Νέες εκθέσεις έρχονται στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και προτείνουμε να μην τις χάσετε. Το Σάββατο 8 Νοεμβρίου, από τις 6 έως τις 9 μ.μ., το ΕΜΣΤ μάς περιμένει με ελεύθερη είσοδο με αφορμή τα εικαστικά πρότζεκτ "Ελληνικός μήνας στο Λονδίνο: 50 χρόνια μετά", σε επιμέλεια Πολύνας Κοσμαδάκη, και "Θαλασσόκαμπος", σε επιμέλεια Δανάης Γιαννόγλου, Κυβέλης Μαυροκορδοπούλου.
Η πρώτη αφορά τη διοργάνωση Greek Month in London (Ελληνικός μήνας στο Λονδίνο), που πραγματοποιήθηκε τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 1975. Πενήντα χρόνια μετά, το ΕΜΣΤ παρουσιάζει μια επετειακή έκθεση που εστιάζει στο εικαστικό τμήμα του Ελληνικού μήνα το οποίο περιλάμβανε δύο εκθέσεις, την "Four Painters of 20th Century Greece (Τέσσερις ζωγράφοι της Ελλάδος του 20ού αιώνα)" και την "Eight Artists, Eight Attitudes, Eight Greeks (Οκτώ καλλιτέχνες, οκτώ αντιλήψεις, οκτώ Έλληνες)".
Η Πολύνα Κοσμαδάκη γράφει για την έκθεση
"Ο "Ελληνικός Μήνας" ήταν μια πρωτοβουλία του Γραφείου Τύπου της Ελληνικής Πρεσβείας στο Λονδίνο, υποστηρίχθηκε από το National Trust for Greece και είχε σκοπό "την παρουσίαση, στο αγγλικό κοινό, μιας εικόνας του πολιτιστικού δυναμικού της Ελλάδας σήμερα, με μια αναφορά και στις πηγές εκείνες του παρελθόντος που εξακολουθούν και επηρεάζουν, με τον ένα ή τον άλλον τρόπο την πνευματική δημιουργία γενικότερα στον ελληνικό χώρο". Η εκδήλωση περιλάμβανε δείγματα από διάφορες εκφάνσεις της πνευματικής και καλλιτεχνικής δραστηριότητας στη σύγχρονη Ελλάδα. Στο επίκεντρο των εκδηλώσεων ήταν δύο παράλληλες εκθέσεις σε επιμέλεια των Ιωακειμίδη και Rosenthal, που αφορούσαν την τέχνη του 20ού αιώνα στην Ελλάδα. H πρώτη είχε τίτλο Τέσσερις ζωγράφοι της Ελλάδος του 20ού αιώνα (Four Painters of 20th Century Greece), πραγματοποιήθηκε στην γκαλερί Wildenstein και παρουσίαζε έργα τεσσάρων από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του "ελληνοκεντρικού μοντερνισμού" : του Θεόφιλου, του Φώτη Κόντογλου, του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα και του Γιάννη Τσαρούχη. Η δεύτερη είχε τίτλο Οκτώ καλλιτέχνες, Οκτώ αντιλήψεις, Οκτώ Έλληνες (Eight Artists, Eight Attitudes, Eight Greeks), έλαβε χώρα στο Ινστιτούτο Σύγχρονης Τέχνης (ICA) και παρουσίαζε έργα οκτώ σύγχρονων καλλιτεχνών που ανήκαν ως επί το πλείστον στους Έλληνες της Διασποράς.

Στην πρώτη έκθεση του Μήνα οι επιμελητές επέλεξαν τέσσερις από τους σημαντικότερους Έλληνες ζωγράφους του 20ού αιώνα, με πρωταρχικό σκοπό να τους παρουσιάσουν σε ένα διεθνές κοινό, επιχειρώντας να συσχετίσουν το έργο τους αφενός με τη σύγχρονή τους ευρωπαϊκή καλλιτεχνική παραγωγή και αφετέρου με την πολιτισμική ιδιαιτερότητα της σύγχρονης Ελλάδας. Μια επιλογή έργων τους από τον Μεσοπόλεμο έως τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες ήταν κρεμασμένα στο αστικό περιβάλλον της γκαλερί Wildenstein της Μποντ Στριτ, με διάσπαρτα έπιπλα και τοίχους από πράσινο μετάξι. Περιλάμβανε σπάνια έργα του Θεόφιλου από τη συλλογή του Tériade, έργα του Κόντογλου κυρίως από τη δεκαετία του ’20 καθώς και έργα που είχαν παραχωρήσει, ύστερα από συνεννόηση με τους επιμελητές, ο Γκίκας και ο Τσαρούχης. Η έκθεση εικονογραφούσε τη σύνδεση της μοντέρνας τέχνης με τον βυζαντινό και τον λαϊκό πολιτισμό και την ελληνική παράδοση. Και οι τέσσερις καλλιτέχνες παρουσιάστηκαν τόσο από τους επιμελητές όσο και από τον ιστορικό τέχνης Νίκο Χατζηνικολάου, που έγραψε το κείμενο του καταλόγου, υπό το πρίσμα της ανανέωσης της σύγχρονης δημιουργίας διαμέσου στοιχείων παρμένων από την παράδοση του ελληνικού πολιτισμού και της αναζήτησης του εθνικού χαρακτήρα της ελληνικής τέχνης.

Στη δεύτερη έκθεση, στο ICA, συμμετείχαν οι Στήβεν Αντωνάκος, Βλάσης Κανιάρης, Χρύσα, Γιάννης Κουνέλλης, Λουκάς Σαμαράς, Τάκης, Κώστας Τσόκλης, Παύλος. Ήταν μια παρουσίαση Ελλήνων καλλιτεχνών που ζούσαν, δούλευαν και εξέθεταν ως επί το πλείστον στο εξωτερικό, αλλά που, σύμφωνα με τον Ιωακειμίδη, η έκφρασή τους παρέμενε "έντονα ελληνική". Κάθε καλλιτέχνης είχε έναν ενιαίο δικό του χώρο, όπου είχε δημιουργήσει ένα περιβάλλον με διάφορα έργα.
Ο λόγος γύρω από τις δύο εκθέσεις εισήγαγε στο ελληνικό καλλιτεχνικό πεδίο την συζήτηση γύρω από τον νέο προσανατολισμό του ρόλου του επιμελητή. Η σύνδεση σύγχρονης δημιουργίας με την τέχνη της μοντέρνας εποχής και η τεκμηριωμένη και κριτική παρουσίαση αντιπροσωπευτικών παραδειγμάτων της ελληνικής τέχνης του 20ού αιώνα ερχόταν στην προκειμένη περίπτωση σε αντίθεση με παλαιότερες τέτοιες εκδηλώσεις που τοποθετούνταν στη συνέχεια της ιδεολογίας του ’30. Το θέμα ήταν εδώ αποκλειστικά η ελληνική σύγχρονη τέχνη και όχι η ελληνική τέχνη ως αδιάσπαστη πολιτισμική ενότητα, με τρόπο που αντανακλούσε όχι μόνο μια νέα αντίληψη της εθνικής ιστορίας και ταυτότητας αλλά και μια νέα επιμελητική στάση.

Η στάση αυτή τοποθετήθηκε απέναντι σε ένα πολύ ουσιαστικό ζήτημα, που είχε να κάνει με την πολιτική της ταυτότητας. Ο Ιωακειμίδης και ο Rosenthal κλήθηκαν να επιμεληθούν δύο εκθέσεις με θέμα τη σύγχρονη Ελλάδα. Θέλοντας να αποφύγουν την έκθεση-επισκόπηση και τη συνεχή αφήγηση μιας εποχής και ενός πεδίου που χαρακτηρίζεται από σύνθετες διακλαδώσεις, προσέγγισαν πολυσυλλεκτικά το συγκεκριμένο εγχείρημα με έργα εκτός των δεδομένων στην Ελλάδα κατηγοριών, μέσων και ειδών, προσπαθώντας να δώσουν το στίγμα μιας πορείας από το μοντέρνο στο σύγχρονο και την εικόνα "όλης της γκάμας της κουλτούρας". Λειτούργησαν έτσι ως ανεξάρτητοι επιμελητές (με τη σημερινή έννοια του όρου), καθορίζοντας την ιεράρχηση και την ερμηνεία της σύγχρονης ελληνικής τέχνης (και) σε άμεση σχέση με το διεθνές πλαίσιο. Η προσέγγιση αυτή ήταν απόλυτα επίκαιρη και αντανακλούσε τις ζυμώσεις που γίνονταν εκείνη την εποχή στην Ευρώπη. Η περίπτωσή τους ήταν, ωστόσο, ακόμα πιο πρωτοφανής για τα ελληνικά πράγματα, και σε σχέση με αυτά μπορεί να θεωρηθεί ενδεικτική του περάσματος από τον επιμελητή που είχε ως αποστολή να εκπληρώσει την εθνική αναζήτηση και να τεκμηριώσει ή να οπτικοποιήσει τη "συνέχεια" και ήταν στην υπηρεσία του έθνους και της κυρίαρχης ιδεολογίας, στον επιμελητή ως εγγυητή-επινοητή-ενορχηστρωτή της συγχρονικότητας. Με αυτή την ιδιότητα ο Ιωακειμίδης και ο Rosenthal επιχείρησαν την "επινόηση" μιας ελληνικής σύγχρονης τέχνης. Υιοθέτησαν μια επιμελητική στάση που είχε ως στόχο όχι να κατοχυρώσει τα κοινώς αποδεκτά και αντιπροσωπευτικά όλων των κατευθύνσεων έργα αλλά να πάρει ρίσκα και να ονομάσει ελληνικό αυτό που θα εξυπηρετούσε αποτελεσματικότερα τη διάδοση αλλά και την εξέλιξη της ελληνικής τέχνης και θα εξασφάλιζε πνευματικά και υλικά ερεθίσματα για την ανάπτυξή της στο εσωτερικό της χώρας.

Σύμφωνα με τον Ιωακειμίδη, ο ρόλος του επιμελητή (όρος που, όπως διευκρινίζει, δεν χρησιμοποίησε ποτέ για τον εαυτό του) είχε να κάνει με μια δημιουργική κατασκευή και με τη σχέση μεταξύ επιμελητή και καλλιτεχνών. Θεωρώντας ότι η τέχνη "είναι αυτό που βλέπεις να προχωράει, να εξελίσσεται" και επιθυμώντας να ερευνήσει τόσο τη "χειρωνακτική" όσο και την ιδεολογική πλευρά της δουλειάς αυτής, ο ίδιος βασιζόταν στην αναζήτηση του ρηξικέλευθου και του ριζοσπαστικού έργου (με πρότυπο συχνά τον Joseph Beuys, με τον οποίο είχε πολύ στενή σχέση και συνεργασία). Επέλεξε, έτσι, για την έκθεση των "Οκτώ" -λειτουργώντας και ο ίδιος "πρωτοποριακά"- καλλιτέχνες που είχαν εποπτεία της πρωτοπορίας, Έλληνες που δεν εστιάζονταν ιδιαίτερα στην έννοια της τοπικότητας. Ορμώμενος από τον συνεχή διάλογο μαζί τους και από την παρακολούθηση της προσωπικής τους πορείας, έκανε εδώ μεμονωμένες, επιλεκτικές προτάσεις, έτσι ώστε να συντίθεται ένα πλέγμα τάσεων που αλληλεπιδρούν. Θεωρούσε ότι αυτός ο διάλογος και το αποτέλεσμα της συνεργασίας αποτελούσαν έναν εναλλακτικό τρόπο για να πάρει κανείς θέση απέναντι στην κοινωνία και τη ζωή, αλλά και για να δημιουργήσει ντοκουμέντα που θα καταγράψουν μια ιστορική συγκυρία (μιας έκθεσης την επαύριον της πτώσης της Χούντας) και ένα πνεύμα (αυτό των καλλιτεχνικών μετα-πρωτοποριών της δεκαετίας του ’70). Με αυτή την πεποίθηση ακολούθησε, μαζί με τον Rosenthal, μια ανοιχτή και μη εξαντλητική προσέγγιση, που είχε σκοπό να παραθέσει καλλιτέχνες που προκύπτουν από το ίδιο πλαίσιο, αλλά δεν έχουν δουλέψει μαζί, σε έναν διάλογο που αποκαλύπτει σχέσεις και προκαλεί παράλληλες αναγνώσεις μέσα από το διαφορετικό ιδίωμα του καθενός.
Τους έδωσε έτσι τη δυνατότητα να εντάξουν ακόμα και τους εκπροσώπους της μεσοπολεμικής γενιάς σε έναν λόγο που δεν ήταν εθνοποιητικός αλλά διεθνιστικός".
Περισσότερα για τις νέες εκθέσεις του ΕΜΣΤ εδώ.
Δείτε όλες τις εκθέσεις της πόλης στον οδηγό τεχνών του athinorama.gr
Περισσότερες πληροφορίες
Ελληνικός μήνας στο Λονδίνο: 50 χρόνια μετά
Με αφορμή την επέτειο των 50 χρόνων από το Greek Month in London (Δεκέμβριος 1975), παρουσιάζεται μία «δοκιμιακή» έκθεση έργων και ντοκουμέντων, η οποία αντλεί από συζητήσεις της επιμελήτριας με τον αναγνωρισμένο διεθνώς Έλληνα επιμελητή Χρήστο Ιωακειμίδη πριν τον θάνατό του και πρωτότυπο αρχειακό υλικό, το οποίο για πρώτη φορά παρουσιάζεται στο ευρύ κοινό. Το αφιέρωμα επιχειρεί να αναδείξει τόσο τη σημασία της επιμελητικής ματιάς των Ιωακειμίδη και Rosenthal για τη σύσταση μιας κατηγορίας «ελληνικής πρωτοποριακής τέχνης» όσο και τον ρόλο των δύο εκθέσεων στην πολιτική συζήτηση περί στρατευμένης δημιουργίας αμέσως μετά την πτώση της Χούντας. Η έκθεση πλαισιώνεται από πρωτότυπα κείμενα και εικονογραφημένο χρονολόγιο.
Θαλασσόκαμπος
Το αποτέλεσμα της δεύτερης ανοιχτής πρόσκλησης του ΕΜΣΤ για την επιμέλεια ομαδικής έκθεσης. Η έκθεση συγκεντρώνει έργα που ενσωματώνουν και συνάμα απεικονίζουν φυσικά τοπία και τις απροσδιόριστες ανθρώπινες παρεμβάσεις που αυτά προδίδουν. Τοπία ιδωμένα μέσα από υδάτινους ιριδισμούς που μοιάζουν με ανθρώπινο σώμα. Τοπία διαποτισμένα από τις τοξικές υποσχέσεις της εκβιομηχάνισης. Τοπία που προστατεύουν σώματα κρύβοντας τα. Τοπία στραγγισμένα κάτω από καυτούς ήλιους. Τοπία ερωτήσεις και αποκρίσεις.
