Λεωνίδας Τούμπανος
Διεύθυνση:
Tηλ:
Τιμές:
€45 - €55
Οι περισσότεροι τον γνωρίσαμε από την περιπετειώδη θητεία του στο MasterChef πριν από αρκετά χρόνια, όμως ο Ηλίας Κιαζόλι είχε γράψει αρκετά μαγειρικά χιλιόμετρα πριν ξεκινήσει την τηλεοπτική του διαδρομή. Εστιατόρια όπως το "Jordnær" στη Δανία (3* Michelin σήμερα), αλλά και τουρνέ στα ελληνικά νησιά είχαν σφυρηλατήσει το μαγειρικό του στιλ πολύ προτού το ξεδιπλώσει στις οθόνες. Η δε μετέπειτα πορεία του, διακριτική και χαμηλότονη (σε αντίθεση με την περσόνα που παρουσίασε στο μαγειρικό ριάλιτι, δηλαδή), τον πέρασε από τις κεφαλές κουζινών όπως αυτή του κοσμοπολίτικου "Poseidonion Grand Hotel" στις Σπέτσες, μεταξύ άλλων.

Φέτος, ο νεαρός σεφ αποφάσισε να ρίξει άγκυρα στην καρδιά της Αθήνας, ως σεφ και συνιδιοκτήτης του "Nonnas", στην καρδιά της Πλάκας – και μάλιστα σε σημείο με σημαντικό εστιατορικό pedigree. Σ’ αυτήν εδώ τη γωνία της πλατείας Φιλομούσου Εταιρείας είναι που είχε κάνει τα πρώτα του solo βήματα ο Τάσος Στεφάτος, ως σεφ του "Seven Food Sins" (σήμερα επί κεφαλής των πολυβραβευμένων εστιατορίων του ομίλου Canaves στη Σαντορίνη). Τον διαδέχθηκε ο Δήμος Σαμουράκης (πλέον με έδρα του το χρυσοσκουφάτο "Seeds" στα Ιλίσια), ενώ εδώ είχε μεγαλουργήσει και ο Alain Parodi με το "L’Audrion", πριν μετακομίσει βόρεια με το βραβευμένο "Veri Table".

Η αμέσως προηγούμενη ταυτότητα του ακινήτου ήταν ως "Samanos Radio Restaurant" του Λεωνίδα Κουτσόπουλου, και το πέρασμα στα χέρια του Κιαζόλι φέρει μια κάποια καρμική συνέχεια, όμως μην ψάχνετε ομοιότητες πέρα απ’ αυτό. Τα τραπεζάκια έξω, με την όμορφα φωτισμένη πλατεία και τη ζωηράδα της για σκηνικό, είναι βέβαια ιδανικό καθιστικό όσο ο καιρός βοηθά (κι είναι θαύμα που βοηθά ακόμη, Δεκέμβριο μήνα), όμως δική του γοητεία έχει και ο χώρος μέσα, με τα τραπεζάκια παραταγμένα στη μια μεριά και για κεντρικό θέμα την ανοιχτή κουζίνα απέναντι, που απλώνεται κατά μήκος της μακρόστενης σάλας, οδηγώντας το βλέμμα στη μεγάλη τοιχογραφία με τη ροκ γιαγιά, στην οποία χρωστά το όνομά του το μαγαζί. Ή μάλλον, όχι μόνο το όνομα, αλλά και τη φιλοσοφία του.

Όχι, εδώ δεν θα έρθετε για γιαγιαδίστικο φαγητό, όμως πάνω - πάνω στο μενού φιγουράρει το "Old new recipes", κι είναι υπότιτλος πολύ επεξηγηματικός για την κουζίνα, που, με τον παίρνει classics της ελληνικής παράδοσης και τα αναπροσαρμόζει σε μια πιο σημερινή εποχή. Μην περιμένετε δημιουργικότητα αιχμηρή ή ιδιαίτερα περιπετειώδη, βέβαια. Αντίθετα, θα βρείτε φαγητό απλό, ελληνικό, εμπνευσμένο από την κουζίνα της αστικής καθημερινότητας. Άλλοτε εμπλουτισμένο με μοντέρνες τεχνικές, κι άλλοτε αναδομημένο με τρόπο προσωπικό κι ιδιοσυγκρασιακό, πάντα όμως οικείο προς το χρήστη και φιλικό – σε κάποιες περιπτώσεις, δε, υπερβολικά φιλικό.

Η σαλάτα με χόρτα και τριμμένη ντομάτα του "Nonnas", ας πούμε, πλουτισμένη επίσης με χανιώτικο ξινοτύρι και παξιμάδι με dashi, είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση της προσέγγισης εδώ. Εμφανίζεται ως υβριδική εκδοχή του ντάκου, κι ανοίγει ευχάριστα το τραπέζι, μιξάροντας διαφορετικές θερμοκρασίες, υφές και εντάσεις, με τα νόστιμα χόρτα της (λάπαθα και σταμναγκάθι στη δική μας επίσκεψη) να δίνουν χαρακτήρα που θα τόνιζε ακόμη περισσότερο μια πιο εκφραστική ντομάτα. Πλάι της, πάντως, μπορείτε να βάλετε και την αφράτη τυροκαυτερή του Κιαζόλι, που γίνεται με μαλακή φέτα (αγαπημένη του σεφ), χάνοντας μεν το contrast οξύτητας με κάψα, που θα έφερνε ένα πιο επιθετικό τυρί, αλλά κερδίζοντας λιχούδικη βουτυράδα στην υφή.

Οι γαρίδες "σαγανάκι", που ψήνονται στη σχάρα, κι έπειτα λούζονται σε σάλτσα ούζου με γλυκάνισο, συνοδεία κρέμας "σαγανάκι" με ντομάτα και φέτα, θέλουν άμεση αναθεώρηση τόσο στην πρώτη ύλη (στη δική μας περίπτωση, αν και πολύ σωστά ψημένες, οι γαρίδες ήταν εξαιρετικά ταλαιπωρημένες στην κατάψυξη), όσο και στο στόλισμά της, με τη νόστιμη σάλτσα να ισοπεδώνεται από τη μονότονη κάψα της κρέμας, ενώ τα σκιουφιχτά με γίδα βραστή, εμπνευσμένα από τα σούζουμα της Κρήτης, ήταν άνευρα και ρηχά τόσο στη σάλτσα όσο και στο κρέας τους, περισσότερο φτιαγμένα για να μη σοκάρουν τους τουρίστες παρά για να ενθουσιάσουν τους μύστες.

Τα παϊδάκια, αρνίσια από τη Λάρισα και γλασαρισμένα με εκφραστική σάλτσα kimchi, παρ’ ότι νόστιμα, τρυφερά κι ανάλαφρα (ενδεικτικό της καλής καταγωγής τους), ήθελαν πιο άγριο φλερτ με τη φωτιά για να καραμελώσουν και να βγάλουν το μαυλιστικό τους χαρακτήρα στο πιάτο, ενώ το ψάρι ημέρας φρικασέ (φιλέτο φαγκρί όταν στη δική μας περίπτωση), που έρχεται ψημένο στη σχάρα και "παντρεμένο" με καπνιστά χόρτα και νοστιμούτσικο αυγολέμονο, πάσχει από το ίδιο νόσημα που ταλαιπωρεί όλα εκείνα τα εστιατόρια που σνομπάρουν την ουσία της ελληνικής κουζίνας, σερβίροντας πιάτα συναρμολογημένα, αντί για μελωμένα.

Η αποσυναρμολόγηση, πάντως, λειτουργεί πιο αποτελεσματικά στο "παστίτσιο" του "Nonnas", που έρχεται με την ιδανική μορφή της αποδόμησης που όλοι έχουμε εφαρμόσει στο σπίτι, εκείνες τις φορές που λιμπιστήκαμε την comfort πληθωρικότητα του αυθεντικού, αλλά χωρίς την επένδυση χρόνου που απαιτεί η συναρμολόγησή του: πρόκειται για άριστα βρασμένα paccheri, με ψημένη μπεσαμέλ στο πλάι και μοσχαρίσιο μάγουλο μπρεζέ, τρυφερό και πλούσιο, κι έχει μαγειρική χάρη, απλότητα και ειλικρίνεια για κύρια συστατικά της λιχούδικης νοστιμιάς του - όλα εκείνα τα στοιχεία, δηλαδή, στα οποία πρέπει να επενδύσει το "Nonnas" στα μελλοντικά του μενού, για να εξασφαλίσει το στίγμα του στην περιοχή.
Η επίσκεψη του κριτικού έγινε στις 19/11.
NONNA’S, Πλατεία Φιλομούσου Εταιρείας 3, Πλάκα, 2103219024. Ωράριο λειτουργίας: Καθημερινά 12μμ – 12πμ. Τιμή: €45 – 65 (το άτομο χωρίς ποτά και κουβέρ). Πάρκινγκ: Στους γύρω δρόμους. Πρόσβαση ΑμεΑ: Όχι.
