"Όταν ήρθαμε εδώ στον Πειραιά μάθαμε από συγχωριανούς που σωθήκανε ότι τον παππού σου τον είχανε σφάξει κι αυτόν και τον είχανε πετάξει στη θάλασσα μαζί με τους άλλους που είχανε πιάσει το πρωί. Κατάλαβες τώρα γιατί η γιαγιά σου ούτε να την κατουρήσει τη θάλασσα;" (Σάκης Σερέφας, "Άνθρωπος Μαρίκα", εκδόσεις Μεταίχμιο)
Οι εθνικές επέτειοι, πόσο μάλλον όταν συμπίπτουν με τα 100 ή 200 χρόνια από το γεγονός, φέρνουν αναπόφευκτα μαζί τους επετειακές εκδηλώσεις, κάποιες φορές συμβατικές αλλά ενημερωτικές, άλλες που στοχεύουν στο συναίσθημα και τη νοσταλγία, άλλες τραβηγμένες από τα μαλλιά και σπανίως κάποιες ευχάριστες εκπλήξεις που ανοίγουν νέους δρόμους για να ξανασυνδεθούμε με το παρελθόν και να ξανασκεφτούμε το σήμερα. Δεν είδαμε κάτι διαφορετικό με την επέτειο των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821, όπως κρατάμε μικρό καλάθι και για τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Όσο κι αν τα πτώματα που ξεβράζονται στις θάλασσες του Αιγαίου, αλλά και οι εικόνες του πολέμου στην Ουκρανία κάνουν τις αφηγήσεις της προσφυγιάς ξανά επίκαιρες.
Από ρεμπέτικα, πάντως, δεν έχουμε παράπονο. Χέρι-χέρι με τις αποτρόπαιες ιστορίες της σφαγής της Σμύρνης αλλά και της προσβλητικής υποδοχής των Mικρασιατών προσφύγων στην Ελλάδα δίνουν τον τόνο σε μερικές από τις πιο δημοφιλείς παραστάσεις της εποχής, τρυπώνουν στις σελίδες της νέας εκδοτικής παραγωγής και, φυσικά, γεμίζουν με την εικονογραφία τους τους χώρους τέχνης του Δήμου Αθηναίων στο πλαίσιο της μεγάλης ομαδικής έκθεσης "Ρεμπέτικο". Και μπορεί στα λαϊκά πάλκα των αθηναϊκών θεάτρων και στα βιβλία οι αντισυμβατικές βιογραφίες μορφών της εποχής να προσφέρουν μια feelgood ψυχαγωγία και ταυτόχρονα μια κλειδαρότρυπα για να μάθουμε τυχόν ανέκδοτα μιας σκοτεινής, παρ’ όλες τις νοσταλγικές χορδές που χτυπάει σήμερα, εποχής, τι συμβαίνει όμως όταν αναθέτεις επί τούτου σε σύγχρονους εικαστικούς να δημιουργήσουν έργα πάνω στο ρεμπέτικο;
Καταρχάς, σε μεγάλο βαθμό, αρκετοί από αυτούς αντιμετωπίζουν το θέμα περιγραφικά με το μοτίβο της καρέκλας να επανέρχεται με διαφορετικούς τρόπους, όπως και το μπουζούκι ή τα απλωμένα, έτοιμα για χορό χέρια. Επίσης, τα ενδεχομένως πιο ενδιαφέροντα έργα που πάνε πέρα από τα προφανή συχνά καπελώνονται από τη γενικότροπη "αύρα" του ρεμπέτικου που διαπερνά μια έκθεση εκ προθέσεως εικονογραφική και εποπτική (και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς με 50 καλλιτέχνες και 125 έργα;), η οποία ακόμη και από τον τίτλο της δημιουργεί ready made συνδηλώσεις στον καθένα μας, όπως ακριβώς η λέξη "ρεμπέτικο", και τελικά δεν προσθέτει πολλά περισσότερα απ’ όσα περιμέναμε. Η πρωτοβουλία του Δήμου Αθηναίων και του επιμελητή Χριστόφορου Μαρίνου να υποστηριχθεί η παραγωγή νέων έργων είναι βέβαια αξιοσημείωτη, όπως και η πρόθεση να ανοιχθούν οι άγνωστοι στους πολλούς πολιτιστικοί χώροι του ΟΠΑΝΔΑ σε ένα νέο κοινό. Παραμένει όμως το ερώτημα του κατά πόσο το όποιο νέο κοινό έρθει σε επαφή με τη σύγχρονη τέχνη με έναν τέτοιο τρόπο αποκτά τελικά νέα εργαλεία για να την προσεγγίσει επί της ουσίας, και πόσο διαφορετικά είναι αυτά από αντίστοιχων μεγάλων εκθέσεων προ εικοσαετίας.
Γι’ αυτό, ίσως, το πιο δυνατό έργο της έκθεσης είναι το βίντεο-δοκίμιο της Μαρίας Τσάγκαρη "The Man on the Left" που μοιράζεται μαζί μας την έρευνά της, καθώς προσπαθεί να μάθει περισσότερα για τον προπάππου της ρεμπέτη βιολιτζή Νίκο Συρίγο τον Σαντορινιό. Από την απαγόρευση του είδους από τον Κεμάλ, ο οποίος έβλεπε το ρεμπέτικο ως εμπόδιο στον εκσυγχρονισμό που επιχειρούσε, σε αυτήν του Μεταξά κι από τη σπάνια βωβή ταινία "Κοινωνική Σαπίλα" του Στέλιου Τατασόπουλου (1932) στον Κ. Βήτα, η γεμάτη συναίσθημα και οξυδέρκεια περιπλάνηση της Τσάγκαρη αποτυπώνει και συμβολικά τις προσκλήσεις κάθε αντίστοιχης προσπάθειας να συνδεθούμε με την κληρονομιά μας και διαχωρίζει το πηγαίο ενδιαφέρον για μια τέτοια σύνδεση από την εργαλειοποιημένη πρόθεση.
Credit πρώτης εικόνας άρθρου: Πέτρος Τουλούδης, YOTA5, 1977-2022, 2022.