
Αποτελεί ρίσκο και φανερώνει τόλμη η επιλογή του Θωμά Μοσχόπουλου να διασκευάσει για τη σκηνή το μάλλον άγνωστο στο ευρύ κοινό διήγημα του Βολταίρου – και μάλιστα με μια ομάδα νέων ηθοποιών.

O σκηνοθέτης βρήκε στήριγμα στη συνθήκη του «θεάτρου μέσα στο θέατρο», για να μεταφέρει στη σκηνή την ιστορία του νεαρού Καντίντ, που μια σειρά μαρτυρικών περιπετειών τον κάνουν να απορρίψει την αφελώς αισιόδοξη θεώρησή του πως «ό,τι γίνεται γίνεται για καλό» και «ο κόσμος μας είναι ο καλύτερος δυνατός». Η φιλοσοφική ρητορική ενός έργου του Διαφωτισμού που σαρκάζει τις κοινωνικές συμβάσεις, την υποκρισία της αριστοκρατίας και του κλήρου, την ιδεολογική ακαμψία της αυθεντίας, «καμουφλάροντας» την πολεμική του κάτω από την περιπετειώδη φόρμα και το απλό, αλληγορικό ύφος της παραβολής, δίνεται επί σκηνής ως δραματοποιημένη αφήγηση και ως παιχνίδι ρόλων, σε ένα αριστοκρατικό σαλόνι όπου οι ευγενείς ακροατές του Καντίντ αναπαριστούν μαζί του το περιπετειώδες ταξίδι του.
Την παράσταση χαρακτηρίζουν το χαρίεν, άκρως θεατρικό ύφος, η λεπτή ειρωνεία και μια ανάλαφρη θεατρικότητα σε αισθητή αντίθεση με τις φρικαλεότητες που υφίσταται ο Καντίντ (μεταξύ άλλων επιβιώνει ενός ναυαγίου, φυλακίζεται, εξαπατάται, βρίσκεται αντιμέτωπος με μια φυλή ανθρωποφάγων κ.ά.), επιλογή που αποδεικνύεται λειτουργικότερη από οποιαδήποτε προσπάθεια ρεαλισμού, ενώ παράλληλα αποτελεί ένα εύστοχο σχόλιο για το τότε και το τώρα, για τη διαχρονικά βίαιη ιστορία της ανθρωπότητας.

Καθοριστικό εργαλείο εφαρμογής της σκηνοθετικής ιδέας η όψη, μεγεθύνει τη μη ρεαλιστική συνθήκη στα όρια της καρικατούρας: κοστούμια που αναμειγνύουν την αισθητική του 18ου αιώνα, επί τούτου υπερτονισμένη, με δάνεια από το μιούζικ χολ, ακόμη και από το punk (Κλερ Μπρέισγουελ), δισδιάστατα σκηνικά, μια μακέτα θεάτρου με μινιατούρες που συμπληρώνουν τη φυσική παρουσία των ηθοποιών, παιχνίδι με το φως και τις σκιές, όλα λειτουργούν προς ενίσχυση του παιχνιδιού με τη θεατρικότητα (σκηνικά: Ευαγγελία Θεριανού, φωτισμοί: Σοφία Αλεξιάδου).
Η σκηνοθετική ιδέα, εκτελεσμένη με ζέση από τους ηθοποιούς (γύρω από τον Μιχάλη Συριόπουλο ως Καντίντ συγκεντρώνονται οι υπόλοιποι ηθοποιοί σε πολλαπλούς ρόλους), αναπληρώνει τη θεατρικότητα που λείπει από το πρωτότυπο κείμενο. Όμως, παρά τις «ενέσεις» θεατρικότητας, η παράσταση δεν αποφεύγει μια χωρίς διακυμάνσεις γραμμικότητα, η οποία ενδεχομένως οδηγεί σε κόπωση τον θεατή ακριβώς τη στιγμή που χρειάζεται η προσοχή του. στο φινάλε δηλαδή, όταν ο Καντίντ, αμφισβητώντας ό,τι θεωρούσε μέχρι τότε προϊόν αυθεντίας, κάνει το καθοριστικό βήμα προς την ωριμότητα και την ουσιαστική ενηλικίωση. Ενδεχομένως λίγο περισσότερο «ξεσκόνισμα» του κειμένου να αναδείκνυε πλήρως τις αστραφτερές ιδέες, αλλά δεν χρεώνω απόλυτη ευθύνη στον σκηνοθέτη για τα βαρίδια της παράστασης. Έχοντας υπόψη ανάλογα παθητικά και άλλων παραστάσεων που δραματοποιούν λογοτεχνικά κείμενα, αναρωτιέμαι μήπως έφτασε η στιγμή να επιστρέψουν οι σκηνοθέτες σε έργα κατεξοχήν προορισμένα για τη σκηνή.
ΘΕΑΤΡΟ ΠΟΡΤΑ Λεωφ. Μεσογείων 59, Αμπελόκηποι, 2107711333. Διάρκεια: 110΄.
Περισσότερες πληροφορίες
Καντίντ ή η αισιοδοξία
Μια παραβολή πάνω στη στάση που οφείλει να έχει ο άνθρωπος κάθε εποχής, σε ένα έργο κριτικής και αμφισβήτησης, όπου συγκλίνουν μοναδικά η λογοτεχνία με τη φιλοσοφία