Eνα τυπικό πιντερικό δράμα για τρεις: το αντρόγυνο, η Κέιτ και ο Ντίλι, και ο τρίτος άνθρωπος, η Άννα, συγκάτοικος της Κέιτ, που έρχεται να την επισκεφθεί ενώ έχουν να ιδωθούν τουλάχιστον είκοσι χρόνια. Η δράση διαδραματίζεται στις λίγες ώρες αυτής της επίσκεψης και ορίζεται εξολοκλήρου από αναδρομές στο παρελθόν. Επεισόδια από την κοινή ζωή των δύο γυναικών ανασύρονται στην επιφάνεια, υπονοούμενα για τυχόν ερωτικό δεσμό τους αιωρούνται, η ύπαρξη ή όχι οποιασδήποτε σχέσης του Ντίλι με την Άννα μένει ασαφής.
Ερωτήματα και δεδομένα τίθενται συνεχώς επί τάπητος, η οπτική του καθενός έρχεται να αναιρέσει την προηγούμενη, χωρίς τελικά τίποτα να επιβεβαιώνεται και τίποτα να διαψεύδεται. Η ατάκα της Άννας χαρακτηριστική: «Υπάρχουν πράγματα που θυμάται κάποιος ακόμη κι αν δεν έχουν συμβεί ποτέ. Καθώς τα σκέφτομαι πραγματοποιούνται». Το ασαφές φινάλε δε αφήνει τον θεατή εν κενώ. Είναι κάποια από τις δύο γυναίκες νεκρή; Πρόκειται μήπως για το ίδιο πρόσωπο, για δύο διαφορετικές «εκδοχές» της ίδιας γυναίκας;
Ο Γιάννης Χουβαρδάς ενσωμάτωσε ως νύξεις στην παράσταση αυτά τα ερωτήματα, χωρίς να τα αποσαφηνίσει ή να προκρίνει κάποια εκδοχή. Τον ενδιέφερε να εστιάσει στο θέμα της «υποκειμενικής οπτικής» απέναντι στο παρελθόν, στη σχετικότητα και τη ρευστότητα της μνήμης και ως εργαλείο επέλεξε την ταυτόχρονη κινηματογράφηση των σκηνικών δρωμένων.
Ορμώμενος από την ιδιότητα του Ντίλι, που είναι κινηματογραφιστής, εφοδίασε τη σκηνή με κάμερες προς χρήση από τους ηθοποιούς κι έτσι στην οθόνη στο βάθος της λαμβάνει χώρα μια –παράλληλη με τη σκηνική– δράση από πλάνα που εστιάζουν πολλαπλώς στα πρόσωπα, στις εκφράσεις, στα σώματα των ηθοποιών. Είναι ένα εύρημα που κάποιες φορές κουράζει, αλλά λειτουργεί ως συνεχής αναφορά στην υποκειμενικότητα του προσωπικού «βλέμματος» στα πράγματα.
Παρά την υπέρμετρη χρήση αυτού του ευρήματος, το σκηνοθετικό ενδιαφέρον δεν φεύγει από τις σχέσεις των ηθοποιών, αντιθέτως η σκηνή γεμίζει με την ενέργειά τους. Η ικανότατη ερμηνευτική τριάδα υπηρετεί στο έπακρον το ζητούμενο των πολλών και σημαντικών που υπονοούνται κάτω από το casual talking. Ο Χρήστος Λούλης κινείται υποδειγματικά στις πτυχές της πολυσύνθετης –και τελικά ίσως περισσότερο αινιγματικής από των υπολοίπων– ψυχολογίας του Ντίλι. Η Μαρία Κεχαγιόγλου ενσαρκώνει με μια υπόγεια δυναμική την ισχυρή γυναικεία παρουσία που κινείται σαν στο σπίτι της αν και φιλοξενούμενη, ενώ η Μαρία Σκουλά δίνει μια γοητευτική νωχελικότητα στον ρόλο της Κέιτ, από το παρελθόν της οποίας διεκδικούν μερίδιο οι άλλοι δύο.
Το δίδυμο σκηνικό της Εύας Μανιδάκη υπονοεί εύστοχα –με την όψη και τη χρήση του– ότι κάθε οπτική ίσως είναι ένας πανομοιότυπος καθρέφτης της προηγούμενης, ενώ και τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη συμβάλλουν υπαινικτικά στα αινίγματα που αιωρούνται επί σκηνής.
ΤΕΧΝΗΣ «ΚΑΡΟΛΟΣ ΚΟΥΝ» - ΥΠΟΓΕΙΟ Πεσμαζόγλου 5, κέντρο, 2103228706. Διάρκεια: 100΄.
Περισσότερες πληροφορίες
Παλιοί καιροί
Το πιο αινιγματικό έργο του μεγάλου Βρετανού δραματουργού φλερτάρει με την ευμετάβλητη φύση της μνήμης, τα αληθινά γεγονότα κι εκείνα που δημιουργούν ο φόβος και οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες μας.