Συνεχίζοντας τη σειρά κειμένων «Μαθαίνοντας από την documenta 14», το αθηνόραμα δημοσιεύει μια ακόμη αποκλειστική συνέντευξη των επιμελητών της μεγάλης έκθεσης που θα συνδιοργανωθεί σε Κάσελ και Αθήνα το 2017. Ερχόμενη από το Σικάγο της community art σε ένα σπίτι των Atelier66 στο λόφο του Φιλοπάππου για να μάθει από την Αθήνα, η επιμελήτρια της documenta 14, Monika Szewczyk, μας δίνει τη δική της άποψη για το στοίχημα του Adam Szymczyk, αλλά και για την επιμέλεια γενικότερα.
Τι έκανες πριν σου ανατεθεί η θέση της επιμελήτριας για την documenta 14;
Ήμουν επιμελήτρια του εικαστικού προγράμματος στο Reva and David Logan Center for the Arts του Πανεπιστημίου του Σικάγου, ένα διατομεακό κέντρο τέχνης που άνοιξε το 2012 – περίπου την ίδια εποχή που έφτασα εκεί. Έδινα και σεμινάρια ως προέκταση συγκεκριμένων εκθέσεων.
Ποια είναι τα βασικά ενδιαφέροντά σου ως επιμελήτρια; Δύσκολη ερώτηση. Δεν δουλεύω τόσο με προκαθορισμένα θέματα, περισσότερο με μια αίσθηση του χώρου και του χρόνου, ξεκινώντας από συγκεκριμένους χώρους και προσπάθειες ενεργοποίησης πτυχών ενός τόπου που δεν μπορεί να γίνει αισθητός, λόγω ορισμένων συνηθειών που προκαλούν αποξένωση. Η περιπέτεια της επιμέλειας προκύπτει για μένα από το να εμπλέκεις τους ανθρώπους (τις δημιουργίες και τις αντιλήψεις τους) σε αυτό το συλλογικό πείραμα, το να μοιράζεσαι το ρίσκο.
Κάθε φορά που κάνω μια έκθεση, όσο μικρός ή μεγάλος κι αν είναι ο χώρος ή ο χρόνος, θέλω να δοκιμάσω στις μετασχηματιστικές πιθανότητες της τέχνης. Το καλύτερο κομπλιμέντο που μου έκανε ποτέ καλλιτέχνης που συμμετείχε σε έκθεση που είχα οργανώσει ήταν ότι ένιωσε ελεύθερος. Φαντάζομαι ότι αν πιεζόμουν θα έλεγα ότι με ενδιαφέρει η άσκηση της ελευθερίας, δίνοντας έμφαση στην άσκηση.
«Η απόφαση του Adam Szymczyk να συνδέσει το Kassel με την Αθήνα υπογραμμίζει την αίσθηση ενός ταξιδιού, κάτι το οποίο θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε μια «πραγματική αλληγορία» για τον κόσμο.»
Τι είναι για σένα η documenta; Είναι η πιο σημαντική έκθεση στον κόσμο; Μοιράζεσαι την άποψη του Adam Szymczyk ότι πρέπει να ανακτήσει τον χαρακτήρα του κατεπείγοντος;
Νομίζω ότι η documenta είναι μια ζωντανή, εξελισσόμενη ιστορία. Ξεκίνησε με την ιδέα να παρουσιάσει ένα ευρύ φάσμα της πιο επίκαιρης σύγχρονης τέχνης στον (όπως τον αντιλαμβάνονταν τότε) κόσμο, και να την παρουσιάσει μέσα σε μια ζώνη πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής επείγουσας ανάγκης – το 1955, το Κάσελ ήταν ένα είδος συνόρου (μεταξύ Ανατολής και Δύσης), ένας χώρος όπου τα ιστορικά ρεύματα συγκρούονταν.
Η έννοια του «κόσμου» έχει αναθεωρηθεί πολλές φορές από τους καλλιτεχνικούς διευθυντές της documenta με την ενσωμάτωση διαφορετικών θέσεων, καθώς και ιστορικών έργων που μοιάζουν ιδιαίτερα προφητικά. Αν οι δραστηριότητες της documenta έχουν λάβει χώρα στο παρελθόν σε στρατηγικά σημεία εκτός του Kassel, αυτό συνέβη μεταξύ άλλων για να υπενθυμίσει στο κοινό ότι το Kassel δεν ήταν το κέντρο του κόσμου, ή ίσως ότι ο κόσμος δεν είχε κανένα κέντρο. Νομίζω ότι η απόφαση του Adam Szymczyk να συνδέσει το Kassel με την Αθήνα και να δουλέψει και στις δύο πόλεις «πυκνώνει την πλοκή» αυτής της ζωντανής ιστορία με ένα πολύ συγκεκριμένο τρόπο.
Υπογραμμίζει την αίσθηση ενός ταξιδιού, ενός φορέα (αντί για ένα πεδίο με ένα σύνολο συντεταγμένων), μιας κίνησης, κάτι το οποίο θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε μια «πραγματική αλληγορία» για τον κόσμο. Όσον αφορά το κατεπείγον και την παγκόσμια σημασία, σίγουρα θέλω να τιμήσω τις υψηλότερες φιλοδοξίες της documenta, τις οποίες αντιλαμβάνομαι ως ένα καθήκον που έχω επιβάλει η ίδια στον εαυτό μου παρά ως δεδομένο.
Πώς βλέπεις την άποψη του Adam Szymczyk ότι η documenta πρέπει να μάθει από την Αθήνα; Πώς μπορεί το διεθνές ενδιαφέρον για την Αθήνα να αποφύγει την παγίδα ενός εξωτισμού της κρίσης;
Πιστεύω ότι η μάθηση είναι ακριβώς αυτή η σχέση με έναν τόπο που αποφεύγει τον εξωτισμό, ή τις προβολές σε μια κουλτούρα που επιχειρούν να την πακετάρουν ως μια απολαυστική διαφορά, η οποία μπορεί εύκολα να καταναλωθεί. Επιβραδύνει και περιπλέκει το βλέμμα. Η Αθήνα αξίζει την προσοχή για πολλούς περισσότερους λόγους από την τρέχουσα κρίση. Έτσι, διεκδικώντας τη μάθηση, μια δύσκολη κατάσταση κρίσης θα μπορούσε να μετατραπεί σε μια μεγάλη ευκαιρία.
«Αυτό που μου έχει κάνει εντύπωση εδώ είναι η συγκινητική γενναιοδωρία, η οποία σηματοδοτεί ότι η Αθήνα είναι πράγματι πλούσια με τρόπους που δεν μπορούν να μετρηθούν χρηματικά.»
Πώς νιώθεις που μετακόμισες στην Αθήνα σε μια στιγμή σαν τη σημερινή; Ποιες είναι πρώτες σου εντυπώσεις;
Αυτό που μου έχει κάνει εντύπωση είναι η συγκινητική γενναιοδωρία, η οποία σηματοδοτεί ότι η Αθήνα είναι πράγματι πλούσια με τρόπους που δεν μπορούν να μετρηθούν χρηματικά. Αισθάνομαι ότι δεν είμαι σε θέση να επαναλάβω τις καταγραφές της μιζέριας που διαβάζουμε στις ειδήσεις σαν να ήταν δικές μου, επειδή η ζωή μου εδώ είναι δομημένη με ένα απίστευτο δίκτυο υποστήριξης. Υπενθυμίζω επίσης διαρκώς στον εαυτό μου (εν μέρει λόγω της επικοινωνίας μου με Kassel) ότι η Αθήνα είναι μία ώρα μπροστά από ένα μεγάλο μέρος της Ευρώπης. Έτσι αναρωτιέμαι συνέχεια αν μπορούμε να σκεφτούμε και να διαμορφώσουμε το μέλλον της Ευρώπης σε αυτή τη ζώνη ώρας.
Τι είναι για σένα ο Νότος;
Είναι ένας όρος – καραμέλα τελευταία. Εν μέρει, γιατί πολλοί είναι απασχολημένοι διαμορφώνοντας φαντασιώσεις του Νότου που εξυπηρετούν το σκοπό της πλήρωσης του ιδεολογικού κενού που άφησε πίσω της η παντελής αποτυχία της Δύσης ως θετική εικόνα. Όταν μεγάλωσα στην Πολωνία στα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα και του ογδόντα, η Δύση ήταν ένα είδος γης της επαγγελίας, που κατοικούνταν από όμορφους, επιτυχημένους ανθρώπους που ζούσαν σε αρμονία και ελευθερία. Είχαν απεριόριστες προμήθειες σοκολάτας.
Όταν μετακόμισα στη Δύση, δεν ήταν καθόλου όπως την είχα φανταστεί. Σήμερα, με τα διδάγματα της ιστορίας της αποικιοκρατίας, βλέπω ένα μεγάλο μέρος του πολιτισμού και της ευημερίας της Δύσης να εξαρτώνται από την εκμετάλλευση των τμημάτων του κόσμου που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ως Νότο. Έχει ενδιαφέρον να εξετάσουμε τι είναι η Ελλάδα - το λεγόμενο λίκνο του δυτικού πολιτισμού – από αυτήν την άποψη. Την εκμεταλλεύεται η Δύση για την δική της κατασκευή ή είναι η ίδια ένας από τους βασικούς εκμεταλλευτές; Και τι σημαίνει να είναι και τα δύο;
Τι αποκόμισες από την εμπειρία σου στο Σικάγο;
Αυτό είναι ένα τεράστιο θέμα, αλλά ίσως μπορώ να δώσω μια περιεκτική νύξη. Πριν μετακομίσω στο Σικάγο, μια φίλη καλλιτέχνης που ζει στη Νέα Υόρκη, μου είπε «Α, Σικάγο, κάνουν community art εκεί». Ακούστηκε άσχημο. Η community art εκλαμβάνεται συχνά ως κάτι feelgood και αμφίβολης ποιότητας. Αλλά οι άνθρωποι που συνάντησα εκεί και νιώθουν μέρος μιας κοινότητας, ιδιαίτερα ίσως όσοι επηρεάστηκαν από την αισθητική, τις αρχές της οργάνωσης και των δομών εξουσίας της μαύρης ριζοσπαστικής παράδοσης, σίγουρα μου δίδαξαν ότι η τέχνη που διαμορφώνεται από μια αίσθηση κοινότητας μπορεί να συμβάλει σε μια ζωή με λιγότερες τρύπες.
«Στο Σικάγο οι καλλιτέχνες που επηρεάστηκαν από τη μαύρη ριζοσπαστική παράδοση, μου δίδαξαν ότι η τέχνη που διαμορφώνεται από μια αίσθηση κοινότητας μπορεί να συμβάλει σε μια ζωή με λιγότερες τρύπες».
Με ποιόν τρόπο έχεις διερευνήσει την τέχνης της συζήτησης;
Τα παλιότερα γραπτά μου εξέφραζαν έναν σκεπτικισμό για τη χρήση του όρου «συζήτηση» προκειμένου να υποδηλωθεί μια ιδέα αρμονικής επικοινωνίας. Η συζήτηση γινόταν ένα είδος λέξης φετίχ, κάτι σαν διαφημιστικό μάντρα - πολύ πιο εύκολο να δηλωθεί παρά να κατασκευαστεί στην εποχή του πολλαπλασιασμού των τεχνολογιών επικοινωνίας, λογισμικού και hardware.
Στις εκθέσεις στο Logan Arts Center (όπου χρησιμοποίησα πολλά μαθήματα που είχα διδαχθεί δουλεύοντας ως επικεφαλής των εκδόσεων στο Witte de With στο Ρότερνταμ, όταν το διεύθυνε ο Nicolaus Schafhausen), άρχισα να διερευνώ τη συζήτηση από την άποψη της μουσικότητας και της υλικής κουλτούρας που είναι απαραίτητες προκειμένου να λάβει χώρα μια καλή συζήτηση. Ήθελα η συζήτηση να γίνει κατανοητή ως κάτι που δεν είναι αυτόματο, αλλά κάτι που είναι τόσο δύσκολο να παραχθεί όσο ένα καλό έργο τέχνης.
Βλέποντας εκθέσεις που επιμελήθηκες στο Logan Arts Center διακρίνω ένα ενδιαφέρον για το άυλο, και για την εξερεύνηση του πλαισίου και του περιβάλλοντος του “καλλιτεχνικού αντικειμένου”. Ποιός θεωρείς ότι είναι ο συνδετικός ιστός ανάμεσα στα διαφορετικά επεισόδια της δουλειάς σου εκεί;
Αντί για το άυλο, ίσως μπορούμε να πούμε ατμοσφαιρικό ή πολυδιάστατο. Έχω, επίσης, επηρεαστεί αρκετά από την έννοια των αντικειμένων ως φορέων ενός συγκεκριμένου πνεύματος, που γεννήθηκε από ένα αστερισμό ιδεών, ιστοριών και ζωτικών δυνάμεων. Έτσι, η υλικότητα και η σωματικότητα παραμένουν πολύ σημαντικές.
Μου αρέσει που το εκφράζεις αυτό ως περιβαλλοντικό. Τώρα το άμεσο περιβάλλον μου είναι του Φιλοπάππου. Ζω στο Λόφο των Μουσών. Λατρεύω το πώς οι αρχαίοι Έλληνες έδωσαν σε πολύ αφηρημένες παρορμήσεις ένα σώμα. Με κάνει να μην ντρέπομαι και τόσο να πω ότι προχωρώ πάντα βάσει της διαίσθησης.
ΒΙΟ
Η Monika Szewczyk ήταν επιμελήτρια του προγράμματος εικαστικών τεχνών στο κέντρο τεχνών Reva and David Logan του πανεπιστημίου του Σικάγου, όπου ήταν και λέκτορας στο τμήμα Καλών Τεχνών και Ιστορίας της Τέχνης. Η πιο πρόσφατη έκθεσή της στο κέντρο Logan, η Szalon, φέρνει στο προσκήνιο καλλιτεχνικές πρακτικές που έχουν τις ρίζες τους στην προφορική παράδοση και άλλες οριακές αισθητικές εμπειρίες.
Έχει διατελέσει διευθύντρια εκδόσεων στο κέντρο σύγχρονης τέχνης Witte de With στο Ρότερνταμ (2008-11), βοηθός επιμελήτρια στη Vancouver Art Gallery (2004-07) και συντονίστρια εκθέσεων στη Satellite Gallery της Morris and Helen Belkin Art Gallery του πανεπιστημίου British Columbia στο κέντρο του Βανκούβερ. Έχει διδάξει στο Emily Carr University of Art + Design (Βανκούβερ), στο ινστιτούτο Piet Zwart (Ρότερνταμ), και στην Bergen Art Academy. Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί σε πολλούς καταλόγους και περιοδικά όπως τα Afterall, Artforum, The Exhibitionist και το διαδικτυακό e-flux journal.