
Η Μάτση (Μαρία – Λουκία) Χατζηλαζάρου του Κλέωνος και της Βιργινίας γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου έφυγε με την οικογένειά της για τη Νότιο Γαλλία και στη συνέχεια για τη Ρώμη. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1919. Δύο χρόνια αργότερα η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και η Μάτση άρχισε μαθήματα κατ’ οίκον, τα οποία σταμάτησαν λίγο αργότερα λόγω της οικονομικής καταστροφής του πατέρα της. Το 1931 παντρεύτηκε τον Καρλ Σούρμαν, βαυαρικής καταγωγής. Ο γάμος της διαλύθηκε πέντε χρόνια αργότερα. Την περίοδο εκείνη εργάστηκε στο κατάστημα Λαϊκές Τέχνες του Καραπάνου. Το 1934 πέθαναν οι γονείς της. Παντρεύτηκε για δεύτερη φορά το 1937, με τον γεωπόνο και αρχιτέκτονα κήπων Σπύρο Τσαούση, από τον οποίο χώρισε ένα χρόνο αργότερα και από το 1939 ως το 1943 ήταν παντρεμένη με τον ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκο. Συνδέθηκε επίσης με τον ποιητή Ανδρέα Καμπά, τον ανιψιό του Πάμπλο Πικάσο Χαβιέρ Βιλατό (από το 1946 ως το 1954, περίοδο κατά την οποία έζησε στο Παρίσι στο Παρίσι με υποτροφία του Γαλλικού Ινστιτούτου) και τον Κορνήλιο Καστοριάδη (1957-1958).
Το 1958 επέστρεψε στην Αθήνα και ως το 1964 εργάστηκε στον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού. Στη συνέχεια επέστρεψε στο Παρίσι, όπου δούλεψε στο εκεί κατάστημα του οίκου Βαράγκη. Από το 1973 και ως το τέλος της ζωής της έζησε στην Αθήνα και εργάστηκε στην υπηρεσία δημοσίων σχέσεων της Εμπορικής Τράπεζας. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1944 με την ποιητική συλλογή Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης με το ψευδώνυμο Μάτση Ανδρέου. Το σύνολο του γραπτού έργου της περιλαμβάνει τέσσερις ποιητικές συλλογές και δημοσιεύσεις σε λογοτεχνικά περιοδικά.
Το ποίημα
Το ποίημα που ακολουθεί προέρχεται από το βιβλίο Το δίχως άλλο. Αντίστροφη αφιέρωση του 1985. Μπορείτε να το βρείτε στον συγκεντρωτικό τόμο Ποιήματα 1944-1985 που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος. Πρόκειται για μία σύνθεση-ποταμό, όπου το ποιητικό υποκείμενο εκφράζει με χειμαρρώδη τρόπο την ένταση του έρωτά του για "κείνον με την αντρίκια φωνή". Το ποίημα πατά πάνω στις ράγες του υπερρεαλισμού, θυμίζοντας αυτόματη γραφή. Αυτή η χαρακτηριστική υπερρεαλιστική μέθοδος, η οποία συνίσταται στην ανεμπόδιστη καταγραφή των σκέψεων για τη δημιουργία της "πρώτη ύλης" για το ποίημα, θεωρούνταν ότι βοηθά τον δημιουργό να φτάσει στο ασυνείδητό του. Εκεί, η πραγματικότητα διαθλάται, εξού και η παραδοξότητα και η τόλμη της "Αντίστροφης αφιέρωσης"
Η Μάτση σπαίρνει τα "θα 'θελα" στο τέλος της δεύτερης παραγράφου, τα οποία μοιάζουν να έχουν την ανάγκη να "εκραγούν" στην τρίτη, κάτι που συμβαίνει σε όλη την τελευταία ενότητα. Εκεί πια, η καταστρατήγηση της σύνταξης, η δημιουργία νέων λέξεων και η παράλληλη χρήση των γαλλικών δίνουν ξεχωριστή δύναμη σε αυτή την παθιασμένη ερωτική δημιουργία. Κι όμως, τελικά, "όλα δεν τα 'χει πει" η ποιήτρια, γιατί είναι ανεξάντλητα και ίσα που χωρούν στα κεφαλαία γράμματα της τελευταίας συγκλονιστικής φράσης.
Αντίστροφη αφιέρωση
Για κείνον με την αντρίκια φωνή-ματιά και με χέρια μεγάλες φτερούγες που δεν τις ξεχνάω το απόγεμα είπες τριάντα χρόνια σε περίμενα κι ένιωσα πρώτη φορά "le vierge le vivace et le bel aujourd’hui" μετά έντονος αέρας αγάπης άνοιξε διάπλατα ένα παράθυρο μέσα μου και μπήκανε μεγάλες σταγόνες αγαλλίασης καθώς ο νοτιάς έστριβε βουίζοντας απ’ τη γωνιά της καρδιάς μου το σώμα είναι χώμα διψασμένο από σένα έμαθε τις πλημμύρες του έρωτα πολλά νομίζω θα μιλήσω τώρα πολλά που φύλαγα σε μια κρυψώνα θα τ’ απλώσω εδώ όσο μπορώ καλύτερα και ό,τι θέλει ας γενεί στοές θα σκάψω κάτω πάνω μέσα απ’ τα λόγια τι συνεννόηση θα 'χουμε αλλιώτικα ήρθανε βλέπεις κι έδεσαν στις δικές μας σημαδούρες ξένοι με διαφορετικές γλώσσες πώς τρυπώνω τα χέρια μου παραμάσχαλα αναμένοντάς σε τις νύχτες όταν κρυώνω έτσι αυτή τη στιγμή έχωσα εδώ και θα χώνω αλλού λέξεις κλεμμένες ή δικές μου που σου αρέσανε για να σε χαϊδεύει η μουσούδα του γραφτού μου πάλι ό,τι βρω δικό σου θα το φάω θα το τραγανίσω θα το καταπιώ ώσπου μιαν ώρα μες στο λιοπύρι θα μου βγει αχνός ίδρωτας πάνω απ’ το στόμα θα 'θελα ν’ ακουμπήσω δίπλα σου κι άλλα της εκλογής μου μέρη μέρη διάσπαρτα με ασφόδελους ή μεγάλες άγριες μαργαρίτες και πιο πέρα έναν τεράστιο κέδρο του Λίβανου αλλού πάλι να’ χει αμμόλοφους με σπόνδυλους από δωρικές κολόνες αραδιασμένους χάμω θα σου έρθει κείνο το κυβικό κλουβί που σου 'χω τάξει με μικρά κόκκινα γαρίφαλα μέσα να πετάνε πέρα δώθε τραγουδώντας φλογερά
και σαν λαχανιάζω από τον πολύ οίστρο θα’ θελα τότε οι κουβέντες μου να 'ναι για σένα ξόμπλια όμοια με πέρδικας φτερά θα’ θελα μερικά από τ’ αστεία που μαζί ξαναφέρναμε (α εκείνες οι συμπαιγνίες) να χαμογελάνε ακόμα με λακκούβες στην άκρη των χειλιών θα 'θελα να είχαμε πάει οι δυο μας στην πόλη άλλοθι όλων των σύννεφων θα 'θελα όταν τα σανίδια κάτω στο πάτωμα τρίζουνε ξαφνικά τη νύχτα την ίδια ώρα που τα έπιπλα και η κασέλα αντιλαλούν θα 'θελα να δημιουργείται το γνωστό έργο της συγκεκριμένης μουσικής που λέγεται "κοντσέρτο για έναν άνθρωπο μόνο" θα 'θελα εσένα που η καρδιά σου πιάνει από την διώρυγα του Μπέριγκ μέσα απ’ όλη τη Ρωσία και απ’ το φαράγγι Λονδίνο Παρίσι Γενεύη για να φτάσει ως το Αιγαίο θα 'θελα όποιοι και να 'ναι οι πόθοι που έχεις να σου τους φέρνει ο γέρο άνεμος μπροστά σου εκεί που στέκεις να πέφτουνε βροχή όπως τα βατράχια τα σαλιγκάρια και άλλα μικρά ζώα που μας έρχονται έτσι από μακρινές περιοχές υπερπόντιες να σε κοιτάει ο κόσμος και να σαστίζει βλέποντας τον εσαεί ευδαίμονα άντρα μαζί δεν λέγαμε ότι για την τύχη μας οι πόθοι σαν χορταίνουν άλλους πόθους γεννάνε
θα 'θελα μα πόσο θα 'θελα ναι θα 'θελα αμέσως τώρα τώρα θέλω να ξεμαλλιάσω λίγο τη σύνταξη για να σε τραγουδήσω όπως έμαθα στο Παρίσι
εσένα σ' έχω Δεινόσαυρο από τους πιο εκπληκτικούς
εσένα σ' έχω βότσαλο φρούτο απαλό που τ' ωρίμασε η θάλασσα
σ' ερωτεύω
σε ζηλεύω
σε γιασεμί
σε καλπασμό αλόγου μες στο δάσος το φθινόπωρο
με φοράω νέγρικο προσωπείο για να μας θέλεις εσύ
με κεντρίζεις μεταξένια άσπρο μου κουκούλι
με κοιτάζεις πολύ προσεκτικά
tu m' abysses
tu m' oasis
je te gougouch
je me tombeau bientôt
εσένα σ' έχω δέκα ανθρώπους του Giacometti
σ' έχω κόνδορα καθώς απλώνεσαι πάνω από τις Άνδεις
σ' έχω θάλασσα γύρω τριγύρω από τα νησιά του Πάσχα
εσύ σπλάχνο μου πώς με γεννάς
σε μίσχος
σε φόρμιγξ
με φλοισβίζεις
σε ζαργάνα α μ' αρέσει
δυο κροταλίες όρθιοι στρίβουν και ξαναστρίβουν γλιστρώντας ο ένας γύρω απ' τον άλλο όταν σταματήσουν η περίπτυξή τους είναι το μονόγραμμά σου
tu m' es Mallarmé Rimbaud Apollinaire
je te Wellingtonia
je t'ocarina
εγώ σε Τσεπέλοβο Πάπιγκο Ελαφότοπο
εγώ σε Βίκο με τα γιοφύρια του κει που διαβαίνει ο χρόνος
σ' έχω πει και ψέματα για να τους ξεγελάσουμε
εγώ σ' έχω άρωμα έρωτα
σ' έχω μαύρο λιοντάρι
σε ονειροβάτησα μαζί μου ως το γκρεμό
εσέ ασύλληπτο θυμάμαι και τον ύπνο μου χάνω
εσύ μάχες και ένσαρκα άλογα του Uccello
εσύ δωρητής (δεξιά κάτω της εικόνας) εκείνου του μικρού κίτρινου αγριολούλουδου
εσύ κένταυρου ζέση
εσύ συντεχνία ολάκερη που έργα ποιείς διαβαίνοντας εν τη ανωνυμία
je te ouf quelle chaleur
tu m' accèdes partout presque
je te glycine
εσύ φεγγάρι που ένα σύννεφο αναβοσβήνει
εσύ δε βαριέσαι παράτα το το σύμπαν έτσι που το' χουμε αλαζονήσει
και δαύτο πώς να συναντηθούμε ποτέ
εσύ σε τρυφερό λόγο με το λόγο έτσι δεν είναι πες
εσύ σελίδα μου
εσύ μολύβι μου ερμηνευτή μου
σε ανοίγω συρτάρια
πώς γιατί δεν ήρθες τόσες φορές
σε ξεμάκρυνα εγώ λέω τώρα
δίχως τέλος λυπάμαι
σε κρυάδα γνώρισες ποτέ την καρδιά μου
σε μιαν έκπαγλη χρονιά ανταμώσαμε
σε ληστεύω από αλλουνού τα χέρια
σε ακούω από δω από κει
σε σιωπώ μες στην απέραντη τρυφερότητα
σιγά σιγά να καταλαγιάσουμε
όλα δεν τα 'χω πει
ΜΕ ΕΚΡΙΖΩΝΕΙΣ