Μετά τον «Γιο του Σαούλ», ο βραβευμένος με Όσκαρ Ούγγρος σκηνοθέτης παρουσιάζει τη δεύτερη ταινία του «Δύση Ηλίου», η οποία μας ταξιδεύει στην ηλεκτρισμένη Βουδαπέστη του 1913. Εμείς τον συναντήσαμε στο περασμένο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και συζητήσαμε μαζί του για το κόλλημά του με το παρελθόν, τα χαρακτηριστικά του σύγχρονου σινεμά και την κατάσταση στη σύγχρονη Ουγγαρία.
Έχετε ένα ιδιαίτερο, sui generis σκηνοθετικό στιλ που διαφέρει... Είναι κάτι που επιδιώκετε ή προέκυψε φυσικά;
Το σινεμά, δυστυχώς, έχει ομογενοποιηθεί. Πλέον σχεδόν όλες οι ταινίες μοιάζουν μεταξύ τους. Εγώ κάνω κάτι διαφορετικό, θέλοντας να βγάλω τον θεατή από την παθητικότητα. Αυτό που προσπαθώ είναι να διαρρήξω τον κομφορμισμό που διακατέχει το κοινό. Δεν του δίνω έτοιμα νοήματα και κατασκευασμένες απαντήσεις. Οι ταινίες μου μιλούν για τα όσα συνέβησαν στο παρελθόν αλλά και για την τωρινή εποχή μέσα από τη δική μου ματιά. Με το σινεμά μου προσπαθώ να γεννήσω στην οθόνη εμπειρίες και σκέψεις που ξεφεύγουν από τα προκαθορισμένα όρια, ενεργοποιώντας τη φαντασία του θεατή.
Και στις δύο ταινίες σας ταξιδεύετε θεματικά στο παρελθόν. Γιατί αναμοχλεύετε ιστορικά γεγονότα και δεν προτιμάτε σύγχρονα κοινωνικά θέματα;
Αυτό που με απασχολεί είναι η έννοια και ακόμη περισσότερο η διδασκαλία της Ιστορίας. Στα σχολεία παίρνουμε συγκεκριμένες απαντήσεις για τα ιστορικά γεγονότα, χωρίς να μένει ανοιχτό τίποτα για διαφορετική ερμηνεία. Με ενδιαφέρει να παρουσιάσω μια υποκειμενικότητα που λείπει από το σημερινό κινηματογραφικό τοπίο. Προσπαθώ να κάνω μια διαφορετική, υποκειμενική ανάγνωση της Ιστορίας, έτσι ώστε περισσότερο να ανοίξουν συζητήσεις παρά να αναδειχτούν απόλυτες ιστορικές αλήθειες.
«Οι ταινίες μου μιλούν για τα όσα συνέβησαν στο παρελθόν αλλά και για την τωρινή εποχή μέσα από τη δική μου ματιά. Με το σινεμά μου προσπαθώ να γεννήσω στην οθόνη εμπειρίες και σκέψεις που ξεφεύγουν από τα προκαθορισμένα όρια, ενεργοποιώντας τη φαντασία του θεατή.»
Το σινεμά σας ζουμάρει σε ήρωες που κουβαλούν στις πλάτες τους το βάρος ζοφερών ιστορικών περιόδων. Μετά τον Σαούλ, ηρωίδα σας είναι η Ίρις. Γιατί επιλέξατε σε αυτήν την ταινία πρωταγωνίστρια; Θεωρείτε την ταινία σας φεμινιστική;
Είναι πολύ της μόδας, ειδικά στην Αμερική και στο Χόλιγουντ, να χωρίζονται οι ήρωες σε άντρες και γυναίκες. Εγώ δεν το βλέπω έτσι και δεν αντιμετωπίζω κινηματογραφικά με αυτόν τον τρόπο τα πράγματα. Κάνω ταινίες που έχουν πανανθρώπινο χαρακτήρα και αφορούν τους πάντες, πέρα από φύλα, φυλές, εθνικότητες. Γι’ αυτό και δεν θεωρώ την ταινία μου φεμινιστική, παρότι έχει ως πρωταγωνίστρια μια δυναμική ηρωίδα, που αντιμετωπίζει με σθένος μια σειρά από δυσκολίες και προκλήσεις στις αρχές του 20ού αιώνα, μια διόλου εύκολη εποχή για τις γυναίκες.
Ήταν μεγάλο ρίσκο να ασχοληθώ με ένα τόσο σοβαρό θέμα στην πρώτη μου ταινία. Κάτι τέτοιο μπορεί είτε να σε οδηγήσει στο ζενίθ είτε στο ναδίρ. Τελικά η αναγνώριση του «Γιου του Σαούλ» ήταν καθολική. Αυτό είναι φυσιολογικό να σου δημιουργεί κάποιου είδους πίεση. Από την άλλη, η δεύτερη ταινία μου βρήκε πιο εύκολα χρηματοδότηση χάρη στη μεγάλη επιτυχία του «Σαούλ». Με αυτόν τον τρόπο ξαναταξίδεψα στην παγκόσμια Ιστορία, βρήκα ακόμη μία αιχμή της και την προσέγγισα κινηματογραφικά με το δικό μου τρόπο. Όσο, λοιπόν, προετοίμαζα και γύριζα τη «Δύση του Ηλίου» ξέχασα την πίεση κι επικεντρώθηκα στο σκοπό μου.
Υπάρχουν ομοιότητες ή αντιστοιχίες της Ουγγαρίας των αρχών του 20ού αιώνα με τη σημερινή της υπερσυντηρητικής κυβέρνησης Ορμπάν;
Η Ουγγαρία είναι ένα περίεργο μέρος του πλανήτη. Η Ιστορία της δεν σταμάτησε το 1913. Βρισκόμαστε έναν αιώνα μετά, έχοντας περάσει δύο παγκόσμιους πολέμους, την κατάρρευση του κομμουνιστικού μπλοκ κι ένα σωρό άλλα πράγματα. Για κάποιον η απόσταση από τα γεγονότα της ταινίας μπορεί να μοιάζει μακρινή, αλλά δεν είναι τόσο... Γι’ αυτό ήθελα με την ταινία μου να συστήσω στους θεατές τη συγκεκριμένη εποχή. Υπάρχουν αναφορές μέσα σε αυτήν για το πώς μια συγκεκριμένη κοινωνία επιλέγει τη μοίρα της. Κι αισθάνομαι ότι σήμερα ίσως βρισκόμαστε, χωρίς να το γνωρίζουμε, σε κάποιο σταυροδρόμι του ανθρώπινου πολιτισμού.
Περισσότερες πληροφορίες
Δύση Ηλίου
Στις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η νεαρή Ίρις επιστρέφει στη Βουδαπέστη για να εργαστεί στο κατάστημα καπέλων που κάποτε ανήκε στην οικογένειά της και μπλέκει σε μια παράξενη περιπέτεια πολιτικών συνωμοσιών.