Το έργο το οποίο καθιέρωσε τον Βρετανό συγγραφέα (και βραβευμένο με Όσκαρ για τον "Πιανίστα" σεναριογράφο) αποτυπώνει κάτι από την προσωπική του εμπειρία, όταν στη δεκαετία του ’50 εργάστηκε ως αμπιγιέρ ενός αναγνωρισμένου σαιξπηρικού ηθοποιού. Γράφτηκε το 1980 αλλά διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και επικεντρώνεται στη σχέση ενός –επίσης σαιξπηρικού– ηθοποιού που βρίσκεται στη δύση της καριέρας του και του αμπιγιέρ του· βάζοντας, παράλληλα, στη μεγάλη εικόνα συνολικά τους ανθρώπους του θεάτρου και τη φύση του επαγγέλματος: τη ματαιοδοξία αλλά και το πάθος για μια δουλειά που είναι συχνά γεμάτη ματαιώσεις, το εφήμερο της θεατρικής τέχνης αλλά και τη σπουδαιότητά της – μοτίβα που μεγεθύνονται χάρη στο χρονικό πλαίσιο της δράσης, όταν εν μέσω βομβαρδισμών και κακουχιών ο θίασος επιμένει να δίνει καθημερινά παραστάσεις.
Αυτήν τη γοητεία των έργων που αντλούν από τη μεγάλη δεξαμενή της αυτοαναφορικότητας κουβαλάει ο "Αμπιγιέρ", ειδικά καθώς παίζει και με το μοτίβο του "θεάτρου μες στο θέατρο" και μας βάζει να παρακολουθούμε από τα παρασκήνια μια σκηνή από την παράσταση του "Βασιλιά Ληρ" που δίνει ο θίασος ενώπιον των υποτιθέμενων κατοίκων του Λονδίνου το 1940· παραμένει έτσι ένα έργο που διατηρεί το σκηνικό ενδιαφέρον παρά την κάπως παλιακή, φθαρμένη πια, φόρμα του. Η σκηνοθεσία του Κώστα Γάκη κινείται σε ασφαλή μονοπάτια και αντιμετωπίζει το έργο με φροντίδα, αλλά χωρίς να το οδηγεί σε εξάρσεις ή κλιμακώσεις που θα ευνοούσαν το αποτέλεσμα. Η ιστορία εκτυλίσσεται μέσα στον ωραίο σκηνικό χώρο του Κένι ΜακΛέλαν, που φέρνει σε πρώτο πλάνο το καμαρίνι του Σερ, ενώ στην πορεία επιτρέπει μια πολύ ωραία απόδοση της σκηνής του "Ληρ" – σκηνή που αποτελεί και την κορυφαία της παράστασης, καθώς μεταφέρει με συγκινητικό τρόπο τη μαγεία και το εφήμερο της θεατρικής τέχνης, αυτού του μικρού "θαύματος" που δημιουργείται και καταστρέφεται κάθε βράδυ.
Οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι ζεστές, δεν εμβαθύνουν όμως ιδιαίτερα στα δραματικά πρόσωπα, τα οποία από γραφής δεν είναι μονοδιάστατα: ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης δείχνει κάπως κουρασμένος στο ρόλο του Σερ, εστιάζει πάντως στην υπαρξιακή και καλλιτεχνική αγωνία ενός ανθρώπου που βρίσκεται στη δύση της ζωής του και αφήνει σε δεύτερη μοίρα τον επηρμένο και μάλλον τυραννικό χαρακτήρα του. Ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης είναι συγκινητικός στον ρόλο του αφοσιωμένου Νόρμαν, αλλά εμφανίζεται κάπως παροπλισμένος, καθώς προβάλλει κυρίως την ηττοπαθή πλευρά του. Ωραίοι οι ηθοποιοί στους ρόλους των υπόλοιπων συντελεστών του θιάσου: Αντριάνα Ανδρέοβιτς, Τζένη Κόλλια, Άγγελος Νεράντζης, Μάρω Παπαδοπούλου, Απόστολος Πελεκάνος, κ.ά., συνδιαμορφώνουν όλοι μαζί μια παράσταση που μπορεί να μην επιφυλάσσει ιδιαίτερες εκπλήξεις, υπερτονίζει όμως με τον τρόπο της τη διαχρονικότητα του "μηνύματος" που φέρει το έργο, όπως εκφράζεται διά στόματος του Σερ: "ο πολιτισμός απειλείται".
Περισσότερες πληροφορίες
Ο αμπιγιέρ
Στη σκιά του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, πίσω από τις ιστορίες των παρασκηνίων ενός ετοιμόρροπου θεάτρου της αγγλικής επαρχίας, η ακλόνητη σχέση ενός μεγάλου ηθοποιού (Σερ) με τον αμπιγιέρ του (Νόρμαν) και των υπόλοιπων μελών του θιάσου, δημιουργούν ένα παιχνίδι ανάμεσα σε εξουσιαστή και εξουσιαζόμενο. Το κλασικό έργο μέσα από τον μικρόκοσμο των συντελεστών-ηθοποιών ενός θιάσου, έρχεται αντιμέτωπο με τα μεγάλα και διαχρονικά προβλήματα όλων των ανθρώπινων σχέσεων. Ο αιώνιος φόβος της μοναξιάς, η ανάγκη μας για αφοσίωση, πίστη και αυταπάρνηση στον άλλον, δημιουργούν μοιραία σχέσεις αλληλεξάρτησης. Η ισορροπία όμως έρχεται πάντοτε με την αναπόφευκτη σύγκρουση ζωής και θανάτου.