
Βρεθήκαμε στο μπαρόκ κάστρο στο Τορίνο που διεκδικεί το ενδιαφέρον του διεθνούς κοινού της σύγχρονης τέχνης.

Μπορεί ένα περιφερειακό μουσείο να γίνει διεθνής πολιτιστικός προορισμός και να παράγει ταυτόχρονα έργο που να έχει σημασία στην τοπική κοινωνία; Βρεθήκαμε στο Castello di Rivoli , το μουσείο σύγχρονης τέχνης του Πιεμόντε της Ιταλίας, καλεσμένοι από την Ελλάδα μαζί με μια μικρή διεθνή ομάδα δημοσιογράφων που ταξίδεψαν από το Σίδνεϊ ως τον Λονδίνο για τα εγκαίνια δυο εκθέσεων του μουσείου και μιας ημερίδας, και πήραμε μαθήματα πολιτιστικής διαχείρισης που δείχνουν πώς μπαίνουν οι βάσεις για να γίνει κάτι τέτοιο. Ένα κρυμμένο μυστικό ακόμη και για τον κόσμο της τέχνης, το Castello di Rivoli, επιχειρεί να αναπροσδιορίσει τη θέση του στο διεθνή πολιτιστικό χάρτη έχοντας τα τελευταία χρόνια ως διευθύντρια την Carolyn Christov-Bakargiev.


Σήμερα που το Τορίνο τραβά εκ νέου την προσοχή των art travelers με μια νέα καλλιτεχνική σκηνή αλλά και με έναν αναγεννημένο αστικό ιστό που τραβά το ταξιδιωτικό ενδιαφέρον, διεκδικώντας μέρος της αίγλης του πάντα κραταιού γειτονικού Μιλάνου, οι συνέργειες ανάμεσα στην πόλη και τον πολιτισμό φαίνεται να αποδίδουν. Βλέποντας τον τρόπο με τον οποίο η τοπική κοινωνία των εχόντων και η επιχειρηματική κοινότητα στηρίζει το μουσείο και την τέχνη, αντιλαμβάνεσαι ότι το Castello di Rivoli έχει καλλιεργήσει ισχυρούς δεσμούς και εισπράττει την αποδοχή για το έργο του, μεγάλο μέρος του οποίου εντοπίζεται στην εκπαίδευση και το χτίσιμο ενός νέου κοινού.
Παράλληλα, είναι σαφής η έμφαση στην όλη εμπειρία του μουσείου, από τη μόνιμη συλλογή και τις περιοδικές εκθέσεις, για τις οποίες προσκαλούνται και διεθνείς επιμελητές και φαίνεται να θέλουν να απευθυνθούν και σε ένα μη εκπαιδευμένο κοινό. Το εστιατόριο Combal.Zero του σεφ-εστιάτορα Davide Scabin με μενού που εμπνέονται από την τέχνη και αστέρι Michelin συμπληρώνει την εικόνα.
Ποιό είναι το μέλλον για τα μουσεία-σπίτια;

Η αφορμή του εορταστικού διημέρου στο οποίο παρευρεθήκαμε συνηγορεί με έναν ακόμη τρόπο για το επιχείρημα που αναπτύξαμε παραπάνω. Πριν λίγο καιρό το Castello di Rivoli έλαβε ως δωρεά τη συλλογή Cerruti, μια σημαντική ιδιωτική συλλογή, την οποία δημιούργησε ο επιχειρηματίας Francesco Federico Cerruti που πέθανε πριν λίγα χρόνια σε ηλικία 93 χρόνων. Η συλλογή περιλαμβάνει 300 περίπου έργα grand masters, όπως οι Ribera, Renoir, Modigliani, Kandinsky, Picasso, Klee μέχρι Bacon και Warhol, και η θέληση του ιδρυτή της ήταν να στεγάζεται στη βίλα του σε κοντινή απόσταση από το μουσείο.
Για έναν περίπου αιώνα τα μουσεία «πολέμησαν την υποκειμενικότητα και τώρα καλούνται να φέρουν στην επιφάνεια την πιο ανθρώπινη πτυχή τους» είπε η Christov-Bakargiev, ενώ έπεσε στο τραπέζι η πρόταση για τη δημιουργία ενός δικτύου μουσείων-σπιτιών ως αφορμή για ένα διαφορετικό grand tour του slow tourism.
Η Christov-Bakargiev δεν αποδέχθηκε απλά τη συλλογή αλλά εξέθεσε τα διλήμματα και τις προκλήσεις της απόφασης αυτής σε ένα είδος δημόσιας διαβούλευσης διοργανώνοντας μια ημερίδα για τα μουσεία -σπίτια, στην οποία συμμετείχαν διευθυντές κορυφαίων μουσείων του είδους από την Ευρώπη αλλά και την Αμερική. Η ανταλλαγή της τεχνογνωσίας διαφορετικών ειδών μουσείων-σπιτιών (από το μουσείο Freud στη Βιένη που παραγγέλνει παρεμβάσεις σύγχρονων καλλιτεχνών ως το Judd Foundation στην Αμερική που συντηρεί το έργο του εμβληματικού καλλιτέχνη) και το πως διαχειρίζεσαι μια ιδιωτική συλλογή (αν την διατηρείς ως μουσειακό έκθεμα ή την εμπλουτίζεις με νέες καλλιτεχνικές παρεμβάσεις) βρέθηκαν στο επίκεντρο της ημερίδας.

Όπως το συνόψισε η Christov-Bakargiev το σίγουρο είναι ότι για έναν περίπου αιώνα τα μουσεία «πολέμησαν την υποκειμενικότητα και τώρα καλούνται να φέρουν στην επιφάνεια την πιο ανθρώπινη πτυχή τους. Άλλωστε, ένα έργο τέχνης είναι μηχανισμός παραγωγής γνώσης και η γνώση εδράζει πάντοτε σε συγκεκριμένες συνθήκες.» Τέθηκε μάλιστα και η πρόταση για τη δημιουργία ενός δικτύου μουσείων-σπιτιών που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μια αφορμή για ένα διαφορετικό grand tour του slow tourism, σε μια εποχή που οι μικρής κλίμακας χειρονομίες έχουν απήχηση σε μια ολοένα και μεγαλύτερη μερίδα του κοινού.

Παράλληλα με την ημερίδα, το μουσείο εγκαινίασε δυο εκθέσεις. Η έκθεση «Giorgio de Chirico. Έργα από τη Συλλογή του Francesco Federico Cerruti» που επιμελήθηκε η Christov-Bakargiev και η Marcella Beccaria παρουσιάζει επτά σημαντικά έργα του κορυφαίου ζωγράφου που γεννήθηκε στο Βόλο και επηρεάστηκε από το Τορίνο («μια πόλη φτιαγμένη για φιλοσοφικές διατριβές», όπως την είχε χαρακτηρίσει ο ίδιος) σε διάλογο με ισάριθμα έργα των μόνιμων συλλόγων του μουσείου. Παράλληλα, η ομαδική έκθεση «Μεταμορφώσεις - Άσε τα πάντα να σου συμβούν» σε επιμέλεια της Ισπανίδας επιμελήτριας Chus Martinez, συνεργάτιδα της Christov-Bakargiev και στη documenta13, διερευνά την ιδέα της μεταμόρφωσης και της άνθισης μέσα από το έργο καλλιτεχνών απ’ όλο τον κόσμο.
Ξαναβλέποντας τον de Chirico

Η Christov-Bakargiev μας υποδέχθηκε υπό ατμών στην είσοδο του κάστρου στην κορυφή ενός λόφου με υπέροχη θέα στις κεραμιδένιες στέγες του Rivoli. Πριν μας ξεναγήσει στην έκθεση ξεκίνησε από την ιστορία του κάστρου, η οποία πάει πίσω στον 9ο αιώνα και έχει υπάρξει έδρα θρησκευτικών και πολιτικών ηγετών διαφορετικών εποχών, αλλά και στρατώνας και βιβλιοθήκη αργότερα. Τα δυο κτίρια που στεγάζουν σήμερα το μουσείο χρονολογούνται από τον 16ο και 18ο αιώνα, και ανακαινίστηκαν υποδειγματικά από τον Τορινέζο αρχιτέκτονα Andrea Bruno τη δεκαετία του '80. «Το μουσείο αυτό είναι άρα ένας από τους πρώτους Λευκούς Κύβους» μας λέει η επιμελήτρια αναφερόμενη στον ορισμό του μοντέρνου μουσείου που ήθελε έναν χώρο καθαρό από άλλες αναφορές διεκδικώντας την αυτονομία του έργου τέχνης.

«Στον de Chirico η επανακάλυψη της κλασικής μυθολογίας δεν ξεδιπλώνεται προκειμένου να επανακτήσει μια αφήγηση του παρελθόντος, όπως στην Αναγέννηση, αλλά αντ’ αυτού προκειμένου να αποδράσει από την ιστορία, αυτή την ιστορία που μας οδήγησε από την Αναγέννηση στην επικίνδυνη και ανεξέλεγκτη μοντέρνα επιτάχυνση που συνεχίζεται ως τις μέρες μας.» προσθέτει η Christov-Bakargiev καθώς περπατάμε ανάμεσα στους πίνακες του ζωγράφου που συνδυάζουν αναφορές από τη μινωική Κρήτη και τη μυθολογία εστιάζοντας παράλληλα στην απεικόνιση του στούντιο του καλλιτέχνη σε αντιδιαστολή με το έξω.
«Ο de Chirico ειναι Νιτσεΐκος, αντί-μοντέρνος και ενάντια στον ιστορικισμό.» Carolyn Christov-Bakargiev
«Ο de Chirico ειναι Νιτσεΐκος, αντί-μοντέρνος και ενάντια στον ιστορικισμό. Ανανεώνοντας την ιδέα του κυκλικού χρόνου, ο καλλιτέχνης ξανακοιτάζει τη μυθολογία και τη διαχυτικότητα της ιδέας της μεταμόρφωσης που την χαρακτηρίζει.» καταλήγει. Σημειώνει μάλιστα την επιρροή που είχε στον de Chirico η πόλη του Τορίνο και η αρχιτεκτονική της, όπως άλλωστε και στον Νίτσε, ο οποίος εκδήλωσε εκεί μια από τις κρίσεις του βλέποντας ένα άλογο να μαστιγώνεται, έτρεξε και το αγκάλιασε πριν καταρρεύσει

Οι αντιπαραβολές των έργων του de Chirico με τα έργα της συλλογής λειτουργούν συχνά υπερβολικά κυριολεκτικά - τα κεφάλια των «Μεταφυσικών Μουσών» (1918) συναντούν τα εκμαγεία κεφαλιών στην εγκατάσταση του Giulio Paolini «Το σπίτι του Λουκρητίου» (1981), ενώ τα «Δυο άλογα» (1927) στέκουν κάτω από το κρεμασμένο από το ταβάνι ταριχευμένο άλογο του Maurizio Cattelan («Χίλια Εννιακόσια», 1997) - ενισχύοντας περιγραφικούς συνειρμούς. Δεν λείπουν όμως και οι πιο απρόσμενες συναντήσεις που αποκαλύπτουν πιο άγνωστες πτυχές του De Chirico, όπως η αποτύπωση του καθημερινού με μια προ-pop art διάσταση.

Η λατρεία του για τους περιπάτους και τις τοπικές λιχουδιές που δοκίμαζε κατά τη διάρκεια τους από τα εβραϊκά ζαχαροπλαστεία της Φεράρα, όπου νοσηλευόταν σε σανατόριο, βρίσκονται πίσω από έργα όπως το «Μεταφυσικό Εσωτερικό» (1917) που συναντά τον εννοιολογικό παρατηρητή του καθημερινού Alighiero Boetti μέσα από εγκαταστάσεις όπως η μεταλλική «Μπάρα» (1966) που επιχειρούσε να δημιουργήσει ένα χώρο για συζήτηση.

Εξίσου ενδιαφέρων ο διάλογος της «Μεταφυσικής σύνθεσης» (1916) με το χαλί-κείμενο του Fabio Mauri «Σινεμά και φιγούρα» (1960), που εστιάζει στην αλληλεπίδραση του πολιτισμού με την ιστορία. Δεδομένου πάντως ότι βρισκόμαστε στο Τορίνο, τη γενέτειρα της art povera, η οποία υπήρξε με τη σειρά της, κατά την Christov-Bakargiev, το κίνημα που γέννησε την τέχνης της εγκατάστασης (installation), και μια που η μόνιμη συλλογή του μουσείου εστιάζει σε αντίστοιχα έργα, η πτυχή του έργου του de Chirico που αναδεικνύεται τελικά περισσότερο και λειτουργεί πολύ πετυχημένα και ως leitmotif και για την υπόλοιπη περιήγηση στο μουσείο (σαν ένα ολικό curatorial), έχει να κάνει με την επαναδιαπραγμάτευση του χώρου και του χρόνου, του μέσα και του έξω, της μεταμόρφωσης των υλικών.
Πόσο (α)πολιτική είναι σήμερα η «βοτανολογική» στροφή στην τέχνη;

Σε εκλεκτική συγγένεια με τα παραπάνω, στην άλλη πτέρυγα του μουσείου, η έκθεση «Μεταμορφώσεις - Άσε τα πάντα να σου συμβούν» φέρνει σε διάλογο έργα καλλιτεχνών διαφορετικών γενιών που ασχολούνται με την ιδέα της μεταμόρφωσης ως μια διαδικασία κοινή στον φυσικό και τον καλλιτεχνικό κόσμο. Από τα υφασμάτινα υπερμεγέθη λουλούδια-γλυπτά της Σουηδής Ingela Ihrman, η οποία μελετά τα φυτά των τροπικών, και τα οποία λειτουργούν και ως κουστούμια για τις περφόρμανς της, ως τον άβακα του Αργεντίνου Eduardo Navarro, όπου αντί για χάντρες μετράς με καρβέλια ψωμί, κι από τα ναΐφ λαξευμένα σε φελιζόλ εύθραυστα γλυπτά της Γερμανίδας Lin May Seed που ενσωματώνουν αυθαίρετα αναφορές σε διαφορετικούς πολιτισμούς, ως το ηχητικό έργο «Σου άφησα το βουνό» που παρουσιάστηκε στο Αλβανικό περίπτερο της τελευταίας Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας (επιμέλεια Simon Battisti, Leah Whitman-Salkin, Abake) και αγοράστηκε από το μουσείο. Στο τελευταίο κατά παραγγελία κείμενα καλλιτεχνών, αλλά και του Γιάνη Βαρουφάκη, πάνω στη μετανάστευση τραγουδιούνται από τους τελευταίους εναπομείναντες γνώστες του πολυφωνικού Αλβανικού τραγουδιού που προστατεύεται από την UNESCO.


Η έκθεση θα μπορούσε να ιδωθεί ως μέρος μιας ευρύτερης επιμελητικής τάσης των τελευταίων χρόνων για αναζήτηση λύσεων για τις προκλήσεις του σήμερα στην σοφία της φύσης, την οικοσοφία, τη γνώση των αυτοχθόνων πληθυσμών, την απτότητα της τέχνης και τη σωματικότητα της εμπειρίας, όπως αυτή εκφράστηκε και στην πρόσφατη documenta14. Έχοντας βέβαια «μεταβολίσει» τόσες διαφορετικές καλλιτεχνικές πρακτικές και μόνο τις τελευταίες δεκαετίες, η πίστη στο ότι η επαφή με έργα που φέρνουν στο προσκήνιο το «φυσικό» ως ταυτισμένο με το χειρονακτικό και το low-fi μπορεί να λειτουργήσει υπερβατικά εμπεριέχει κατά τη γνώμη μου μια αφέλεια, μια εξιδανίκευση της φύσης αλλά και μια απολιτική πλευρά που πρέπει να μας προβληματίσει.
Η πίστη στο ότι η επαφή με έργα που φέρνουν στο προσκήνιο το «φυσικό» ως ταυτισμένο με το χειρονακτικό και το low-fi μπορεί να λειτουργήσει υπερβατικά εμπεριέχει μια εξιδανίκευση της φύσης αλλά και μια απολιτική πλευρά που πρέπει να μας προβληματίσει.
Ο Γιάννης Σταυρακάκης έχει επισημάνει τους κινδύνους της επιστροφής στη φύση και τη «βοτανολογική» της εκδοχή στην τέχνη εστιάζοντας στην απορρόφηση της κριτικής τέχνης από την εξιδανικευμένη φύση ή από μια υποστασιοποιημένη «γυμνή ζωή». Όπως γράφει «το φυσικό αυτονόητο είναι διαποτισμένο από ιδεολογία ή μάλλον ιδεολογίες, και δεν είναι και αυτό παρά ένα πεδίο πολιτικού ανταγωνισμού. Το γεγονός ότι κάθε ιδεολογικός λόγος προσπαθεί να “φυσικοποιήσει” το μήνυμά του και να το εξαιρέσει από την πολιτική σύγκρουση (...) οφείλει να μας κάνει καχύποπτους απέναντι στο αυτονόητο κάθε “επιστροφής στη φύση”».
Μέχρι 24/6. www.castellodirivoli.org