Από την Σοφία Χρυσαφοπούλου, Ιστορικό τέχνης
Από το κατώφλι της γκαλερί Βernier / Eliades, διακρίνεις μόνο σκοτάδι. Η αίθουσα μέσα μοιάζει άδεια αλλά στην πραγματικότητα αποτελεί έναν από τους λίγους χώρους τέχνης που άνοιξαν τις θύρες τους κατά την επανεκκίνηση. Στους τοίχους της γκαλερί περιπλανιέται το σύμπαν του Τσαρλς Σάντισον με computer-generated βιντεοπροβολές και οθόνες να συστήνουν την τελευταία ενότητα έργων του διεθνώς αναγνωρισμένου σκωτσέζου εικαστικού στο κοινό.
Το «Garden of Light» (έως 31/1) αποτελεί την τρίτη ατομική έκθεση του Σάντισον στην γκαλερί του Θησείου και η πρόκληση είναι γνώριμη σε όσους έχουν επισκεφθεί τις προηγούμενες: έλα να βυθιστείς σε ένα σύμπαν που παράγεται ατέρμονα από αλγόριθμους.

Στην πρώτη αίθουσα διαχέεται παντού το κύριο έργο της έκθεσης, το «Et in Arcadia Ego», ένα συμπαντικό πλέγμα λέξεων, αριθμών και συμβόλων που απλώνεται στους τοίχους, το ταβάνι, την πόρτα και τις γωνίες, περικυκλώνοντας τον θεατή. Ο τίτλος παραπέμπει σε μια φράση με ποικίλες ερμηνείες στη λογοτεχνία και στη ζωγραφική, με κυριότερη αναφορά στον Νικολά Πουσέν. Ο Πουσέν αναφερόταν στην ονειρική θεώρηση της άγριας φύσης που περιβάλλει τον άνθρωπο, ενόσω εκείνος ζει σε απόλυτη αρμονία μαζί της· πλέον, η φύση αντικαθίσταται από την τεχνολογία και τους αλγόριθμος που ο Σάντισον χρησιμοποιεί για να παράξει έργα.
Στοιχεία από τη γλώσσα των υπολογιστών μαζί με λέξεις που παραπέμπουν σε ενστικτώδεις ανάγκες και πάθη της ανθρώπινης φύσης (eat, peace, love, pain, evil) κινούνται αργά στον χώρο και ενίοτε συγχωνεύονται για να σχηματίσουν μορφές. Μέσω της απεικόνισης των λέξεων, μια πρακτική στην οποία βασίζονται αρκετές εγκαταστάσεις του Σάντισον, ο θεατής καλείται να συντάξει λογικές ερμηνείες για την πραγματικότητα.

Καθώς προχωρά στην αίθουσα, ο επισκέπτης συναντά την προβολή «Good and Evil and Yes and No», ένα έργο που «ζωγραφίζει» τον παγκόσμιο χάρτη με το διπλό (αρχετυπικό) δίπολο του τίτλου ώστε να δείξει την αιώνια διαμάχη ανάμεσα στο καλό και το κακό, στην άρνηση και την κατάφαση. Σύμφωνα με τον καλλιτέχνη, οι λέξεις κινούνται βάσει ενός γενετικού κώδικα παρόμοιου με αυτόν των μικροοργανισμών, όπως είναι τα βακτήρια, που επίσης χρονολογούνται από τη γέννηση του πλανήτη.
Στην άλλη μεριά του δωματίου, προβάλλεται το έργο «Male and Female»: δύο κάθετες οθόνες αποκαλύπτουν σταδιακά γυναίκες και άνδρες που ανταποκρίνονται στα πρότυπα ομορφιάς ανά την ιστορία, ξεδιπλώνοντας μια αφήγηση για την έμφυλη αναπαράσταση του «ωραίου», όπως αυτό ορίστηκε κι εκφράστηκε στη γλυπτική κατά την κλασική αρχαιότητα. Εν προκειμένω, πρόκειται για εικόνες δημιουργημένες από ψηφιακά γράμματα, κι όχι από μάρμαρο, οι οποίες παραπέμπουν περισσότερο σε άβαταρ.
Στην επόμενη αίθουσα, το έργο «Origin II» συνιστά μια αναμέτρηση θρησκείας και επιστήμης. Προβάλλει κείμενα από τη Βίβλο και από την «Καταγωγή των ειδών» του Κάρολου Δαρβίνου, ένα βιβλίο γνωστό για τις εξηγήσεις που δίνει σχετικά με την προέλευση της ανθρωπότητας. Οι λέξεις κινούνται αλλάζοντας διαρκώς τη μορφή του κειμένου. Τέλος, η περιήγηση στην έκθεση ολοκληρώνεται με το έργο «Woman in a Blue Dress» σε φωτεινή οθόνη, το οποίο κατά τον Σάντισον συνιστά μιαν αναφορά στην ιδέα της απώλειας και της θλίψης που πλέκονται σε έναν υφασμάτινο ιστό και ως σύμβολα εγγράφονται στη μνήμη.
Στο «Garden of Light», ο επισκέπτης ψάχνει ερμηνείες και σκέψεις, καθώς οι αλγόριθμοι αποκαλύπτουν αργά, σχεδόν υπνωτιστικά, τον σκοπό τους. Βυθίζεται, γίνεται κι αυτός ένα μικρό ψηφίο μες στον αχανή όγκο των δεδομένων που πλανιούνται γύρω του.
Γλώσσα, μορφή, αρχιτεκτονική και κίνηση είναι τα δομικά συστατικά στο ψηφιακό σύμπαν του Σάντισον κι η συνολική πρόσληψη της έκθεσης «Garden of Light» μοιραία παραπέμπει στο δίλημμα που είχε θέσει ο ιστορικός τέχνης Νίκολας Σερότα, στο βιβλίο του «Εμπειρία ή Ερμηνεία;», σχετικά με τη φύση των εκθέσεων στη μετά-μοντέρνα συνθήκη. Η πλάστιγγα γέρνει προς την εμπειρία στην προκειμένη περίπτωση, αλλά ο θεατής δεν αναμετράται παθητικά με την έκθεση· πέρα από τα μάτια, χρησιμοποιεί και το μυαλό.
Ψάχνει ερμηνείες και σκέψεις, καθώς οι αλγόριθμοι αποκαλύπτουν αργά, σχεδόν υπνωτιστικά, τον σκοπό τους. Βυθίζεται αργά στο σκοτάδι που έβλεπε πρωτύτερα από το κατώφλι της γκαλερί, γίνεται κι αυτός ένα μικρό ψηφίο μες στον αχανή όγκο των δεδομένων που πλανιούνται γύρω του. Εναρμονίζεται τόσο με τον χώρο αυτόν, που νιώθει οικεία, γαλήνια και για μια στιγμή ξεχνά τους καταιγιστικούς ρυθμούς της πραγματικής ζωής, αυτής που εξακολουθεί και συνεχίζεται έξω από αυτό το κατώφλι.
Βernier-Eliades | Έως 31/1 | Τρ.-Παρ.: 10.30 π.μ.-6.30 μ.μ., Σάβ.: 12 μ.-4 μ.μ. | Είσοδος ελεύθερη | Επίσκεψη μόνο κατόπιν ραντεβού με επικοινωνία στο bernier@bernier-eliades.com