Ουσιαστικές αναβιώσεις παραγωγών σημαντικών λυρικών έργων ("Φόνισσα" του Κουμεντάκη - "Κρητικοπούλα" του Σαμάρα)

Οι επαναλήψεις αξιομνημόνευτων παραγωγών δύο σημαντικών ελληνικών λυρικών έργων ξεχώρισαν μέσα στην πληθώρα των -όχι πάντοτε «εορταστικών», λόγω πανδημίας- μουσικών εκδηλώσεων του Δεκέμβρη.

Φόνισσα

Στις 30/12 ολοκληρώνονται οι τέσσερις παραστάσεις της όπερας "Φόνισσα" του Γιώργου Κουμεντάκη, που ανέβηκε για πρώτη φορά στην "Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος" της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο ΚΠΙΣΝ. Η πρεμιέρα της 3/12 καλύφθηκε ευρέως από τον εξειδικευμένο διεθνή -προεξαρχόντως γαλλικό- τύπο, ενώ βιντεοσκοπήθηκε από το MEZZO, το κορυφαίο παγκοσμίως τηλεοπτικό δίκτυο για την κλασική μουσική, την όπερα και τον χορό, όπου και προβλήθηκε στις 12/12.


Ο εντυπωσιακός διεθνής αντίκτυπος -απόδειξη αυτού που ο λιμπρετίστας του έργου Γιάννης Σβώλος αποκάλεσε ως την "ευκαιρία που δίνει η παγκοσμιοποίηση στον Ελληνικό μουσικό πολιτισμό"- λέει πολλά για την απήχηση που μπορεί να έχει η σύγχρονη ελληνική δημιουργία σ’ένα κοινό ελάχιστα εξοικειωμένο με την εγχώρια λογοτεχνία και μουσική.


7 χρόνια μετά την παγκόσμια πρώτη του έργου στην "Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη" του Μεγάρου Μουσικής και 5 μετά το τελευταίο του ανέβασμα στον ίδιο χώρο, η εκ νέου παρακολούθησή του άμβλυνε μεν το σοκ της πρώτης ανακάλυψης, αλλά επιβεβαίωσε ευχερώς την ποιότητα των βασικών του συνιστωσών.


Την με στέρεη γνώση και οξεία αντίληψη, κυρίως δε με σεβασμό στην ιδιαίτερη προσωδία και σαφή δραματουργική συνοχή συμπύκνωση από τον Σβώλο της πλοκής της νουβέλας του Παπαδιαμάντη σε ένα ποιητικό κείμενο. 


Τη δημιουργική μετουσίωση από τον Κουμεντάκη της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής μέσα από μια προσωπική, σύγχρονη γραφή. Η εντυπωσιακά πλούσια ενορχήστρωση συνδύασε ελάχιστα, επαναληπτικά στοιχεία (ουσιαστικά "ένα ισοκράτημα με πολλά ποικίλματα") με τολμηρές, ευφάνταστες εναλλαγές μουσικών/ηχητικών εκπομπών, διεσπαρμένων σε όλον το σκηνικό χώρο. Αυτό το πραγματικά υπνωτιστικό, αλλόκοτα αρχέγονο ηχητικό σύμπαν έδινε υπόσταση στο μυστήριο ενός πολύπλοκου, σκοτεινού ψυχικού κόσμου, δικαιώνοντας την συνειδητή επιλογή του συνθέτη να αποτυπώσει την ιστορία της Φραγκογιαννούς όχι ρεαλιστικά, αλλά ως μουσικό ψυχογράφημα. 


Την ιδανική υποστήριξη της -αναπτυγμένης κυρίως ως εναλλαγής υποβλητικών, κορεσμένων από συναίσθημα ατμοσφαιρών- μουσικής δραματουργίας σε σκηνικό επίπεδο. Η δεδομένης αφηγηματικής σαφήνειας σκηνοθεσία του Αλέξανδρου Ευκλείδη αναπαρέστησε ευφυώς τον ψυχικό κόσμο της ηρωίδας μέσα από τον διαρκή εγκλωβισμό της σε επίμονες μνήμες και κάθε λογής φόβους/εφιάλτες. Κρίσιμη στάθηκε εδώ η ευθεία προσαρμογή του σκηνογραφικού χώρου -μια έξοχα αφαιρετική, μονοτοπική εγκατάσταση του Πέτρου Τουλούδη, που απεικόνιζε ένα είδος οικισμού λαϊκής αρχιτεκτονικής, κοντά στο υγρό στοιχείο- με την εξέλιξη της ψυχοσύνθεσης της Φραγκογιαννούς, δια της περιστροφής του σκηνικού τόπου και της πραγματικότητας ανάλογα με το φορτισμένο ψυχικό της τοπίο.


Το αβίαστα οικείο εικαστικό σύμπαν συμπλήρωσαν -σε ένα ακόμη πειστικό πάντρεμα του ρεαλιστικού με το ψυχολογικό στοιχείο!- τα ημιαφαιρετικά κοστούμια εποχής που σχεδίασε ο Τολούδης με την Ιωάννα Τσάμη και οι υποβλητικοί φωτισμοί του Βινίτσιο Κέλι.

Φόνισσα
Από την Α’ Πράξη της "Φόνισσας" του Κουμεντάκη ("Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος" ΕΛΣ στο ΚΠΙΣΝ, 3/12): η Φραγκογιαννού (Τζούλια Σουγλάκου) και η κόρη της Κρινιώ (Μαριλένα Στριφτόμπολα) ξενοπλένουν υπό το καχύποπτο βλέμμα των εύπορων γειτονισσών  


Μεγαλύτερο ενδιαφέρον είχε για όσους ήδη γνώριζαν την παραγωγή η εκ νέου ακρόαση της όπερας. Η "Φόνισσα" είναι ένα δύσκολο μουσικό έργο, από πλευράς τόσο οργάνωσης του μουσικού υλικού και συντονισμού των εμπλεκόμενων δυνάμεων (πολυάριθμων μονωδών, τριών χορωδιακών συνόλων, γυναικείου πολυφωνικού κουαρτέτου που τραγουδάει ηπειρώτικα μοιρολόγια, ορχήστρας, 3 μουσικών επί σκηνή!) όσο και επίτευξης ηχητικής ισορροπίας. Το μικρό αυτό άθλο έφερε και πάλι σε πέρας ο -πρώτος διδάξας- αρχιμουσικός Βασίλης Χριστόπουλος, που …κατάφερε, πάντως, να φωτίσει διαφορετικά την παρτιτούρα, δίνοντας λιγότερη έμφαση στη ρυθμική ακρίβεια και μεγαλύτερη στα ηχοχρώματα, τη ροή και τις ατμόσφαιρες (λυρικές, θρίλερ) της μουσικής! 


Και σίγουρα σε μια τέτοια "νέα" οπτική ταίριαξε εντελέστερα η λιτή, εσωτερική Φραγκογιαννού της μεσοφώνου Μαίρης-Έλεν Νέζη, που δεν διέθετε, φυσικά, ούτε το σκούρο τίμπρο της Ειρήνης Τσιρακίδου ούτε την εξπρεσιονιστική ένταση της Τζούλιας Σουγλάκου, πρωταγωνιστριών στα αρχικά ανεβάσματα. 


Τούτη η τρίτη αναβίωση ξεχώρισε και για την πιο ισορροπημένη συνολικά διανομή (από την οποία αξίζει να μνημονευθεί η Μαρουσώ της υψιφώνου Άννας Στυλιανάκη) και για το πιο ακριβώς αρθρωμένο χορωδιακό τραγούδι και για την εν γένει πιο ολοκληρωμένη παραγωγή στη νέα, υπερσύγχρονη στέγη της Λυρικής.
Εν κατακλείδι, η "Φόνισσα" ανανέωσε, με άλλους ίσως όρους, το ισχυρό πολιτιστικό της αποτύπωμα. Σταθερά επίκαιρο λόγω της έξαρσης της ποικιλόμορφης "βίας" στην ελληνική κοινωνική δυναμική, το μυθιστόρημα του Παπαδιαμάντη μεταφράσθηκε περίτεχνα σε όπερα. Συγκεράζοντας τόσο γόνιμα τη ντόπια παράδοση με τη δυτική συμφωνική μουσική εντάσσεται συνειδητά στην αέναη προσπάθεια γείωσης του αιτήματος της περίφημης "ελληνικότητας" στη σύγχρονη εποχή...

Κρητικοπούλα
Η Κοντέσα (Μαριλένα Στριφτόμπολα – κέντρο) συνέρχεται μετά το ατύχημά της, υποβοηθούμενη από την Αρετούσα/Μανωλιό (Ελένη Βουδουράκη – αριστερά) και τον Παύλο (Κωνσταντίνο Κληρονόμο – δεξιά): στιγμιότυπο από την Α’ Πράξη της κωμικής όπερας "Η Κρητικοπούλα" του Σαμάρα (θέατρο "Ολύμπια", 23/12)


Αναλογιών τηρουμένων, ένα πρώτο πάντρεμα αρμονικών παραδοσιακών και ευρωπαϊκών ακουσμάτων παρατηρήθηκε και στην τρίπρακτη κωμική όπερα του Σπυρίδωνος-Φιλίσκου Σαμάρα "Η Κρητικοπούλα" (1916), που ανέβηκε για 6 παραστάσεις, κατά την περίοδο των Χριστουγέννων, από τον ΟΠΑΝΔΑ στο "Ολύμπια – Δημοτικό Μουσικό Θέατρο Μαρία Κάλλας" της Αθήνας. 


Η ένταξή της στον κύκλο λυρικού θεάτρου "Ελληνική Επανάσταση" ήταν μάλλον ατυχής, καθώς η μόνη σχέση με τη φετινή 200ή επέτειο από το 1821 έγκειται στο ότι το έργο κάνει αναφορά στην "σκλαβωμένη" κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας Κρήτη και στη χαριτωμένη προσπάθεια παραχώρησης προνομίων στους Κρητικούς. Κατά τα λοιπά, η όλη, ανάλαφρη πλοκή εμπεριέχει άφθονα κωμικά στοιχεία, ανατροπές καταστάσεων και happy end μέσα σε μια πανηγυρική ατμόσφαιρα …ερωτικής και ειρηνικής συμφιλίωσης μεταξύ Κρητικών και Βενετών!


Βέβαια, η "Κρητικοπούλα", τελευταίο έργο μιας άτυπης τριλογίας οπερετών που ο Σαμάρας συνέθεσε από την εγκατάστασή του στην Αθήνα το 1911 και έως τον θάνατό του (1917), είχε μια πολυκύμαντη διαδρομή στα περίπου 28 χρόνια κατά τα οποία παίχθηκε –σποραδικά- μέχρι το 1944, όταν αποδόθηκαν αποσπάσματά της από την ΕΛΣ. Αυτήν ανέλυσε εναργώς ο Καθηγητής θεατρολογίας Μανώλης Σειραγάκης στο άρθρό του που φιλοξενήθηκε στο πρόγραμμα της παράστασης, εστιάζοντας κυρίως στην ένταξη του έργου στη διαμάχη φιλοβασιλικών-φιλοβενιζελικών ή ακόμη σε αυτήν ανάµεσα στην τότε αναδυόμενη Εθνική Μουσική Σχολή και σε εκπροσώπους της άλλοτε Επτανησιακής ομολόγου της: η πρεμιέρα της "Κρητικοπούλας" έλαβε χώρα λίγες μέρες μετά από αυτήν του "Πρωτοµάστορα" του Καλομοίρη!


Μετά το 1944, το έργο περιέπεσε σε αφάνεια μέχρι το 2011, όταν ολοκληρώθηκε η πλήρης αποκατάσταση μουσικής και λιμπρέτου από τον μουσικολόγο Γιάννη Τσελίκα. Σε αυτήν βασίσθηκαν τόσο η κοντσερτάντε παρουσίασή της στο Μέγαρο όσο και το σκηνικό ανέβασμα στην Εθνική Λυρική Σκηνή λίγους μήνες αργότερα. Την αναβίωση αυτής της παραγωγής (που επαναλήφθηκε το 2012) σε σκηνοθεσία Πέτρου Ζούλια πρότεινε εν προκειμένω ο ΟΠΑΝΔΑ.


Και ήταν καθ’όλα ενδεδειγμένη και επιτυχής η απόφαση του καλλιτεχνικού διευθυντή του θεάτρου "Ολύμπια" Ολιβιέ Ντεκότ να ξαναπαρουσιασθεί το τόσο αξιόλογο έργο, και μάλιστα με διπλή διανομή νέων Ελλήνων μονωδών. Μακάρι τα "Ολύμπια" να αποτελέσουν εφαλτήριο δοκιμασίας και εξέλιξης των νεώτερης γενιάς καλλιτεχνών σε μια χώρα που διαθέτει ένα μόνο λυρικό θέατρο!


Σε ένα ευπρόσδεκτα κιτς σκηνικό "κλασικών εικονογραφημένων" (που υπέγραψε, όπως και τα κοστούμια, η Αναστασία Αρσένη), ο σκηνοθέτης Πέτρος Ζούλιας έστησε μιαν παράσταση ανάλαφρη και σφιχτή, ενώ καθοδήγησε άψογα, με μοναδικό θεατρικό ρυθμό, μια ομάδα ικανότατων ερμηνευτών, μονωδών, χορωδών και χορευτών (κινησιολογία: Φώτης Διαμαντόπουλος)!

Κρητικοπούλα
Η εναρκτήρια εικόνα από την κωμική όπερα "Η Κρητικοπούλα" του Σαμάρα που ανέβηκε στο "Ολύμπια" Δημοτικό Μουσικό Θέατρο Αθηνών (23/12)


Από μουσικής άποψης, επιβεβαιώθηκε η ανάμνηση ενός έργου σπάνιου μελωδικού πλούτου, που διεκδικεί επάξια περίοπτη θέση στο εθνικό λυρικό ρεπερτόριο. Όπως έχει γράψει εύστοχα ο Βύρων Φιδετζής (που επιμελήθηκε το μουσικό υλικό της αναβίωσης), ο Σαμάρας "αντιπροσωπεύει τον απόλυτο τύπο της ελληνικής ατομικότητας, της τείνουσας προς το οικουμενικό". Μπορεί η μουσική της "Κρητικοπούλας" να μην είναι "ελληνική μουσική", αλλά συμπυκνώνει και μεταλαμπαδεύει ελληνικά ακούσματα, από την αξιοποίηση στοιχείων της εγχώριας μουσικής παράδοσης (τρόπους και ρυθμούς) και δη αυτής των Επτανήσων (π.χ. στη γραφή για τα χάλκινα) μέχρι την αυτόνομη ορχηστρική επεξεργασία των παραδοσιακών χορών (πεντοζάλης), ή ακόμη τη δυτικότροπη χορωδιακή εναρμόνιση του αναστάσιμου τροπαρίου "Χριστός Ανέστη"!


Η παράσταση της 23/12, που παρακολουθήσαμε, απογειώθηκε από την έξοχη, αέρινη και ρυθμομελωδικά ακριβή διεύθυνση του Ανδρέα Τσελίκα, ικανότατου αρχιμουσικού που αξιοποιείται αντιστρόφως ανάλογα της αξίας του από τις σκηνές και τις ορχήστρες μας. Η διαφάνεια ήχου, ο παλμός της διεύθυνσης και ο τρόπος συνοδείας αποτέλεσαν …μάθημα διεύθυνσης ορχήστρας στην οπερέτα! Όχι τυχαία, υποδειγματικές ήχησαν τόσο η Συμφωνική Ορχήστρα όσο και η Χορωδία του Δήμου Αθηναίων (διδασκαλία: Σταύρος Μπερής).


Της πολύ ισορροπημένης και ευχάριστα νεανικής διανομής ηγήθηκαν η μεσόφωνος Ελένη Βουδουράκη και ο τενόρος Κωνσταντίνος Κληρονόμος, μουσικοθεατρικά άρτιοι Αρετούσα/Μανωλιός και Παύλος αντίστοιχα.


Την παράσταση, πάντως, έκλεψαν η σπαρταριστή Δούκισσα της υψιφώνου Τζούλιας Σουγλάκου και ο υποδειγματικός Μιχάλης του τενόρου Χρήστου Κεχρή. Φωνητικά ανεπίληπτη, αλλά υποκριτικά μάλλον αμήχανη υπήρξε η Κοντέσα της υψιφώνου Μαριλένας Στριφτόμπολα.


Τον κομβικό ρόλο του Φουρλάνου απέδωσε με κέφι, μέτρο αλλά και ωχρό τραγούδι ο βαρύτονος Μάριος Σαραντίδης, ενώ κάπως κουρασμένος φωνητικά ήχησε ο πειστικός θεατρικά Δούκας του βαθύφωνου Διονύση Τσαντίνη. Η φωνή και η σκηνική παρουσία του βαρύτονου Παύλου Πανταζόπουλου (Δον Πλάσιντο) άφησαν υποσχέσεις για βαρύτερες αναθέσεις.


Και μία παρατήρηση: με δεδομένη τη σοβαρότητα που ήδη επενδύεται σε όλα τα επίπεδα για να αποκτήσει το θέατρο "Όλύμπια" διακριτό ρόλο στα μουσικά πράγματα της πρωτεύουσας, προκαλεί έκπληξη η πληθώρα λαθών στην ενότητα "Συντελεστές" του καθ’όλα αξιόλογου προγραμματικού τομιδίου. Μία καλύτερη επιμέλεια κειμένων επιβάλλεται άμεσα…
 

Διαβάστε ακόμα

Τελευταία άρθρα Μουσική

Το "Piaf! The Show" έρχεται στο Δημοτικό Θέατρο Λυκαβηττού

Όλα τα λατρεμένα τραγούδια της απόλυτης ντίβας θα μάς ταξιδέψουν στους σταθμούς της πολυτάραχης ζωής της, υπό την ερμηνεία της Nathalie Lermitte.

ΓΡΑΦΕΙ: ATHINORAMA TEAM
26/04/2024

Μία συναρπαστική μουσικά "Σταχτοπούτα" & μία σπουδαία τσελίστα (Εμμ. Μπερτράν) στο "Ολύμπια"

Οι δύο πολύ ωραίες βραδιές, που απόλαυσαν οι φιλόμουσοι σε διάστημα μόλις ενός μήνα στο "Ολύμπια" Δημοτικό Μουσικό Θέατρο της Αθήνας, έδωσαν τροφή για σκέψη όσον αφορά τις προοπτικές και τη θέση του θεσμού στα μουσικά μας πράγματα.

Release Athens 2024: Beak> και Mount Kimbie την ίδια μέρα με τους Massive Attack

Το συγκρότημα του Geoff Barrow, των μοναδικών Portishead, και το λονδρέζικο γκρουπ σε μια από τις πιο απολαυστικές βραδιές του φετινού καλοκαιριού.

"Φως! Ω, πού είναι το φως;": Τραγούδια σε ποίηση του Ραμπιντρανάτ Ταγκόρ

O ποιητικός κόσμος του μεγάλου Ινδού στοχαστή Ραμπιντρανάτ Ταγκόρ αποκαλύπτεται στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.

Piano City Athens 2024: Οι γειτονιές της Αθήνας πλημμυρίζουν ξανά με μουσική

Δείτε το αναλυτικό πρόγραμμα του φεστιβάλ που γεμίζει μελωδίες τις γειτονιές της πρωτεύουσας με 100 κοντσέρτα πιάνου.

Sivert Hoyem, θα γράψεις ποτέ τραγούδι στα Νορβηγικά;

Μιλήσαμε με τον frontman των Madrugada όσο βρισκόταν στη Δρέσδη με τη σόλο club show περιοδεία του, την οποία φέρνει στην Αθήνα, με αφορμή το νέο άλμπουμ του "On an Island".

Η Μαρίνα Σάττι μάς δίνει ραντεβού στην Τεχνόπολη

Η Μαρίνα υπόσχεται να μας μεταφέρει στο εθιστικό καλλιτεχνικό σύμπαν της.