
Εξακόσιες είκοσι έξι παραστάσεις ανέβηκαν από το περασμένο φθινόπωρο σε 216 θέατρα, σύμφωνα με την έγκυρη βάση δεδομένων του «α». Κάποιες ήταν δυνατή εμπειρία και άλλες σκέτη αποτυχία, υπήρξαν όμως ορισμένες που θα έκαναν ακόμη κι έναν δύσπιστο θεατή να αναρωτηθεί «μήπως η καρδιά του σύγχρονου θεάτρου χτυπάει πλέον στην Αθήνα;» Λίγο πριν από την επίσημη λήξη των παραστάσεων την Κυριακή των Βαΐων 28/4, η Ιλειάνα Δημάδη θέτει ένα ρητορικό ερώτημα συνοψίζοντας κάποια πράγματα που αξίζει να κρατήσουμε από μια μαξιμαλιστική χρονιά.

Ας υποθέσουμε πως ένας ξένος θεατρόφιλος επισκεπτόταν τη χώρα μας. Θα δυσκολευόταν να πιστέψει πως ο αστρονομικός αριθμός θεατρικής παραγωγής αφορά την περιβόητη Αθήνα της τρόικας και του Συντάγματος, των αστέγων, των αυτοκτονιών και της αυξανόμενης ανεργίας. Ξεπερνώντας το πρώτο σοκ, ας εικάσουμε πως ο επισκέπτης μας αποφάσιζε να δει πέντε-δέκα συγκεκριμένες παραστάσεις, από εκείνες του Εθνικού Θεάτρου μέχρι τις πειραματικών διαθέσεων «7/24 ή ο θρύλος του άνδρα που αιωρείται στα πάρκα» (Knot Gallery) και το «Κήπος-Στάχτες» (σε ένα παλιό σπίτι στον Κολωνό). Ε, λοιπόν, πιστεύω ακράδαντα πως θα έμενε άφωνος.
Θα έβλεπε μεγαλειώδεις ερμηνείες, στηριγμένες σε έναν εξωστρεφή υποκριτικό κώδικα που αγκαλιάζει τον εξπρεσιονισμό και την ίδια στιγμή το μεσογειακό λυρισμό που ενστερνίζεται το τραγικό δίχως να εγκαταλείπει το κωμικό. Γιατί μια ολόκληρη στρατιά ηθοποιών διαθέτει εξίσου την τεχνογνωσία όσο και τη μεγάλη καρδιά του αφοσιωμένου εργάτη της σκηνής. Θα το έχετε διαπιστώσει κι εσείς βλέποντας, για παράδειγμα, τους νεότατους Κόρα Καρβούνη ως «Ευρυδίκη» (Πορεία) και Θάνο Τοκάκη ως έναν από τους ασεβείς γελωτοποιούς του «Mistero Buffo» (Θησείον) αλλά και τον Μάκη Παπαδημητρίου, αυτόν τον μεγάλο καρατερίστα της κωμωδίας, στη «Ρομαντική μου ιστορία» (Θέατρο του Νέου Κόσμου).
Συναρπαστικό είναι επίσης το ντουέτο Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη και Μαρίας Πρωτόπαππα ως μάνας και κόρης στο «Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» (Εθνικό) και σημείο αναφοράς αποτελούν τα ρεσιτάλ των βετεράνων του θεάτρου μας, από τον Άγγελο Αντωνόπουλο ως Γαλιλαίο (Τριανόν) μέχρι τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο που κάνει τον κύριο Γκριν (Άνεσις) και τους… αρχιμάστορες Λ. Πρωτοψάλτη και Θ. Παπαγεωργίου (Στοά).

Ο ξένος επισκέπτης θα διέκρινε ακόμη μια πολύ ενδιαφέρουσα και αλλιώτικη, εντελώς «τοπική» σκηνοθετική γλώσσα να γλυκοχαράζει κάπου στο ενδιάμεσο όριο που θέτουν από τη μια η ευρωπαϊκών αξιώσεων και μετα-δραματικών αναγωγών παράσταση του Γιάννη Χουβαρδά (για το «Πένθος» μιλάω πάλι) και από την άλλη η κατά Νίκο Καραθάνο «Γκόλφω», που σε χτυπά ακαριαία στο θυμικό με τη χαρμολύπη που κουβαλά για ό,τι σημαίνει «Ελλάδα». Αν, πάλι, ο καλός μας ξένος έφτανε μέχρι τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών κι έβλεπε το «Τηλέμαχος: Should I stay or should I go?» των Αν. Αζά-Πρ. Τσινικόρη, τότε θα συνειδητοποιούσε πως οι νέοι καλλιτέχνες αυτής της ρημαγμένης χώρας συνδιαλέγονται ισότιμα με τις σύγχρονες τάσεις του θεάτρου-ντοκουμέντο και της performance lecture που εμφιλοχωρούν ανά την Ευρώπη. Το ρεπερτόριο, πάντως, του Εθνικού ήταν κατά τη γνώμη μου η μεγάλη ιστορία της χρονιάς. Μπορεί η κατά Ρόμπερτ Ουίλσον «Οδύσσεια» να μην αντεπεξήλθε στις προσδοκίες μας, οι υπόλοιπες όμως επιλογές αποδείχτηκαν καίριες, οργανικά δεμένες με το μότο του Εθνικού («Τι είναι η πατρίδα μας;») είτε πρόκειται για το «Ζ» του Βασίλη Βασιλικού, είτε για τα «Κόκκινα φανάρια» του Νίκου Γαλανού, είτε για τους «Θεατές» του Μάριου Ποντίκα.
Με αφορμή τον τίτλο όσο και τη θεματική του έργου του Ποντίκα, μόνο αυτό θα ήθελα να πω στον ξένο μας: έχουμε την τάση να μένουμε «θεατές» στα όσα συνταρακτικά μας συμβαίνουν. Η δράση μας απολείπει τόσο στην καθημερινότητά μας, την πολιτική μας ετοιμότητα, τον κοινωνικό μας ακτιβισμό όσο και στο θέατρό μας. Η προσκόλλησή μας στις ευρωπαϊκές μόδες της μεταμοντέρνας αποδόμησης και της βεβιασμένης αφαιρετικότητας παραμένει ισχυρή. Το θέατρό μας είναι ίσως υπερ-δραματικό και υπέρμετρα αφηγηματικό, νωθρά κολλημένο σε μια ασαφή ιδέα του «επικού». Ίσως φταίει που βαραίνουν πάνω μας τα ομηρικά έπη, όπως και η ιδέα ενός αρχαίου κλέους, από το οποίο όμως απέχουμε πολύ. Ίσως, πάλι, είμαστε όλο «λόγια, λόγια, λόγια», όπως θα έλεγε και ο Άμλετ. Δεν μπορεί όμως, σιγά σιγά θα προχωρήσουμε σε γενναίες χειρονομίες και δραστικές σκηνικές πραγματικότητες, συνιστώντας ίσως τον αποδιοπομπαίο τράγο της Ευρωζώνης ως οικονομία, αλλά ταυτόχρονα το «εδώ και τώρα» ως σύγχρονο θέατρο αιχμής. Εμείς, αυτό το σπάνιο μόρφωμα βαλκανο-ευρωπαϊκών ανησυχιών και μεσογειακών αγωνιών με τη σφραγίδα «ελληνικό θέατρο», μπορεί να είμαστε το μέλλον. Αρκεί να το πιστέψουμε.