
Πρόσφατα ιδιωτικός χρηματοδοτικός οργανισμός δικαιολογήθηκε για τη μειωμένη στήριξή του σε ενεργό μη κερδοσκοπικό χώρο τέχνης με το επιχείρημα ότι "τώρα που υπάρχει το ΕΜΣΤ δεν χρειάζεται να υπάρχουν και τόσοι άλλοι χώροι". Κεντροευρωπαίος γνωστός καλλιτέχνης που επισκεπτόταν τη χώρα μας μετά από κάποια χρόνια και συζητούσαμε για τη αναδίπλωση που βιώνει η ανεξάρτητη πολιτιστική σκηνή (με άλλοτε δυναμικά εγχειρήματα να μην μπορούν να "μεγαλώσουν” αδυνατώντας να εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητά τους πόσο μάλλον ένα αξιόλογο πρόγραμμα με προοπτική σε βάθος χρόνου), μου απάντησε "ναι, αλλά άνοιξε το ΕΜΣΤ και έχει τόσο δραστήριο πρόγραμμα". Εγχώριοι δημιουργοί όταν κάνουν κριτική για ορισμένες επιλογές του μουσείου την εντοπίζουν στο ότι το ΕΜΣΤ μοιάζει να μην λειτουργεί ως γέφυρα γνωριμίας και εξοικείωσης του κοινού του με καλλιτέχνες που ζουν και εργάζονται εδώ και παράγουν situated εμπειρία. Τέλος τα περιορισμένα ούτως ή άλλως δημόσια ιδρύματα και διοργανώσεις της περιφέρειας για τη σύγχρονη τέχνη αναφέρονται συχνά στα "δεμένα χέρια” που έχουν λόγω της πενιχρής χρηματοδότησής τους σε σχέση με το ΕΜΣΤ.
Μήπως ζητάμε πολλά από το ΕΜΣΤ;

Jakup Ferri, We We, 2011-2024 (άποψη εγκατάστασης)
Ευγενική παραχώρηση του καλλιτέχνη, της Städtische Galerie, Νορντχόρν και Ferda Art Platform, Κωνσταντινούπολη
Οι παραπάνω ενδεικτικές στάσεις απέναντι στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης μπορεί να μη λένε και πολλά σε μια χώρα όπου η σύγχρονη τέχνη υποχρηματοδοτείται και υποεκπροσωπείται γενικότερα. 'Όπου μεγαλόσχημες εκθέσεις που απλώνονται στην πόλη υπό την αιγίδα δημόσιων φορέων επιμένουν να μην πληρώνουν τους καλλιτέχνες που συμμετέχουν, την ίδια στιγμή που το Υπουργείο Πολιτισμού δίνει μαθήματα "επαγγελματικοποίησης” στους καλλιτέχνες, ενώ οι εκθέσεις που υποστηρίζονται στο πλαίσιο των ετήσιων δημόσιων χρηματοδοτήσεων (και αντίστοιχα όσες απορρίπτονται) μοιάζουν συχνά να επιλέγονται χωρίς εμφανή κριτήρια αξιολόγησης, με ανθρώπους που παράγουν αποδεδειγμένα έργο σε βάθος χρόνου να συναγωνίζονται με συγκυριακά one-off εγχειρήματα. Από την άλλη όμως, οι εν λόγω στάσεις, που διαμορφώνονται βέβαια ερήμην του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, φωτίζουν τις ιδιαιτερότητες της τοπικής εικαστικής σκηνής και τις νέες (αν)ισορροπίες που δημιουργούνται.

Θα ήταν παράλογο και άδικο, φυσικά, να περιμένουμε από ένα μουσείο να καλύψει όλες τις ανάγκες της τοπικής σκηνής που ευτυχώς είναι πολύπλευρη και όχι μονοθεματική, και αποτελείται από πολλά μικρά και μεγαλύτερα εγχειρήματα που έχουν την ανάγκη υποστήριξης. 'Όπως διαμορφώνεται όμως το τοπίο, φαίνεται να είναι ακόμη μεγαλύτερη η ανάγκη ένας καλά χρηματοδοτούμενος δημόσιος φορές να μπορούσε να ενισχύει και άλλα σχήματα που φαίνεται να έχει ανάγκη η καλλιτεχνική κοινότητα που νιώθει ότι συρρικνώνεται όσο οι μοναδικές πηγές χρηματοδότησης έργων αρχίζουν να συνδέονται πλέον με τα ξενοδοχεία ή τις εκθέσεις που συνδέονται με τον τουρισμό.

Το ΕΜΣΤ, έχοντας πλέον κλείσει τρία χρόνια από την επανεκκίνησή του υπό τη διεύθυνση της Κατερίνας Γρέγου, έχει θέσει νέα δεδομένα σηματοδοτώντας πιθανότατα και τη μοναδική στρατηγική κίνηση της πολιτείας αυτά τα χρόνια για την ουσιαστική, σε βάθος χρόνου και γενναιόδωρη υποστήριξη της σύγχρονης τέχνης. Η ευτυχής "συγκυρία" αφενός αυτής της άνευ προηγουμένου απόφαση στήριξης, και, αφετέρου της εμπειρίας και της αποφασιστικότητας της Κατερίνας Γρέγου στο τιμόνι έθεσε τις βάσεις για να οργανωθεί και να τρέξει σωστά ένα δημόσιο μουσείο σύγχρονης τέχνης, κάτι το οποίο όπως πολύ καλά γνωρίζουμε σε αυτή τη χώρα δεν είναι καθόλου αυτονόητο και αξίζει ειδικής μνείας.
Εξωστρέφεια μεν αλλά...

Το ΕΜΣΤ φαίνεται επιτέλους να έχει γίνει γνωστό στο κοινό της Αθήνας που ενδιαφέρεται για τον πολιτισμό, επιτελώντας μία από τις αποστολές ενός δημόσιου μουσείου που είναι να ανοίγει τους ορίζοντες μας, να μας μαθαίνει καταρχάς τι είναι η τέχνη, να μας προβληματίζει, ακόμη κι αν βρεθήκαμε εκεί… παρεμπιπτόντως.
Κάνοντας έναν πρώτο απολογισμό των τριών πρώτων χρόνων του νέου ΕΜΣΤ, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το μεγαλύτερο επίτευγμα αλλά και η μεγαλύτερη αδυναμία του μουσείου εντοπίζεται στην εξωστρέφειά του. Είναι γεγονός ότι η επιλογή της διεύθυνσης για την οργάνωση κύκλων εκθέσεων που εστιάζουν εύληπτα σε επίκαιρα ζητήματα της εποχής (κράτος-έθνος και πολιτειότητα, γυναίκες, ζώα και πέρα-από-τον-άνθρωπο ζωή) και η αντίστοιχη, δυναμική επικοινωνία τους έχουν κάνει επιτέλους το ΕΜΣΤ γνωστό σε ένα μεγαλύτερο κοινό της πόλης. Είτε αυτό βρέθηκε εκεί "για τη φάση" επειδή είδε στο Tik Tok βιντεάκια ζώων να το καλούν να πάει στο μουσείο είτε επειδή είδε μια έκθεση που το αφορά και έκτοτε αναζητά σταθερά τις ξεναγήσεις των επιμελητριών, τις προβολές στην ταράτσα, τις νέες εκθέσεις (δεν είναι λίγοι οι γνωστοί μας από διαφορετικά περιβάλλοντα που έχουμε συναντήσει στο μουσείο και μας έχουν επισημάνει πόσο ουσιαστική -σχεδόν παρηγορητική- βρήκαν την επαφή τους με μια σειρά έργα, γνωστοί που συνήθως η τελευταία φορά που είχαν πάει σε μουσείο σύγχρονης τέχνης ήταν στο εξωτερικό). Το ΕΜΣΤ φαίνεται επιτέλους να έχει γίνει γνωστό στο κοινό της Αθήνας που ενδιαφέρεται για τον πολιτισμό, επιτελώντας μία από τις αποστολές ενός δημόσιου μουσείου που είναι να ανοίγει τους ορίζοντες μας, να μας μαθαίνει καταρχάς τι είναι η τέχνη, να μας προβληματίζει, ακόμη κι αν βρεθήκαμε εκεί… παρεμπιπτόντως.

Lynn Hershman Leeson, The Infinity Engine, 2014 (λεπτομέρεια)
Ευγενική παραχώρηση της καλλιτέχνιδας, της Γκαλερί Altman Siegel, Σαν Φρανσίσκο και της Γκαλερί Bridget Donahue, Νέα Υόρκη
Με ποιόν τρόπο μας εκπαιδεύει να βλέπουμε τέχνη το ΕΜΣΤ και πόσο αυτός απέχει από τη ματιά μιας γκαλερί ή ενός ιδιωτικού ιδρύματος;
Ο αντίλογος έρχεται συνήθως από το εσωτερικό της κοινότητας και αφορά σε έναν άλλο ρόλο που καλείται να παίξει το μουσείο που είναι αυτό της σε βάθος έρευνας στο τοπικό πεδίο, τη "συγγραφή”, κατά μία έννοια, της ιστορίας της σύγχρονης ελληνικής τέχνης, της πλαισίωσης του έργου των εγχώριων δημιουργών, της διερεύνησης/δημιουργίας γραμμών συγγένειας παλιών και νέων, πάντα σε διάλογο με ένα διεθνές ή καλύτερα διευρυμένο γεωγραφικά συγκείμενο. Εν ολίγοις, το με ποιόν τρόπο μας εκπαιδεύει να βλέπουμε τέχνη το ΕΜΣΤ και πόσο αυτός απέχει από τη ματιά μιας γκαλερί ή ενός ιδιωτικού ιδρύματος. Οι κύκλοι εκθέσεων με ευδιάκριτες θεματικές (όπου τα ζώα, π.χ. διαδέχονται τις γυναίκες, με όλες τις συμπαραδηλώσεις που γεννούν αντίστοιχες επιλογές) και πληθωρική διάθεση από τη μία επιτρέπουν την εξωστρέφεια από την άλλη όμως περιορίζουν την οπτική σε μια λογική εποπτείας και επισκόπησης, όπου σίγουρα θα συναντήσεις ενδιαφέροντα έργα αλλά ενδέχεται να παγιδευτείς σε μια επιδερμική θέαση, όπως είναι πιθανόν αναπόφευκτο από τη "μεγαλύτερη έκθεση του είδους που έχει γίνει ποτέ". Αντίστοιχα στην ενδελεχή αναδρομική του Θόδωρου το έργο του καλλιτέχνη παρουσιάζεται με έμφαση στην πληθωρικότητα της δουλειάς και την εξαντλητική παράθεση γλυπτών και εγκαταστάσεων, ενώ για παράδειγμα το πιο κειμενικό και σχεσιακό κομμάτι της δουλειάς παρουσιάζεται με έναν πιο διεκπαιρεωτικό ή όχι τόσο κυρίαρχο τρόπο. Εδώ, το κενό αναλαμβάνει να καλύψει το δημόσιο πρόγραμμα που συνήθως είναι καλά επιμελημένο, με ομιλίες, προβολές αλλά και στην περίπτωση του Θόδωρου παρουσίαση του αρχείου στη βιβλιοθήκη.
Αντίθετα, στο δημόσιο πρόγραμμα, είτε πρόκειται για μια συζήτηση και προβολή στο πλαίσιο του Athens Pride είτε για παλαιστινιακό σινεμά στο CineFix είναι πιο εμφανής η τριβή του μουσείου με την ιστορική στιγμή αλλά και την ανάδειξη γενεαλογιών και σχέσεων ανάμεσα στο χθες και το σήμερα που έχουν σημασία.
Ο γεωπολιτικός ρόλος του μουσείου

Σίγουρα το ΕΜΣΤ υπό την Κατερίνα Γρέγου έθεσε νέες βάσεις στην υποστήριξη των (εγχώριων) καλλιτεχνών καθιερώνοντας αξιοσημείωτες αμοιβές, αγοράζοντας ξανά έργα και φέρνοντάς τους σε επαφή με προσκεκλημένους διεθνείς επιμελητές μέσω στοχευμένων συναντήσεων που έχουν ήδη αρχίσει να αποδίδουν καρπούς βοηθώντας στη συμπερίληψή τους σε σημαντικές διεθνείς εκθέσεις. Αντίστοιχη δουλειά γίνεται και στη διευκόλυνση συμμετοχής σε residencies, ενώ πολύ σημαντική είναι η επανάληψη του open call προς νέες/ους επιμελητριες/ές δεδομένων των περιορισμένων δυνατότητων που παρέχει το πεδίο, με τα περισσότερα ισχυρά ιδρύματα να μην διαθέτουν θέσεις επιμελητών αλλά διευκολυντών (facilitators) που σπάνια έχουν εκπαιδευτεί στις ολοένα και πιο σύνθετες και πολυεπίπεδες παραμέτρους της επιμέλειας, της θεωρίας της τέχνης, της πολιτιστικής διαχείρισης, που γίνονται όλο και πιο κρίσιμες δεδομένων των διαστάσεων που παίρνει η πολιτιστική βιομηχανία στην παγκόσμια οικονομία. Μοναδική ένσταση σε αυτές τις παράλληλες δράσεις η επιλογή αποκλειστικά ξένων ή Ελληνικής καταγωγής καλλιτεχνών που δεν ζουν στην Ελλάδα για το πρόγραμμα mentorship να μοιραστούν την εμπειρία τους με ανερχόμενους/-ες Έλληνες/-ίδες που συντηρεί μια προβληματική σχέση της τοπικής με τις κυρίαρχες γεωγραφίες.
Μιλώντας για γεωγραφίες, θα είχε ενδιαφέρον η εκφρασμένη στην αποστολή του μουσείου εστίαση στη νοτιοανατολική Ευρώπη και Μεσόγειο, να είχε μια πιο ηχηρή παρουσία στο πρόγραμμα, το οποίο τουλάχιστον στο βασικό εκθεσιακό πρόγραμμα, γέρνει προς καλλιτέχνες που κατάγονται από τη Δυτική Ευρώπη ή κατοικούν και εργάζονται εκεί. Πόσο αντιλαμβάνεται κανείς επισκεπτόμενος το ΕΜΣΤ τη γεωγραφία που θέλει να συμπεριλάβει και τις διαφορετικές πιθανόν πρακτικές που ισχύουν εκεί σε σχέση με την καθιερωμένη, παγκοσμιοποιημένη (βλ. δυτική) αντίληψη της τέχνης και του ρόλου του μουσείου; Δεν θα μπορούσε η προσδοκώμενη γείωση του ΕΜΣΤ στον γεωγραφικό και γεωπολιτικό χώρο του οποίου αποτελεί μέρος να είναι πιο εμφανής δίνοντας πιθανόν ένα παράδειγμα του πώς θα μπορούσε να είναι σήμερα ένα μουσείο στην ανατολική Μεσόγειο και τα νότια Βαλκάνια;
Η εταιρικοποίησης της τέχνης και το θεσμικό πλαίσιο στην εποχή των ιδρυμάτων
'Έχουμε γράψει αρκετές φορές για τον τρόπο που το πλαίσιο μες στο οποίο μάθαμε να βλέπουμε σύγχρονη τέχνη στην Ελλάδα έχει επηρεάσει την οπτική μας και την τέχνη που παράγεται - ειδικότερα μέσω του ΔΕΣΤΕ και των ιδιωτικών γκαλερί και συλλεκτών που αποτελούσαν τη βασική πλατφόρμα και έθεταν τα αξιολογικά αλλά και κριτήρια θέασης τη δεκαετία του ‘90-'00 και πώς αυτό με τις αλλαγές που επέφερε η κρίση συνεχίζει να παραμένει ισχυρό με έναν διαφορετικό τρόπο σήμερα καθώς το ευρύτερο κοινό "καλλιεργείται" ως επί το πλείστον με δημόσια προγράμματα μέσα από ιδιωτικά ιδρύματα. Στον συλλογικό τόμο "Η τέχνη στην Ελλάδα. Το θεσμικό πλαίσιο μετά το 1945” (εκδόσεις University Studio Press, επιμ. Αρετή Αδαμοπούλου), η ιστορικός τέχνης Ειρήνη Γερογιάννη πιάνει το νήμα από ακόμη πιο πίσω, καθώς ερευνά την υποκατάσταση των κρατικών φορέων από τους ιδιωτικούς και τις Θεσμικές συμβολές στην κατασκευή του πεδίου της σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα, κάνοντας μια αναδρομή "Από τον Δεσμό στο ΔΕΣΤΕ". Υποστηρίζει ότι "τα δύο αυτά θεσμικά όργανα διακρίνονται για την κοινή τους στρατηγική: οι ιδρυτές τους καλλιέργησαν προσωπικές σχέσεις με τους σύγχρονους καλλιτέχνες που επέλεξαν να προωθήσουν, διαμόρφωσαν το πεδίο παρουσίασης του σύγχρονου έργου τέχνης και, εντέλει, συντέλεσαν στη δημιουργία μιας εταιρικής ταυτότητας, ενός brand, της σύγχρονης τέχνης που ευνοούσε συγκεκριμένες φόρμες, αναγνώσεις και μεθόδους προσέγγισης.

if you need me i’ll be pretending things will be different this time, 2019
Από την σειρά Niche Content for Frustrated Queers
Ευγενική παραχώρηση της καλλιτέχνιδας και της γκαλερί Arcade, Λονδίνο
Η Γερογιάννη παρουσιάζει πώς "η εξέλιξη της κατασκευής της σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα, από τον Δεσμό στο ΔΕΣΤΕ, θα αποτυπωθεί στην εννοιολόγηση του πεδίου ως τόπου παραγωγής εμπορικών και τουριστικών προϊόντων", όπου δίνεται προτεραιότητα στην επικοινωνιακή διάσταση των έργων και στην εδραίωση του φορμαλιστικά νέου ως συνεχιζόμενα ενδιαφέρον, στο πλαίσιο της σταδιακής εταιρικοποίησης της τέχνης. Καταλήγει στο ότι είναι επείγον να ξεκινήσει μια συζήτηση για το θεσμικό πλαίσιο που έχει διαμορφωθεί, ειδικότερα με την εισαγωγή όλο και περισσότερων ιδιωτικών ιδρυμάτων στη σύγχρονη καλλιτεχνική σκηνή, χωρίς βέβαια η ελληνική περίπτωση να αποτελεί εξαίρεση, καλώντας μας να σκεφτούμε "πώς η ιστορία της τέχνης δύναται να προσφέρει το πλαίσιο εκείνο που θα επιτρέψει στους επιμελητές, κριτικούς και μελετητές της σύγχρονης τέχνης να εργαστούν, ανεξάρτητα από το σύστημα που ευνοεί και προάγει την εικόνα, τη φόρμα και το θέαμα έναντι πολιτικά και κριτικά προσανατολισμένων τοποθετήσεων, ώστε να επηρεάσουν μια τέτοια παροντική και μελλοντική αλλαγή".

Είναι κρίσιμο για το ΕΜΣΤ, ειδικά μες στο πλαίσιο της δύναμής του και του σχεδόν μονοπωλίου ως προς τη διαμόρφωση της συνείδησης περί σύγχρονης τέχνης, αλλά και για κάθε δημόσιο θεσμό να υποστηρίξει ακόμη περισσότερο και εναλλακτικές στην κυρίαρχη οπτική.
Με αυτό το δεδομένο είναι κρίσιμο για το ΕΜΣΤ, ειδικά μες στο πλαίσιο της δύναμής του και του σχεδόν μονοπωλίου ως προς τη διαμόρφωση της συνείδησης περί σύγχρονης τέχνης, ελλείψει άλλων δημόσιων κραταιών φορέων με τους οποίους θα μπορούσε να υπάρχει ένας ουσιαστικός και δυναμικό διάλογος, αλλά και για κάθε δημόσιο θεσμό να υποστηρίξει ακόμη περισσότερο και εναλλακτικές στην κυρίαρχη οπτική, να συνδιαλλαγεί με την κοινότητα, να αφουγκραστεί τις ανάγκες πλαισίωσης και υποστήριξης του πεδίου στο σύγχρονο τοπικό και διεθνές συγκείμενο και να μας "εκπαιδεύσει” αλλιώς. Στην όχι εύκολη και χωρίς συνταγές αυτή αποστολή, η εξωστρέφεια που συχνά γίνεται στόχος κριτικής δεν είναι αμελητέα. 'Όπως ξέρουμε πλέον σημερα όσες βρεθήκαμε να ασχολούμαστε με τη σύγχρονη τέχνη βλέποντας την έκθεση της συλλογής του Δάκη Ιωάννου από το ΔΕΣΤΕ "Νέο είναι καθετί ενδιαφέρον" στο Εργοστασιο της ΑΣΚΤ το 1996 μπορεί να χρειάστηκαν χρόνια τριβής και έκθεσης σε διαφορετικά παραδείγματα και αναστοχασμού, από την άλλη δεν θα ήμασταν εδώ σήμερα αν δεν είχε ανοίξει εκείνη η πόρτα. Η είσοδος όμως παραμένει η αρχή, από εκεί και πέρα η κατανόηση που έρχεται με την ωρίμανση, με την έκθεση σε πιο σύνθετες εννοιολογήσεις της τέχνης και του ρόλου της στην κοινωνία είναι εξίσου κρίσιμες και αυτές προσδοκούμε και αναμένουμε ακόμη πιο έντονα από τους δημόσιους θεσμούς όσο η τέχνη εταιρικοποιείται ακόμη περισσότερο.