Μια αναπάντεχη, παράδοξη εικόνα υποδέχεται τους θεατές: ένας τόπος πρωτόγονος πρωταγωνιστεί στην παράσταση του σαιξπηρικού έργου, με επίκεντρο δύο αχυρένιες καλύβες που δεσπόζουν στη σκηνή (σκηνικά: Μυρτώ Λάμπρου). Η είσοδος των ηθοποιών ενισχύει την πρώτη εντύπωση: Σε αυτή την τροπική ζούγκλα δεν μπορεί παρά να κατοικούν πλάσματα μιας αρχέγονης εποχής˙ τα πρόσωπα του έργου εδώ γίνονται πρωτόγονοι άνθρωποι, μυθικά όντα, εξωτικά πτηνά. Στο κατά Μαρία Πανουργιά ανέβασμα του –ρευστού ως προς την ειδολογική κατάταξη– "Τρωίλου και Χρυσηίδας", η δραματική συνθήκη τοποθετείται σε ένα χρονικό σημείο πολύ πριν την οποιαδήποτε υποψία "πολιτισμένης" ανθρώπινης συμπεριφοράς. Η υπόθεση μπορεί να εκτυλίσσεται στα τελευταία χρόνια του Τρωικού Πολέμου, όταν ανάμεσα στα δύο αντίπαλα στρατόπεδα ανθίζει ο έρωτας μεταξύ του γιου του Πριάμου και της κόρης του μάντη Κάλχα, όμως δεν πρόκειται για μια ρομαντική ιστορία απαγορευμένης αγάπης. Ο ίδιος ο Σαίξπηρ την υπονομεύει, χρησιμοποιώντας την ως μια "υποσημείωση", και μάλιστα με κάλπικο χαρακτήρα, στο θέατρο του πολέμου ανάμεσα σε Τρώες και Έλληνες που καταλαμβάνει το συντριπτικό μέρος της δράσης.
Ανόητος ο πόλεμος, ανόητοι όσοι καταφεύγουν σε αυτόν, μαλώνουν σαν τα κοκόρια οι δύο αντίπαλοι, μοιάζουν να μας λένε οι ηθοποιοί μέσω των ρόλων, με την "αριστοφανική" όψη τους με τα διογκωμένα οπίσθια (κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη), τρώγοντας σπόρια την ώρα των πολεμικών συμβουλίων, περπατώντας σαν πτηνά, ενώ επιδίδονται σε κωμικούς καβγάδες και οι μονομαχίες τους παίρνουν τη μορφή αισθησιακού χορού. Σε αυτό το αισθητικό περιβάλλον, μερικές ιδέες ξεχωρίζουν: η Κασσάνδρα, η μόνη που γνωρίζει την κατάληξη που θα έχει η Τροία, αποδίδεται σαν τρικέφαλο, μυθικό πλάσμα (Στέλλα Βογιατζάκη, Θεανώ Μεταξά, Νάνσυ Σιδέρη), ο μέγας βασιλιάς Πρίαμος είναι ένας νάνος φύλαρχος (Ευδοξία Ανδρουλιδάκη), ενώ η σκηνή της επιστροφής της Χρυσηίδας στο στρατόπεδο των Ελλήνων χαράζεται στο μυαλό, καθώς, αν και αθέατη μέσα από την καλύβα, ανασυστήνει πολύ επιδραστικά την ομαδική σεξουαλική επίθεση που δέχεται η ηρωίδα.
Η Μαρία Πανουργιά εμφανώς προβληματίστηκε, παιδεύτηκε για να αποτυπώσει και με αισθητικά μέσα την ιδεολογική ερμηνεία αυτού του αντιηρωικού έργου· μένει όμως το ερώτημα αν οι επιλογές της απο-μυθοποίησης και απο-προσωποποίησης με τον τρόπο που τις ενσάρκωσε στη σκηνή δικαιώνει ή τελικά υπονομεύει την ίδια της την πρόθεση. Φοβάμαι ότι επικρατεί το δεύτερο, καθώς το σκηνικό δημιούργημα ταλαντεύεται μεταξύ φαιδρότητας και επαναληψιμότητας, και η αίσθηση που υπερισχύει είναι αυτή της διακωμώδησης παρά του κριτικού στοχασμού (που αποτελεί, αναμφίβολα, το εφαλτήριο της παράστασης). Το αποτέλεσμα αδικεί την προσπάθεια, καθώς ελάχιστα πράγματα περνούν στην πλατεία και ο προβληματισμός της σκηνοθέτριας μικραίνει εξαιτίας της σκηνικής συνθήκης, συνεπώς εκτελεσμένης παρ’ όλα αυτά από τους ηθοποιούς (Μπάμπης Γαλιατσάτος, Θανάσης Ζερίτης, Γιάννης Κλίνης, Κωνσταντίνος Πλεμμένος κ.ά.).
Περισσότερες πληροφορίες
Τρωίλος και Χρυσηίδα
Δύο νέοι από τα αντίπαλα στρατόπεδα του Τρωικού Πολέμου ερωτεύονται στο αντιπολεμικό έργο που μιλάει για την παρακμή της ανθρώπινης φύσης, με φόντο μια πρωτόγονη όσο και σύγχρονη ζούγκλα.