γης τέσσερις φορές”. Υπήρχε μια μονοτονία. Η περιπέτεια βρίσκεται μέσα μας, είναι πιο πεζά τα πράγματα απ’ ό,τι νομίζουμε. Το μεγάλο μυστήριο είναι η απεραντοσύνη της θάλασσας.

Για τι μιλάει το "Αρόδου”;
Αφηγείται τον εσωτερικό κόσμο του πρωταγωνιστή, του καπετάνιου Μιχάλη, τη μοναξιά, την απομόνωση και τον "οδυσσαϊσμό” του -ας μου επιτραπεί ο όρος- που είναι κληρονομιά όλων των ναυτικών μας, που πηγαίνουν από τόπο σε τόπο. Αυτή είναι και η θέση μου στη ζωή: από τον έναν πνευματικό τόπο στον άλλον. Το βιβλίο εμπεριέχει ένα ευρύ οδοιπορικό καθώς ταξιδεύει από το Χονγκ Κονγκ ως και την Αλάσκα. Στις σελίδες του προσπάθησα να αναπλάσω μεταξύ άλλων την ατέρμονη μοναξιά τους.
Έχει μέσα δικά σας βιώματα;
Το πρωτογενές υλικό για αυτή την ιστορία είναι η ζωή ενός ξάδερφού μου. Εξ αντανακλάσεως πάντα, όμως, ως αφορμή. Ήταν ένα υπόδειγμα ανθρώπου, γενναιόδωρος, δίκαιος.
Τι άνθρωπος είναι ο Μιχάλης;
Είναι ένας άνθρωπος ταλαιπωρημένος που ταλαιπωρεί και τους άλλους. Ένας κανονικός άνθρωπος δηλαδή! (γελά) Το ελάττωμά του είναι ότι δύσκολα επικοινωνεί το μέσα του. Έτσι είναι μια αρκετά μεγάλη μερίδα ναυτικών -ειδικά τότε που έλειπαν τόσο καιρό. Επίσης, δεν είναι ένας φαφλατάς. Οι ιστορίες που αφηγούνται οι ναυτικοί που λένε πολλά είναι οι περισσότερες ψεύτικες. Έτσι, επίσης, προκύπτουν ερωτηματικά στον αναγνώστη. Μέχρι και το τέλος. Ανάλογα χαρακτηριστικά έχει κι ο δεύτερός μου βασικός ήρωας, ο Άρης.

Ποια ήταν η διαδικασία συγγραφής;
Υπάρχει ένα σχέδιο συγγραφής που ακολουθώ πάντα και πηγαίνει από το γενικό προς το ειδικό. Ξεκινάω με τον βασικό μου ήρωα και το πλάνο και ύστερα η ιστορία ακολουθεί τον δρόμο της. Όσο περνάει ο καιρός ωριμάζει. Το "Αρόδου” ολοκληρώθηκε σε τουλάχιστον δύο χρόνια. Ανάλογα το τι σου συμβαίνει ή κατά το δοκούν, κάνεις τροποποιήσεις. Για παράδειγμα, ο Άρης ήταν ένα βοηθητικό πρόσωπο αλλά σιγά-σιγά μου ήρθε η ιδέα να γίνει βασικό. Οι λεπτομέρειες μπαίνουν στην τελική επεξεργασία.
Τι γεύση πιστεύετε ότι θα αφήσει το βιβλίο στους αναγνώστες;
Θα ήθελα να προσλάβουν μια ποικιλία διαφορετικών πραγμάτων. Σίγουρα καθόλου τη γραφική νοσταλγία. Με ενδιαφέρει να δουν τα ενδόμυχα των ανθρώπων της θάλασσας και να νιώσουν την εσωτερική ευγένειά τους. Άλλωστε, το "Αρόδου” είναι για μένα κι ένας φόρος τιμής σε αυτούς.
Συνήθως οι ναυτικοί θεωρούνται αρκετά σκληροτράχηλοι, ίσως και "ματσό” θα λέγαμε σήμερα.
Η ματσίλα δεν χωράει καθόλου σε αυτόν τον χώρο.
Στην οικογένεια των ναυτικών, ήρωες δεν είναι εκείνοι, αλλά οι γυναίκες τους.
Υπήρχαν παλιότερα διάφοροι ναυτικοί αυτού του είδους. Ο πατέρας μου, ωστόσο, με έναν τρόπο, τους έκανε πέρα. Τους έλεγε: "Δεν σου πάει η θάλασσα, ασ’ το καλύτερα”. Άνθρωποι τέτοιοι είναι στοιχεία ανταγωνιστικά που βγάζουν επιθετικότητα. Το καράβι δεν θέλει έτσι. Πρέπει ο ένας να αφιερώνεται στον άλλον, να πεθαίνει ακόμα. Αλλιώς δεν επιβιώνεις. Φαίνεται και στο βιβλίο αυτό.
Υπάρχει κάτι στη ζωή των ναυτικών που σας γοητεύει ακόμα;
Η Οδύσσεια. Η περιπέτειά τους, όπως και του καθένα, ενώ ψάχνουν την προσωπική τους Ιθάκη σε ένα ατέρμονο ταξίδι.
Θέλω να σταθούμε σε ένα σημείο που μου έμεινε από το βιβλίο: "Η έγνοια της ήταν πότε και πόσα λεφτά θα της έστελνε. Αλλά αυτή δεν ήταν η έγνοια κάθε γυναίκας ναυτικού; Μήπως τις αφήσουν να δουλέψουν; Να ανεξαρτητοποιηθούν; "Βασίλισσα θα σ’ έχω”, τους λένε, αλλά ο θρόνος πάντα μισός, και κουτσός”: Στις ιστορίες με ναυτικούς συνήθως οι γυναίκες παρουσιάζονται μόνο από τη σκοπιά των πρώτων: αχάριστες και σε μία ατέρμονη απαίτηση χρημάτων από τα οποία εξαρτάται η αγάπη τους. Εδώ όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά.
Είναι εντελώς το αντίθετο: στην οικογένεια των ναυτικών, ήρωες δεν είναι αυτοί, αλλά οι γυναίκες τους. Εκείνοι κάνουν δέκα ώρες τη βάρδιά τους και είναι αραχτοί. Οι γυναίκες πίσω μεγαλώνουν τα παιδιά τους, φροντίζουν τα σπίτια τους, υπογράφουν συμβόλαια, κάνουν τα πάντα. Παλιότερα στα ναυτικά νησιά τις έλεγαν καπετάνισσες. Εγώ σκεφτείται, αν ρωτήσετε στο χωριό "Τον Στέλιο τον Μάινα τον ξέρετε;” θα σας απαντήσουν με το όνομα της μάνας μου: "Ποιος; Τσι Καλλιόπης;”.
Έχουν ένα φοβερό τσαγανό οι γυναίκες των ναυτικών, όχι μόνο ως νοικοκυρές αλλά και ως άτομα. Η μάνα μου σκεφτείτε ότι ήρθε στον Πειραιά και πήγε σε σχολή κοπτικής ραπτικής και πήρε πτυχίο. Η αλήθεια τους, λοιπόν, αποσιωπούνταν κι ήταν συνειδητή επιλογή να τις παρουσιάσω έτσι στο "Αρόδου”.
Μοιάζει η δουλειά ηθοποιού και συγγραφέα;
Όχι. Η δουλειά του ηθοποιού είναι συλλογική. Δουλεύουμε μαζί πάνω σε ένα κοινό όραμα. Ο συγγραφέας είναι ένας δημιουργός εκ του μη όντος. Πρόκειται για μια μονήρη εργασία. Πρέπει να έχεις την υπομονή να απομονωθείς για να γράψεις αλλιώς δεν θα τα καταφέρεις.
Πώς και δεν έχετε συνδυάσει αυτά τα δύο για να γράψετε θεατρικό;
Μετά την ποίηση αυτή είναι η πιο δύσκολη φόρμα. Έχει φοβερές απαιτήσεις: πύκνωση, ρυθμό… Θα ήθελα πολύ αλλά δεν το έχω επιχειρήσει.

Τι διαβάζετε εσείς αυτήν την περίοδο;
Διάφορα, παράλληλα. Καταρχάς τη νουβέλα του Ανδρέα Μήτσου "Δύο παράξενα πλάσματα” (εκδ. Καστανιώτη). Επίσης, ξαναδιαβάζω τους "Άθλιους” του Ουγκό στη νέα μετάφραση του Ωρίωνα Αρκομάνη (εκδ. Gutenberg). Έχω πάθει πλάκα με τον Ουγκό, είναι ένας μάστορας της αφήγησης.
Γενικότερα, επειδή μου αρέσει να ξαναδιαβάζω τη λογοτεχνία, ένας από τους αγαπημένους μου συγγραφείς στον οποίο επιστρέφω συνεχώς είναι ο Μουρακάμι -περιμένω με ανυπομονησία και το καινούργιο του βιβλίο. Μου αρέσει ο Ουελμπέκ για λόγους αφηγηματικής δεινότητας και όχι για το περιεχόμενό του με το οποίο πολλές φορές διαφωνώ. Λατρεύω τον Τζον Γουίλιαμς, είναι συγκλονιστικός, το βιβλίο του "Το πέρασμα του μακελάρη” είναι καταπληκτικό. Επίσης, λατρεύω τον Ευριπίδη για την πολυπλοκότητα και τον μοντερνισμό του. Πρόσφατα, επίσης, διάβασα ξανά τον Αισχύλο και σκέφτηκα τι "μεγάλιθος” που είναι, έχει ασύλληπτο βάθος.
Κομμάτια της ψυχοσύνθεσης του Τζακ Λόντον, του Τζόζεφ Κόνραντ που αγαπάει το άγνωστο, του Ιουλίου Βερν, του Χέρμαν Μέλβιλ υπάρχουν και στο "Αρόδου”.
Επί την ευκαιρία θα ήθελα να τονίσω τον ρόλο των βιβλιοθηκών. Η δική μου γενιά χρωστά πολλά στις βιβλιοθήκες. Στη Χούντα που μεγάλωσα εγώ, εκεί βρίσκαμε βιβλία αντιστασιακά, όπως του Λουντέμη, που είχα φέρει μια φορά ένα στη μάνα μου και μου φώναξε: "Θα μας πάνε φυλακή!”. (γελά). Οι βιβλιοθηκονόμοι μάς έκαναν και προτάσεις. Ο σημερινός νέος, λοιπόν, χρειάζεται να έχει ζωντανή επαφή με το βιβλίο γιατί και το ίδιο είναι ζωντανό πράγμα. Είναι τραγικό επίσης το να κλείνουν βιβλιοπωλεία και το να μη γίνονται πια τόσες παρουσιάσεις.
Ετοιμάζετε τώρα νέο βιβλίο;
Ναι, μια νουβέλα. Την τελείωσα πριν μερικές μέρες. Έχω βάλει προσωρινό τίτλο: "42 sold out”. Στους επόμενους εννιά μήνες -όσο μια γέννα κρατάει- θα κυκλοφορήσει. Έχει να κάνει με το θέατρο. Είναι η ιστορία ενός διευθυντή κρατικού θεάτρου στην Ολλανδία. Αγαπάει την Ελλάδα όχι ως τόπο διακοπών αλλά με τρόπο ανάλογο της δουλειάς του. Βλέπουμε την προσωπική του διαδρομή.
*Οι φωτογραφίες τραβήχτηκαν μπροστά από το Πλωτό Μουσείο Νεράιδα (www.neraida.org, Instagram: @neraidafloatingmuseum). Ευχαριστούμε το εστιατόριο Napolitivo στη Μαρίνα Φλοίσβου για την ευγενική παραχώρηση του χώρου της συνέντευξης (φωτογραφία 1).