Το παράξενο και απρόσιτο ιψενικό κύκνειο άσμα, ένας δύστροπα παιγνιώδης σκηνοθετικός κώδικας κι ένας σπουδαίος θίασος –με κορυφαίους τους Ρένη Πιττακή, Μαρία Κεχαγιόγλου και Μιχάλη Σαράντη– σε ένα υποκριτικό ρεσιτάλ ερήμην των όποιων προβλημάτων.
«Το ύψιστο που μπορεί να επιτύχει ένας άνθρωπος είναι η αυτοπραγμάτωσή του. Οι πιο πολλοί, όμως, την παραμελούμε»: αυτή η διαπίστωση του Ίψεν ίσως είναι το κλειδί για να αποκτήσουμε πρόσβαση στο τελευταίο έργο του. Το «Όταν ξυπνήσουμε» (1899) είναι η καλλιτεχνική διαθήκη του αμφισβητία των αστικών μύθων και των ζωτικών ψευδών. Εμπερικλείει κρυπτικά σχεδόν όλη την περιπέτεια –οντολογική, κοινωνική και θεατρική– του 19ου αιώνα, από το ρομαντισμό και το νατουραλισμό έως τον κοινωνικό ρεαλισμό και το συμβολισμό, προφητεύοντας εξίσου το μοντερνισμό, τον υπαρξισμό και την ψυχανάλυση. Τα ιψενικά μοτίβα –από το ερωτικό τρίγωνο και την απατηλή συζυγική ευτυχία μέχρι τον κούφιο μεγαλοϊδεατισμό του καλλιτέχνη– επανέρχονται εδώ για να αποδομηθούν με κυνισμό.
«Δραματικός επίλογος σε τρεις πράξεις» είναι ο υπότιτλος. Κι όμως, η βασική συνθήκη φλερτάρει με εκείνη του μπουλβάρ: σε ένα θέρετρο των νορβηγικών φιόρδ, ένας ιδεοληπτικός γλύπτης εγκαταλείπει τη σύζυγό του για χάρη της αλλοτινής μούσας του, ενώ ένας brutal κυνηγός αρκούδων αποπλανεί τη σύζυγο. Μια χιονοστιβάδα τους συντρίβει και το έργο θα κλείσει με ένα αμφίσημο και σχεδόν σαρκαστικό «Ειρήνη υμίν». Μήπως, τελικά, η βουβή καλόγρια είναι μια ψυχοπομπός, όλοι οι ήρωες είναι νεκροί και τα φιόρδ ένα ψυχικό τοπίο-καθαρτήριο; Μήπως δεν πρόκειται καν για χαρακτήρες αλλά για φορείς ιδεών φιλοσοφικής υφής; Μήπως, τελικά, το έργο αυτό δεν είναι παρά μια οντολογική φάρσα, προδρομική κατά μισό σχεδόν αιώνα του «Κεκλεισμένων των θυρών» του Σαρτρ; Τέτοιες, ενδιαφέρουσες θεωρητικά, διερωτήσεις ξεδιπλώνει ο Δ. Καραντζάς. Πρακτικά, όμως, η εσκεμμένη επιτήδευση της σκηνοθεσίας δίνει την εντύπωση κατασκευασμένης ιδέας δίχως στέρεα κειμενικά ερείσματα ή επαρκή επικοινωνιακή ισχύ, συνιστώντας σχεδόν τροχοπέδη για την απρόσκοπτη προσέγγιση του έργου.
«Να παίξουμε, να παίξουμε, απλώς να παίξουμε»: Η φράση αυτή, από τη β΄ πράξη, γίνεται το αντικλείδι του Καραντζά. Ο θίασος δεν σταματά να παίζει. Ούτε όρη υπάρχουν, ούτε καταιγίδες, ούτε φαντασμαγορίες, ούτε και η γραμμή ενός υψιπετούς συμβολισμού – ευτυχώς. Τουναντίον, οι ηθοποιοί κάνουν ασκήσεις μπαλέτου, θαρρείς από τη «Λίμνη των κύκνων», παράγουν ήχους, μένουν ημίγυμνοι και ερωτοτροπούν περιμετρικά και εντός μιας τάφρου/σκάμματος παιδικής χαράς(;). Ο ακατανόητα λοξός κώδικας της παράστασης και τα ευρήματα-ατραξιόν μένουν όμως σε δεύτερο πλάνο χάρη στην υποκριτική ωριμότητα, το αδιαπραγμάτευτο «δέσιμο» και την ομοψυχία του θιάσου. Λάμπουν όλοι τους: η Μ. Κεχαγιόγλου ως ώριμη ενζενί, ο Π. Μουστάκης ως –πνιγμένος σε μια τραγελαφική αγωνία– μελλοθάνατος, ο Μ. Σαράντης ως –λυγερός σαν φαύνος– αρκουδοκυνηγός, η Αλ. Καλτσίκη ως βουβή πλην όμως λαλίστατη εκφραστικά νεωκόρος, ο Μ. Χαζαράκης ως σουρεάλ φιγούρα και, βέβαια, η Ρ. Πιττακή. Παραφράζοντας τον Ίψεν, η αειθαλής πρωταγωνίστρια του Θεάτρου Τέχνης λειτουργεί ως μοντέλο για τις αρχές της (υποκριτικής) δημιουργίας: αρμονική αλλά διαρκής ανάπτυξη του ρόλου, φυσικότητα οργανικά δεμένη με την τεχνική και ατομικότητα άμεσα συνυφασμένη με την υποστήριξη των συμπρωταγωνιστών.
ΤΕΧΝΗΣ «ΚΑΡΟΛΟΣ ΚΟΥΝ» - ΥΠΟΓΕΙΟ Πεσμαζόγλου 5, 2103228706. Διάρκεια: 110΄
Περισσότερες πληροφορίες
Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί
Η παράσταση επιχειρεί μέσα από πέντε διαφορετικές γενιές ηθοποιών και πέντε διαφορετικές οπτικές να θέσει το ζήτημα της συνέχειας και της αποδοχής της «φύσης» της ανθρώπινης ύπαρξης.