Ενόψει της απονομής των 12ων βραβείων Ίρις της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, το «α» σε συνεργασία με την Ακαδημία φιλοξενεί τα κείμενα έμπειρων σινεφίλ, οι οποίοι σχολιάζουν τα πέντε φιλμ που διεκδικούν την Ίριδα καλύτερης ταινίας.
Μετά τον Αντώνη Καρπετόπουλο («Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς») και τη Λένα Διβάνη («Digger»), σειρά έχει η πολύπειρη δημοσιογράφος Μαρία Κατσουνάκη η οποία μοιράζεται τις σκέψεις της πάνω στο «Παρί» του Σιαμάκ Ετεμάντι.
Η ταινία δανείζεται τον τίτλο της από το όνομα της βασικής ηρωίδας, της Παρί (Μελίκα Φορουτάν), μαζί με τον μεγαλύτερο σε ηλικία σύζυγό της (Σαμπάζ Νοσίρ), έρχονται στην Αθήνα από το Ιράν για να επισκεφτούν τον φοιτητή γιο τους. Αλλά ο Μπαμπάκ έχει εξαφανιστεί, σβήνοντας κάθε ίχνος πίσω του. Απελπισμένη, με λίγα χρήματα και ελάχιστες γνώσεις αγγλικών, η μητέρα του θα ξεκινήσει μια οδύσσεια στην αφιλόξενη πλευρά της μεγαλούπολης, αποφασισμένη, ό,τι, μα ό,τι κι αν συμβεί, να μη γυρίσει στην πατρίδα της με άδεια χέρια.
Αξίζει να θυμίσουμε πως το «Παρί» ήταν μία από τις ευχάριστες εκπλήξεις του περσινού καλοκαιριού, καθώς υπήρξε μία από τις λίγες ελληνικές ταινίες που κυκλοφόρησαν εν μέσω πρωτόγνωρων και αβέβαιων συνθηκών λόγω της πανδημίας, για να καταφέρει να συγκεντρώσει συνολικά περισσότερα από 5.000 εισιτήρια πανελλαδικά με μέσο όρο έξι προβολές τη μέρα.
Ο λόγος στη Μαρία Κατσουνάκη:
«Η Παρί, κάτω από το τσαντόρ*
Η ταινία ξεκινάει μέσα στο απωθητικό χάος μιας πόλης που δείχνει μάλλον αφιλόξενη για το θεοσεβούμενο ζευγάρι από το Ιράν, την Παρί και τον Φαρόκ, οι οποίοι προσγειώνονται στην Αθήνα από την Τεχεράνη για να επισκεφτούν τον φοιτητή γιο τους, Μπάμπακ. Τίποτα όμως δεν είναι όπως φαίνεται. Ούτε η πόλη ούτε οι άνθρωποι.
Εκείνη μια νέα και όμορφη γυναίκα με τσαντόρ, εκείνος ένας μεσήλικας Ιρανός, αυστηρός αλλά ευγενής και καλοπροαίρετος, βυθίζονται σε μια δαιδαλώδη νυχτερινή Αθήνα βρώμικη, απειλητική, γεμάτη γκράφιτι και συγκρούσεις στα Εξάρχεια ανάμεσα σε ΜΑΤ και αντιεξουσιαστές. Ο γιος είχε γραφτεί στο πρώτο έτος του Πολυτεχνείου αλλά δεν παρακολούθησε μαθήματα. Τρία χρόνια μετά οι γονείς του ανακαλύπτουν εμβρόντητοι, από την πρεσβεία τους στην Αθήνα, ότι αγνοούσαν την αλήθεια. Ποια είναι όμως η πραγματικότητα;
Η μητέρα αρχίζει μια απελπισμένη αναζήτηση του γιου. Καθώς ακολουθεί τα ίχνη του, υπαρκτά ή φαντασιακά, διαπιστώνει ότι ελάχιστα τον γνώριζε. Η διαδρομή αυτή είναι και μια παράλληλη δική της διαδικασία αυτογνωσίας. Η Παρί ανακαλύπτει τους δαίμονες της, κάτω από το τσαντόρ.
Ο βραβευμένος Ιρανός σκηνοθέτης Σιαμάκ Ετεμάντι, που ζει 25 χρόνια στην Αθήνα, κάνει το πρώτο βήμα του στη μεγάλου μήκους παραγωγή με την "Pari", συνδυάζοντας αντικρουόμενες ταυτότητες, με τρόπο στοχαστικό. "Οσο δύσκολη κι αν είναι η ζωή σου, όσο σκοτεινά κι αν είναι τα μονοπάτια σου, κάπου πας. Εφόσον είσαι αληθινός, κάπου θα σε βγάλει", λέει, αντλώντας από την περσική ποίηση των Σούφι και ειδικότερα του σπουδαίου Τζελαλεντίν Ρούμι.
Η "Pari" έχει ένα ασταθές έδαφος κάτω από τα πόδια της. Η Αθήνα δεν είναι η γενέτειρά του σκηνοθέτη της, όμως έχει απομακρυνθεί κι από τη χώρα του. Η πρωταγωνίστρια μητέρα (την ερμηνεύει υποδειγματικά η Ιρανογερμανίδα Μελίκα Φορουτάν) καλύπτει, κάτω από το τσαντόρ, έναν περιπετειώδη, αδέσμευτο εαυτό, που αφήνεται στο άγνωστο – αν δεν το προκαλεί κιόλας - αντιμετωπίζοντας τους φόβους του. Στροβιλίζεται σε ένα όνειρο/εφιάλτη, σύνθετο, πολυπρισματικό, όσο και η ίδια η ζωή. Το τσαντόρ ήταν το "σπίτι" της, που αιφνιδίως καταρρέει μαζί με την στερεοτυπική εικόνα ενός ευπειθούς, φιλομαθούς και σεβαστικού γιού. Την προστάτευε το μαύρο κάλυμμα εκθέτοντας μια διαφορετικότητα, στα μάτια του ανθρώπου της Δύσης, που δύσκολα προσεγγίζεις. Την καθιστούσε απροσπέλαστη. Αλλά το τσαντόρ αρπάζει φωτιά. Κυριολεκτικά και συμβολικά.
Η πόλη συνομιλεί με την Παρί. Όπως λέει ο ίδιος ο σκηνοθέτης: "Κάθε γειτονιά είναι συνδεδεμένη με ένα στάδιο της διαδρομής της: το κέντρο της πόλης αντιπροσωπεύει το κατεστημένο. Είναι εκεί με τον άνδρα της, σε ένα ξενοδοχείο. Αισθάνεται μια σχετική ασφάλεια. Τα πράγματα είναι στη θέση τους. Και αυτή είναι στη θέση της. Τα Εξάρχεια είναι ο χώρος της πολιτικής ανυπακοής. Τα κόκκινα φανάρια είναι η περιοχή της βλασφημίας και της προστυχιάς, και πάει λέγοντας. Είναι σαν η πόλη να της δείχνει τον δρόμο" ("Κ" 22/07/2020).
Το 2012 ο Σιαμάκ Ετεμάντι είχε γυρίσει τη μικρού μήκους "Cavo d’ Oro" (είχε κάνει την πρεμιέρα της, κι αυτή, εκτός Ελλάδος στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο, όπως η "Pari", πριν από ένα χρόνο στο Βερολίνο). Ένας άνδρας, μια γυναίκα, μια βάρκα και η θάλασσα. Δύο άγνωστοι άνθρωποι συναντιούνται τυχαία σε μια ερημική παραλία όπου η εσωτερική αγριότητα έρχεται σε αντίστιξη με τη φυσική αγριότητα του τοπίου: ο άνδρας γεμάτος φόβο και μοναξιά και η γυναίκα με τους δικούς της δαίμονες. "Θα έλεγα ότι η ταινία ασχολείται πιο πολύ απ’ όλα με το θέμα του φόβου και το πώς ο φόβος μπορεί (ή δεν μπορεί) να ξεπεραστεί", είχε πει τότε.
Η ιστορία της Παρί μοιάζει με συνέχεια/απάντηση. Ναι, ο φόβος μπορεί να ξεπεραστεί. Η Παρί χάνει, σταδιακά, τα πάντα. Τη δεσμευτική ταυτότητα της Ιρανής, τον άνδρα της, τον τρόπο που ήξερε να κινείται ανάμεσα στον κόσμο. Το τσαντόρ γίνεται μαντήλα και η μαντήλα επίδεσμος για τα τραύματά της.
Κι αυτή η γυναίκα, ασκεπής πια, βρίσκει σιγά σιγά τα πατήματά της, κατανοεί το διαφορετικό που το παιδί της πρώτο επέλεξε. Και το ακολουθεί. Η αναζήτηση μετατρέπεται σε αδιόρατη επιρροή, σε ανοιχτή πρόσκληση, σε μίμηση. Ο Μπάμπακ επέλεξε την "εξαφάνισή" του, σα μια μορφή ελευθερίας, χωρίς δεσμεύσεις να «γίνει κάτι», με εξάρτυση την αγάπη του στην ποίηση και στη θάλασσα.
"Τι είμαστε τελικά, αν δεν είμαστε όλα αυτά που οι άλλοι λένε ότι είμαστε;", σχολιάζει ο Σ. Ετεμάντι. "Αν δεν μένουμε στην πατρίδα που γεννηθήκαμε, αν δεν μιλάμε τη μητρική μας γλώσσα, αν ακόμη και η ιδιότητά σου ως μητέρα ή ως πατέρα δεν ισχύει πια, ποιος είσαι; Ο χαρακτήρας πρέπει να περάσει αυτά τα στρώματα της αλλαγής για να δούμε τι άλλο μένει, όταν χάσει τα πάντα".
*Το κείμενο βασίστηκε στο σχόλιο για την ταινία με τίτλο "Ούτε δαίμονες ούτε άγγελοι" που δημοσιεύτηκε στη στήλη "Αναγνώσεις", των Τεχνών, της κυριακάτικης "Καθημερινής" (26/07/2020)».
Το «Παρί» διεκδικεί συνολικά 8 βραβεία στα 12α βραβεία Ίρις της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Ένα μέρος των ταινιών οι οποίες είτε λήφθηκαν υπόψη είτε βρίσκονται υποψήφιες για βραβείο, προβάλλονται από τις 3 έως τις 9 Ιουνίου στον κινηματογράφο Cine Άνεσις . Αναλυτικές πληροφορίες θα βρείτε εδώ. Η απονομή των βραβείων θα γίνει δια ζώσης στο Θέατρο Άλσος (16/6). Όσοι δεν μπορούν να παρευρεθούν θα μπορούν να παρακολουθήσουν την τελετή ζωντανά μέσω live streaming από το κανάλι του Ιδρύματος Ωνάση στο YouTube.