
Θα ήθελα να είμαι η Λουσία Μπερλίν. Αλλά δεν είμαι. Να είσαι η Λουσία σημαίνει να γράφεις, όταν τα πάντα σ’ εμποδίζουν να γράψεις: η πρωινή νύστα, η μυρωδιά του καφέ, το κρύο, το χέσιμο, τηλεφωνήματα που θα ήθελες ν’ αποφύγεις, ν’ απαντάς σε μέιλ λες και είναι η μοναδική σου αποστολή σ’ αυτόν τον κόσμο, να πηγαίνεις στο σούπερ μάρκετ, οι απλήρωτοι λογαριασμοί, τα χρήματα που τελειώνουν γρήγορα, να χαζεύεις μαλακίες στο ίνσταγκραμ, ν’ ανοίγεις το ψυγείο, ν’ ακούς μουσική και να μην κάνεις τίποτα, λίστες με πράγματα που έχεις αμελήσει να κάνεις, ο φόβος για την υγεία σου, να βράζεις μακαρόνια και να τα τρως πριν τα σουρώσεις. Όλα αυτά, ναι. Μου συμβαίνουν. Μα δεν γράφω. Δεν είμαι η Λουσία Μπερλίν.
Βρίσκομαι σ’ ένα διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας που το χρησιμοποιώ για γράψιμο. Είναι μικρό και άδειο και ήσυχο. Όπως ένα δωμάτιο ξενοδοχείου. Αλλά πάλι δεν γράφω. Διαβάζω το "Καλωσόρισες σπίτι" της Μπερλίν. Είναι νύχτα. Ακούγονται τ’ αμάξια που κατεβαίνουν τη λεωφόρο.

Κατά τη διάρκεια της ζωής της, η Μπερλίν άλλαξε πολλά σπίτια. Ταξίδευε, παντρευόταν και χώριζε, μεγάλωνε τα παιδιά της, είχε οικονομικά προβλήματα, προσπαθούσε να γράψει. Άφησε καμιά εβδομηνταριά διηγήματα και χιλιάδες επιστολές. Στην πραγματικότητα, δεν έχει σημασία τι έγραψε. Αλλά κάτω από ποιες συνθήκες το έγραψε. Στο περιθώριο της μέρας, όταν δεν δούλευε, όταν δεν μαγείρευε, όταν δεν καθάριζε το σπίτι, όταν δεν έπινε, όταν δεν έκανε έρωτα: "Δεν ανησυχώ τόσο για το αν είναι άσχημο το ίδιο το γράψιμο όσο για το αν είναι επιτηδευμένο και κίβδηλο".
Θα ήθελα να είμαι η Λουσία Μπερλίν. Να έχω κοντά μαλλιά και να κυκλοφορώ με ροζ ρούχα στους δρόμους της Οαχάκα, κρατώντας ένα καλάθι γεμάτο ζαρζαβατικά. Να πάω στη Γουατεμάλα και στο Αϊντάχο. Να έχω έναν άντρα όμορφο, αλλά εθισμένο στην ηρωίνη, και τέσσερις γιους. Να κάνω δουλειές του ποδαριού. Να μετακινούμαι διαρκώς. Ν’ αγαπώ και να μ’ αγαπούν. Να πληγώνω, να πληγώνομαι. Να εγκαταλείπω και να με εγκαταλείπουν. Να μην έχω σπίτι, σώμα, πράγματα.
Σ’ αυτό το βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Στερέωμα και θυμίζει κουτί παπουτσιών στο οποίο κάποιος έχει φυλάξει χαρτιά με μικρά κείμενα που συντάσσουν έναν προσωπικό χάρτη της Αμερικής, ασπρόμαυρες και έγχρωμες φωτογραφίες που αποτυπώνουν μια οικογένεια εν κινήσει, και γράμματα που εστάλησαν σε αγαπημένους ανθρώπους την περίοδο ’44-’65, υπάρχει μια λίστα με τίτλο: "ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΜΕ ΟΛΑ ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ ΣΤΑ ΟΠΟΙΑ ΕΖΗΣΑ". Εκεί, η Μπερλίν απαριθμεί τις κατοικίες της –Τέξας, Αλάσκα, Αριζόνα, Νέα Υόρκη και Νέο Μεξικό, Χιλή και Μεξικό–, αφήνοντας ένα μικρό σχόλιο δίπλα, σαν υπενθύμιση για κάτι που ούτως ή άλλως έχει περάσει στο αίμα της. Δεν υπάρχουν σπίτια. Τα σπίτια είναι το αίμα στο σώμα μας. Ούτε καν αυτό: "Τα σαββατοκύριακα χωρίς θέρμανση μετά τις πέντε το απόγευμα. Τα παιδιά κοιμούνται με καλύπτρες για τα αυτιά και γάντια. Φοράω γάντια για να δακτυλογραφήσω".
Η ζωή της Μπερλίν ήταν ζωή και τίποτα άλλο. Η αλήθεια είναι πως ελάχιστους ανθρώπους γνωρίζω που όχι μόνο δέχονται τη ζωή ως λαβύρινθο, αλλά εισχωρούν μέσα της χωρίς δισταγμό, αναζητώντας με λαχτάρα τον Μινώταυρο.
Οι περισσότεροι στέκονται στην πόρτα και αποφασίζουν να χτίσουν ένα ασφαλές σπιτάκι στην είσοδο του λαβύρινθου, κοιτώντας έντρομοι το σκοτάδι. Αλλά όχι η Μπερλίν. Γι’ αυτό θα ήθελα να με λένε Λουσία: "Καταλαβαίνω ότι ξημέρωσε όταν ξανασκοτεινιάζει".
Κοιτάζω τις φωτογραφίες που βρίσκονται στο πρώτο μέρος του βιβλίου. Η Λουσία, είκοσι χρονών, όταν σπούδαζε, το ’54. Η Λουσία, ξυπόλυτη στη βεράντα, στο Ακαπούλκο, μαζί με τους γιους της. Η Λουσία κοιμάται, φορώντας ένα πουκάμισο με ρίγες. Η Λουσία χαμογελάει στο φακό ενώ τα πράσινα μάτια της αστράφτουν. Η Λουσία το ’82, ξυπόλυτη ξανά. Και παρόλο που έχω θέρμανση και δεν χρειάζεται να βάλω γάντια για να πληκτρολογήσω, διαπιστώνω πως είμαι η Λουσία: "Σπίτι είναι εκεί που, αν δεν έχεις πουθενά αλλού να πας, πρέπει να σε δεχτούν".