Πριν από λίγα χρόνια για μένα η φράση «εισιτήρια έβγαλες;» παρέπεμπε σε θέατρο, συναυλία ή ταξίδι. Τελευταία όμως, ως μαμά ΑΕΚτζή κι εν γένει φιλάθλου, για να το θέσω κομψά, έχω βάλει στη ζωή μου και το γήπεδο.
Ο πρώτος ποδοσφαιρικός αγώνας της ενήλικης ζωής μου ήταν πριν από δύο χρόνια, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στη Λιόν, που πέρα από μια πόλη γεμάτη τέχνη και γαστρονομία είναι και η έδρα μιας από τις αγαπημένες ομάδες του γιου μου (μαζί με τη Μάντσεστερ Σίτι στην Αγγλία, την Ατλέτικο Μαδρίτης στην Ισπανία, τη Νάπολι στην Ιταλία, να συνεχίσω;). Η μύηση ήταν ιδανική για αρχάριους, καθότι αυτό που φαινόταν εκ πρώτης όψεως ως ένα ήσσονος σημασίας ματς του γαλλικού πρωταθλήματος αποδείχτηκε μια κυριακάτικη γιορτή για όλη την πόλη, με 50.000 Λιονέζους κάθε ηλικίας να γεμίζουν το γήπεδο-αξιοθέατο με τη θεματική μπουτίκ, όπου η ατμόσφαιρα θύμιζε πάρτι, ενώ τα τραμ περίμεναν στην ουρά το κοινό μετά το τέλος του αγώνα. Στη Νάπολη, σε έναν εξίσου ασήμαντο, αλλά αντίστοιχα κοσμοπλημμυρισμένο αγώνα, τα πράγματα ήταν λίγο διαφορετικά: οι φίλαθλοι έκαναν βόλτα στις ράγες του μετρό περιμένοντας το συρμό, ο συνωστισμός ήταν ανεξέλεγκτος, αλλά οι καντίνες στέκονταν στο ύψος τους με τα βρόμικα να αντιστοιχούν σε τσιαμπάτα με χωριάτικο λουκάνικο και ψητά λαχανικά αρωματισμένα με μυρωδικά!
Σε μια χρονιά που οι εκτός γηπέδου κόντρες απασχόλησαν περισσότερο από τις εντός, το να συζητάμε για τη βελτίωση της εμπειρίας του γηπέδου, πόσο μάλλον για τον αθλητικό τουρισμό (πόσες πόλεις έχουν στάδιο με υπογραφή Καλατράβα;), ακούγεται ακόμη μία από αυτές τις πολυτέλειες που προκαλούν την κλασική αντίδραση «εδώ δεν έχουμε λύσει άλλα κι άλλα».
Εντάξει, το ξέρουμε ότι είναι υπερβολική πολυτέλεια να θες να βγεις έξω στο διάλειμμα μιάμισης ώρας ανάμεσα στους δύο αγώνες («ρε παιδιά, τέτοια μέρα δεν βγαίνουμε!»), να βρεις τουαλέτα (τουλάχιστον 5.000 κόσμος έπρεπε να κατεβεί στο κάτω επίπεδο προς αναζήτηση), να μη θες να ντουμανιάσεις από το τσιγάρο σε κλειστό χώρο ή να παραγγείλεις κάτι άλλο πέρα από φραπέ και αναψυκτικό στο μπαρ που ενστερνίζεται την αξία του... μικρού, σφιχτού μενού («μην κοιτάζετε τη λίστα με τα ροφήματα δίπλα στο ταμείο, σήμερα δεν τα έχουμε»). Ο κύριος πίσω μου που ζήτησε ντεκαφεϊνέ (όχι δεν ήταν ο Αλβέρτος) ήταν σαν να ζητούσε σου βιντ. Φυσικά, όλα αυτά ξεχνιούνται στο πρώτο σφύριγμα, ειδικά όταν η ομάδα σου είναι η ΑΕΚ της περασμένης Κυριακής απέναντι στη Μονακό, και ρίχνεις λευκή πετσέτα στην γκρίνια και στις κοινωνιολογικές παρατηρήσεις.
Πίσω στα δικά μας και σε μια χρονιά που οι εκτός γηπέδου κόντρες απασχόλησαν περισσότερο από τις εντός, το να συζητάμε για τη βελτίωση της εμπειρίας του γηπέδου στην κατεύθυνση του να μπορεί να πάει περισσότερος κόσμος με ασφάλεια και άνεση, πόσο μάλλον για τον αθλητικό τουρισμό (πόσες πόλεις έχουν στάδιο με υπογραφή Καλατράβα;), ακούγεται ακόμη μία από αυτές τις πολυτέλειες που προκαλούν την κλασική αντίδραση «εδώ δεν έχουμε λύσει άλλα κι άλλα». Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι σε έναν ευρωπαϊκό τελικό, που περιμένεις 20.000 κόσμο, δεν μπορείς να έχεις τη βασική σήμανση για όλους εμάς που δεν ξέρουμε πού πέφτει το τμήμα 402 κι έπρεπε να συγκρίνουμε τα εισιτήριά μας με άλλους εξίσου αποπροσανατολισμένους γείτονες για να βρούμε τις θέσεις μας.
Τέλος, δεν ξέρω αν το «1968» του Τάσου Μπουλμέτη θα πάρει Όσκαρ, όπως είχε ευχηθεί ο Χρήστος Μήτσης στο πρώτο editorial του περιοδικού «αθηνόραμα» για το 2018, σίγουρα όμως το δεύτερο μέρος της ευχής του πραγματοποιήθηκε και με το παραπάνω, φέρνοντας δύο τίτλους στην ομάδα τους, έπειτα από δεκαετίες, και μάλιστα τον έναν ευρωπαϊκό. Συγχαρητήρια!