
Η θεατρική μεταφορά του αισθηματικού μυθιστορήματος της Ντόρας Γιαννακοπούλου παρουσιάζεται στο Εθνικό Θέατρο, σε μια πολυπρόσωπη παράσταση που δυστυχώς δεν κατάφερε να μας μεταδώσει τη γοητεία που συνοδεύει το έργο ακόμη και στην τηλεοπτική του εκδοχή.

Ο,τι λάμπει δεν είναι χρυσός και ο εξαιρετικά γοητευτικός Απόστολος αποδεικνύεται πως δεν είναι ο κατάλληλος σύντροφος για την όμορφη και αθώα Αγγελικούλα, ούτε ο ιδανικός φίλος και πατριώτης, αφού εξαπατά τους πάντες και δεν διστάζει να συνεργαστεί με τους Γερμανούς κατακτητές με το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Γύρω από αυτήν την ιστορία αγάπης, η οποία αργότερα μετατρέπεται σε μίσος, πλέκεται ο ιστός του έργου, επιτρέποντας παράλληλα να φανούν η κοινωνικοπολιτική κατάσταση, τα πάθη και οι πόθοι των ανθρώπων, που αμέσως μετά τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα γεύτηκαν την πίκρα του εμφυλίου πολέμου.
Κατά τη γνώμη μου, το πιο ενδιαφέρον στο έργο και ίσως ο λόγος για τον οποίο το κοινό το αγάπησε και το οδήγησε ψηλά στη λίστα των μπεστ σέλερ είναι ο τρόπος με τον οποίο η συγγραφέας απαθανατίζει στιγμιότυπα και χαρακτήρες της ελληνικής πραγματικότητας, προσδίδοντας στην καθημερινότητά τους μια αίγλη σχεδόν μυθική, μια οξύμωρη ποιητικότητα και μια ειλικρίνεια αφοπλιστική. Όλα αυτές οι τόσο σημαντικές αρετές του βιβλίου δεν αναδείχτηκαν στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου. Δεν τονίστηκαν με τον τρόπο που έπρεπε για να παίξουν καθοριστικό δραματουργικό ρόλο.
Τόσο η θεατρική μεταφορά την οποία υπογράφουν η Ντόρα Γιαννακοπούλου και ο Θανάσης Νιάρχος όσο και η σκηνοθεσία μοιάζουν να κυνηγούν το χρόνο, προσπαθούν να τα πουν και να τα δείξουν όλα, αλλά έτσι νεκρώνουν τη θεατρικότητα. Ο ιστορικός, κοινωνικός και πολιτικός περίγυρος ίσα που αχνοφαίνεται. Η είδηση της απελευθέρωσης απλώς ακούγεται, ο έρωτας, η προδοσία και ο θάνατος απλώς συμβαίνουν…

Σε ένα αισθητικά αδιάφορο σκηνικό –δύο μαύρες πολυθρόνες και κάποια αντικείμενα στο μπροστινό μέρος της σκηνής, μια ξύλινη εγκατάσταση σαν παράπηγμα και μια σιδερένια σκάλα στο βάθος– οι ήρωες επιδίδονται σε ένα είδος σκυταλοδρομίας. Οι σκηνές διαδέχονται η μία την άλλη χωρίς να χτίζεται το συναισθηματικό υπόβαθρο των ηρώων. Οι ηθοποιοί, ακολουθώντας το γρήγορο ρυθμό της δράσης, παρουσιάζουν υφολογικά χάσματα και σε κάποιες περιπτώσεις προσθέτουν αχρείαστες φωνές και κινησιολογικές φιοριτούρες.
Ο Άλκις Κούρκουλος (Απόστολος) πατά με μεγαλύτερη σιγουριά και χτίζει πιο καθαρά το χαρακτήρα που ενσαρκώνει σε αντίθεση με τη συμπρωταγωνίστριά του Αγγελική Δημητροπούλου (Αγγελικούλα). Από το 19μελές σύνολο των ηθοποιών που συμμετέχουν στην παράσταση ξεχωρίσαμε τη Θέμιδα Μπαζάκα στο ρόλο της μητέρας της Αγγελικούλας, τον Γιώργο Κοτανίδη στο ρόλο του θείου και τη Δανάη Σκιάδη ως Εβραία ξαδέρφη που φυγαδεύεται. Ο Θέμις Πάνου, ως αστυνομικός, παρασύρεται μάλλον από το υπερβολικό κωμικό ύφος του «συναδέλφου» του Νίκου Μαγδαληνού και προσδίδει στοιχεία καρικατούρας στο ρόλο του.
Τα κοστούμια της Έρσης Δρίνη, πολύ πιο ενδιαφέροντα από ό,τι το σκηνικό, δίνουν το κλίμα της εποχής. H «Πρόβα Νυφικού» είχε δημιουργήσει προσδοκίες στο ευρύ θεατρόφιλο κοινό, αλλά η παράσταση δεν είχε μια ιδιαίτερη εικαστικά, σκηνοθετικά, ακόμη και ιδεολογικά πρόταση να καταθέσει, ικανή να γοητεύσει και να ανεβάσει τον πήχη των απαιτήσεων απέναντι σε τέτοιου είδους κείμενα.
Περισσότερες πληροφορίες
Πρόβα νυφικού
Σκαρφάλωσε στην κορυφή των μπεστ σέλερ το 1993 και τώρα μεταφέρεται στη σκηνή, για να ζωντανέψει τη ζωή, τους έρωτες και τις απογοητεύσεις μιας αστικής οικογένειας στην Κατοχή