Η «Φόνισσα» επιστρέφει στη Λυρική, μετά το πρώτο ανέβασμά της στο Μέγαρο Μουσικής. Τι καινούργιο, πιστεύετε, ότι θα προσθέσει αυτό;
Όταν ένα έργο αφήνει ένα δυνατό αποτύπωμα στην πρώτη συνάντησή του με το κοινό, στη συνέχεια κατά κανόνα αυτονομείται από τους δημιουργούς του και τις αρχικές προθέσεις τους και, κατά κάποιον τρόπο, ακολουθεί δικό του δρόμο, τρέφοντας το συλλογικό φαντασιακό με νέες παραστάσεις, προτάσεις, ιδέες. Πέντε χρόνια αργότερα, πολλά στη ζωή μας άλλαξαν βαθιά. Τώρα η όπερα ξανανεβαίνει με συνολικά πιο ισορροπημένη, καινούργια διανομή, ενώ τον επώνυμο ρόλο ερμηνεύει η Μαίρη-Έλεν Νέζη, μια μεσόφωνος με διεθνή παρουσία. Επιπλέον παρουσιάζεται στη νέα, υπερσύγχρονη στέγη της Λυρικής στο ΚΠΙΣΝ. Όλα αυτά προσδίδουν νέα δυναμική.
Τι θεωρείτε ότι ήταν αυτό που προσέλκυσε τόσο έντονα το κοινό στη «Φόνισσα»;
Νομίζω ότι πρόκειται για έναν ιδιαίτερο συνδυασμό στοιχείων που είχε μείνει αναξιοποίητος από τους Έλληνες συνθέτες. Καταρχάς ήταν η συνάντηση ανάμεσα στο «κοινωνικό διήγημα» του Παπαδιαμάντη με τον σκοτεινό πυρήνα προνεωτερικής κοσμοαντίληψης και στην τέχνη της όπερας, η οποία ανταποκρίθηκε στην προσδοκία να γευτεί κανείς –μεταφρασμένες σε μουσική– έντονα λυρικές στιγμές, αλλά και ατμόσφαιρες θρίλερ. Ήταν, επίσης, η τελείως σύγχρονη ανάγνωση των παραδοσιακών ακουσμάτων από τον Κουμεντάκη, αποδεσμευμένη από τη στενά εθνομουσικολογική ορθότητα και γραφικότητα, και γι’ αυτό πιο εξωστρεφής. Αξεδιάλυτα ενωμένα στη μουσική και σκηνική δραματουργία, αυτά τα δύο άγγιξαν μύχια ζητήματα του σύγχρονου ελληνικού ψυχισμού με κυριότερα το –ακόμη όχι απαντημένο– αίτημα της «ελληνικότητας», όπως και το τοξικό ανεκπολίτιστο ίζημα βίας που φωλιάζει στην κοινωνική δυναμική.
Πώς μετατρέψατε το παπαδιαμαντικό κείμενο σε λιμπρέτο;
Όταν, σε μια κίνηση αυθορμητισμού, πρότεινα το 2009 στον Κουμεντάκη να κάνουμε όπερα τη «Φόνισσα», είχα αυτό που λένε άγνοια κινδύνου! Η παραγωγή του λιμπρέτου από το διήγημα ήταν μια ιδιαίτερα κοπιώδης, αλλά και δημιουργικά απολαυστική διεργασία δραματουργικής «μετάφρασης» του λογοτεχνικού Παπαδιαμάντη στο πεδίο της όπερας. Αυτή είχε πολλές φάσεις, αλλαγές και στάσεις που διήρκεσαν συνολικά μία πενταετία. Περιλάμβανε συναρπαστικές στιγμές έμπνευσης και πάρα πολλή, καθαρά τεχνική δουλειά. Δούλεψα άλλοτε μόνος, άλλοτε σε στενή συνεργασία με το συνθέτη, ο οποίος, φυσικά, είχε πάντα τον τελευταίο λόγο. Ξεκίνησα καταδυόμενος στο παπαδιαμαντικό κείμενο ώσπου να εξοικειωθώ ολοκληρωτικά με αυτό, να εντοπίσω και να χαρτογραφήσω περιοχές δυνητικά εφικτής μελοποίησής του. Ύστερα άντλησα τα κατάλληλα εδάφια κειμένου, έκανα συμπτύξεις, προσαρμογές, μεταπλάσεις. Καθ’ οδόν, πρόσθετα στοιχειώδεις σκηνικές οδηγίες, φροντίζοντας να κρατώ αναλλοίωτο το δεσπόζον στίγμα της γραφής και να διασφαλίζω τη δραματουργική συνοχή. Σε όλα αυτά βοήθησε η πολύχρονη ενασχόλησή μου με το λυρικό θέατρο και η δυνατότητα που είχα ως μουσικοκριτικός να παρακολουθώ επί δεκαετίες σημαντικές παραστάσεις όπερας στα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά θέατρα και φεστιβάλ.
Όπως ο «Βότσεκ», έτσι και η «Φόνισσα» θα αναμεταδοθεί μαγνητοσκοπημένη από το κανάλι Mezzo. Πώς εκτιμάτε ότι υποδέχονται στην Ευρώπη τις οπερατικές παραγωγές της ΕΛΣ;
Αντίθετα απ’ ό,τι συνέβαινε μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, σήμερα η διεθνής μουσική ζωή διέπεται από πρωτοφανή αφθονία προσφοράς και προσβάσεων. Έτσι, παρότι στην όπερα κυριαρχεί με τοπικές διακυμάνσεις ένα βασικό ρεπερτόριο έργων, λόγω κορεσμού αναπτύσσεται διεθνώς ενδιαφέρον για το εθνικό ρεπερτόριο χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Επιπλέον, οι διευθυντές των μεγάλων λυρικών θεάτρων παγκοσμίως αντιλαμβάνονται ότι, αν θέλουν να κρατήσουν την όπερα ζωντανή, δεν αρκεί το παρελθόν. Συνεπώς, υπάρχει σαφώς πρόβλεψη να διατίθεται χώρος και χρήμα για παραγγελίες και παραγωγές νέων έργων. Ας πούμε ότι η παγκοσμιοποίηση δίνει μία ευκαιρία στον ελληνικό μουσικό πολιτισμό!
Περισσότερες πληροφορίες
«Η Φόνισσα»
Η Εθνική Λυρική Σκηνή παρουσιάζει την όπερα του Γιώργου Κουμεντάκη σε ποιητικό κείμενο Γιάννη Σβώλου, βασισμένο στο ομώνυμο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.