Η Χρυσάνθη Κουμιανάκη παρουσιάζει μία χωρική εγκατάσταση στο ισόγειο της CAN, φτιαγμένη από χειροποίητο νήμα, και στο υπόγειο της γκαλερί μία σειρά σχεδίων με μαρκαδόρο σε χαρτί, όπου το σχέδιο λειτουργεί ως μια μορφή πλέξης – μια γραφή που παραπέμπει στη μηχανική διαδικασία της ύφανσης. Συνεχίζοντας την έρευνά της γύρω από τον δημόσιο χώρο, η καλλιτέχνιδα εστιάζει στα συνθετικά υφάσματα που καλύπτουν τα υπό κατασκευή ή σε οικοδομική απραξία κτήρια – σημεία παύσης, μετάβασης ή εξέλιξης της πόλης. Αυτά τα προσωρινά “πέπλα” σηματοδοτούν μια στιγμή διακοπής, αχρηστίας ή ακόμα κατάρρευσης, αλλά ταυτόχρονα εμπεριέχουν την έννοια της αλλαγής, της αναγέννηση ή της αποκατάστασης. Τα κτήρια, τυλιγμένα σε αυτά τα υφάσματα, δημιουργούν ένα φευγαλέο κενό – μια φανταστική πράσινη ζώνη που λειτουργεί τόσο ως καμουφλάζ για τα ίδια όσο και ως μια παύση μέσα στην αστική περιπλάνηση.