
Τρία βιβλία ελληνικής λογοτεχνίας θα κυκλοφορήσουν από τις εκδόσεις Ψυχογιός στις 23 Ιανουαρίου (ήδη διαθέσιμα για προπαραγγελία). Πρόκειται για δύο θεατρικά του Γρηγορίου Ξενόπουλου αλλά και την επανέκδοση ενός γνωστού αστυνομικού μυθιστορήματος. Ανακαλύψτε τα στη συνέχεια του κειμένου.
Ο Ποπολάρος - Γρηγόριος Ξενόπουλος
Είνε μια γοργή, αλλά δραματικωτάτη ερωτική ιστορία μιας μικρής μα φλογερής αριστοκράτισσας, που ξετρελαίνεται για έναν νέο του λαού, έναν ωραίο "ποπολάρο", αλλά που τον εγκαταλείπει ερωτευμένο, αφού έπαιξε λίγο μαζί του σε μια εξοχή, για να παρ έναν άλλον από την τάξη της. Τι κάνει τότε ο "ποπολάρος"; Πώς εκδικείται, εξαγριωμένος, την αριστοκράτισσα εκείνη που από ένα καπρίτσο του άναψε τέτοιο πάθος και τον πέταξε ύστερα σα σκουπίδι; Ας μην το πούμε από τώρα… Θα χαλούσαμε την ευχαρίστησι εκείνων που θα παρακολουθήσουν τον υπέροχον αυτόν Ποπολάρο…
[Αναγγελία (στο μονοτονικό) της δημοσίευσης στην εφημ. Έθνος, φ. 21 Αυγούστου 1924.]
Το μυστικό της κοντέσσας Βαλέραινας - Γρηγόριος Ξενόπουλος
"Τούτο το σπίτι το φτωχό και το μικρό είναι για μένα το ίδιο με τ' άλλο, το παλάτι που 'χε τις κολόνες τις χρυσές στα πόρτεγα και τη βαλερέικη άρμα με τα λιοντάρια πάνω από κάθε πόρτα. Κι όσο μ' έγνοιαζε για την τιμή κείνου του σπιτιού, άλλο τόσο με γνοιάζει και για τούτου εδώ· γιατ' είναι το ίδιο, το ίδιο! Τίποτα δεν άλλαξε από μέσα, βαθιά, κι όσο ζω εγώ, τίποτα δε θ' αφήσω ν' αλλάξει".
Γρηγόριος Ξενόπουλος: "…δε θα μπορούσα παρά ν' αγαπώ αυτό μου το έργο περισσότερο από κάθε άλλο. Το συνέλαβα νέος, το έγραψα άντρας, το ξανάγραψα μεσόκοπος, το τελείωσα σχεδόν γέρος".
Πυθαγόρεια εγκλήματα - Τεύκρος Μιχαηλίδης
"Δέχτηκα με ευχαρίστηση τα σκαμπίλια του πρωινού βοριά. Από το σπίτι μου στην οδό Σταδίου μέχρι την αυλή του Στέφανου, ψηλά σε μια πάροδο της Ιπποκράτους, κάναμε είκοσι λεπτά. Η είσοδος της αυλής ήταν κλεισμένη από τους περίεργους που είχαν συγκεντρωθεί. Μ' ένα νεύμα ο υπαστυνόμος έδωσε εντολή στους αστυφύλακες να μας ανοίξουν δρόμο. Μπήκα στο γνώριμό μου δωμάτιο. Ακούγοντάς μας να μπαίνουμε ο γιατρός, που ήταν σκυμμένος μπροστά στο κρεβάτι, παραμέρισε. Και τότε τον είδα. Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα με τα μάτια κλειστά. Τα μάγουλά του ήταν μπλάβα και τα χείλη του σχεδόν μαύρα. Μπροστά μου δεν κειτόταν νεκρός μόνο ο φίλος μου, ο μοναδικός πραγματικός φίλος που είχα ποτέ. Κείτονταν τα νεανικά μου χρόνια, ένα ολόκληρο κεφάλαιο της ζωής μου, που τώρα είχε κλείσει. Αισθάνθηκα τα πόδια μου να τρέμουν. Ασυναίσθητα αρπάχτηκα από το μπράτσο του Αντωνίου για να μην πέσω". (απόσπασμα του βιβλίου)