
Διεύθυνση:
Tηλ:
Τιμές:
€40 - €55
Είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση αυτή η ταράτσα της Αθήνας. Στις παρυφές του Κέντρου αλλά και σε άμεση επαφή με την ενέργειά του, έχει τα αστέρια της αθηναϊκής εικονογραφίας για στολίδια της, με τον Παρθενώνα στη μια άκρη και τον Λυκαβηττό στην άλλη, όμως αυτό που στ’ αλήθεια πρωταγωνιστεί στη βίστα της είναι ένα τοπόσημο κομμάτι παραγκωνισμένο στη συνείδηση κατοίκων (κυρίως) κι επισκεπτών (λιγότερο) της πόλης: οι Στύλοι του Ολυμπίου Διός. Κι όμως, έτσι όπως τους καδράρουν οι μεγάλες περιμετρικές τζαμαρίες του "Pasithea", του εστιατορίου στην ταράτσα του φρέσκου ακόμη ξενοδοχείου "The Atheneum", είναι σα να αποκαθιστούν μια αδικία. Αιώνιοι, αγέρωχοι κι αναπάντεχα πιο επιβλητικοί απ’ όσο ίσως τους έχουμε στο μυαλό μας, έρχονται στο επίκεντρο του οπτικού πεδίου, υποβιβάζοντας τις ντίβες εκατέρωθεν σε δεύτερους ρόλους.

Με μαύρα έπιπλα στολισμένα μονάχα με πολύχρωμα λουλούδια και λευκά σερβίτσια σε υπόλευκα σουπλά, ο μινιμαλισμός του χώρου ευνοεί το χάζι προς τη θέα και τον ποταμό από αυτοκίνητα που την περιβάλει. Και μολονότι η αίθουσα θα ωφελούταν από πιο ατμοσφαιρικό φωτισμό και ένα ζεστό άγγιγμα στη διακόσμηση, που θα την προίκιζε με οικειότητα, ότι λείπει από φιλόξενη αίσθηση στο σκηνικό, φροντίζει να αναπληρώσει η ομάδα του σέρβις με τη θερμή περιποιητική της διάθεση, ενώ έργα από την ύστερη φάση του SAKE (κατά κόσμον Ιωάννης Καραμπέτσος) δίνουν μια design τσαχπινιά στο διάκοσμο, εκφράζοντας ανατρεπτική διάθεση απέναντι στο αρχαιοελληνικό κάλλος.

Αυτήν την ανατρεπτική διάθεση προσπαθεί να αναπαράξει και στο πιάτο η κουζίνα του "Pasithea", με τον νεαρό σεφ Ευάγγελο Νίκα να προσφέρει εδώ μια tourist chic ματιά στη γεύση της Ελλάδας, με την ελληνική πρώτη ύλη για βάση του και παιχνιδιάρικη προσέγγιση στην παράδοση. Λιγότερο ή περισσότερο γνωστά classics της ελληνικής συνταγογραφίας άλλοτε πρωταγωνιστούν, κι άλλοτε κοσμούν ως δευτεραγωνιστές τα πιάτα του, δείχνοντας όρεξη πειραματισμού, που έχει κατ’ αρχάς το ενδιαφέρον της, χωρίς βέβαια αυτό να εγγυάται πάντα την ευστοχία της.

Το καλωσόρισμα του σεφ, πάντως, ένα κράκερ ελαιολάδου με υφές ντομάτας και μυρωδικά, είναι ένα ελπιδοφόρο πρώτο βήμα, με αρώματα καλοκαιριού να γεμίζουν το στόμα, ενώ οι ιδέες που περιγράφονται στο σφιχτό μενού, έχουν κι αυτές μια κάποια ίντριγκα: δεν πετυχαίνουμε συχνά τη λευκαδίτικη ριγανάδα, λόγου χάρη, σε μενού μοντέρνας ελληνικής κουζίνας, ενώ ιδέες όπως το σκουμπρί στα ντολμαδάκια ή οι ελιές στο καρπάτσιο από λαβράκι, έχουν το ενδιαφέρον τους. Αυτό το τελευταίο, μάλιστα, ήταν που έκανε ποδαρικό στο τραπέζι μας, κι ήταν μια ωραιότατη πρώτη γνωριμία με τα όσα έχει στο μυαλό του ο σεφ: αφράτο και με πλούσιο δάγκωμα, το ψάρι έπαιρνε γεμάτο, στιβαρό χαρακτήρα από το λάδι κρίταμου που το "έντυνε", ενώ οι ελιές, όπου τις συναντούσαμε, πρόσθεταν σπιρτάδα στη μπουκιά με την υφάλμυρη νοστιμάδα τους – θα τους ταίριαζε, μάλιστα, μια πιο πληθωρική παρουσία στο πιάτο.

Λιγότερο εντυπωσιακό ήταν όμως το έτερο ωμό του μενού, το μοσχαρίσιο ταρτάρ με κράκερ τραχανά και σπετσερικό, αφού το κρέας δεν είχε ούτε το δάγκωμα, ούτε τη νοστιμιά για να δώσει μπουκιά με χαρακτήρα. Επιστρέφοντας στη θάλασσα, το χταπόδι (με τη ριγανάδα που λέγαμε), αν και νόστιμο, είχε χάσει τη μαστιχωτή του χάρη στο (παρα)βράσιμο, ενώ η κέτσαπ μαύρου σκόρδου που το συνόδευε, απειλούσε με τη γλυκερή του γεύση να πνίξει τη θαλασσινή νοστιμιά του πρωταγωνιστή. Μάλλον καταχρηστική ήταν δε και η αναφορά στη ριγανάδα (παραδοσιακά ψωμί μουλιασμένο σε σκορδάτο ντοματόζουμο και ξίδι, και στολισμένο με μπόλικη ρίγανη), που θα έδινε ωραίες σπίντες στο πιάτο, αν ήταν πιο κοντά στις αληθινές της εντάσεις.

Επιφυλακτικό στις εντάσεις ήταν και το ριζότο "σπανακόπιτα", ένα ριζότο σπανακιού με φύλλο κρούστας και σφέλα, τα οποία θα απέδιδαν καλύτερα την ιδέα του τίτλου τους σε μεγαλύτερη ποσότητα, ενώ παρόμοια δυσκολία συγκέντρωσης στον τελικό στόχο είχαν και τα κυρίως που δοκιμάσαμε: το νόστιμο, τρυφερό κι ωραία ψημένο μοσχαρίσιο φιλέτο συνοδευόταν από κατ’ ευφημισμό μπριάμ, που στερούνταν τη λιχούδικη νοστιμιά του λαδερού, το φιλέτο λαβράκι είχε βαρύ το λάδι του τόσο στο υπερβολικό σοτάρισμα, όσο και στον ταραμά που το συνόδευε, ενώ δυο φλοίδες κρεμμυδιού και δυο ροδέλες πιπεριάς πάνω σε κρέμα πατάτας σαφώς και δεν αρκούν για να βαφτίσουν ως "κλέφτικο" το αρνάκι του "Pasithea", που πλουτίζεται παρόλα αυτά με σοβαρής νοστιμιάς σάλτσα από σουμάκ.

Με τη σάλα γεμάτη από ξένους επισκέπτες, δεν μπορούσαμε να μην αναρωτηθούμε αν όντως έτρωγε κανείς απ’ αυτούς την ελληνική κουζίνα που υποσχόταν το μενού: πού ήταν τα καλοκαιρινά αρώματα του κλέφτικου, η ανάλαφρη χάρη του μεσογειακού ψαριού, ο γευστικός πλούτος του φτωχικού μπριαμ; Που ήταν, δηλαδή, τα στοιχεία εκείνα που θα έκαναν τα πιάτα του "Pasithea" διαφορετικά από ένα καλό φιλέτο ή ένα ωραίο αρνάκι σερβιρισμένα στο Παρίσι, στη Νέα Υόρκη, στο Σίδνεϋ, ή οποιοδήποτε άλλη πρωτεύουσα του πλανήτη.
Τα επιδόρπια, πάντως, μας έκαναν να αναθαρρήσουμε, κατ΄αρχήν με την κρέμα σοκολάτας, που έφερε αρώματα Ελλάδας, έστω και στην πιο ανατολίτικη εκδοχή της, χάρη στην κρέμα καφέ με κάρδαμο που τη στόλιζε, κι ύστερα με την εξαιρετική πορτοκαλόπιτα, που σερβίρεται εδώ ως μπαμπας με triple sec και κρέμα πορτοκαλιού με μοσχοκάρυδο. Ωραία ιδέα και ωραία εκτέλεση, ετούτο το λιχούδικο κι ανάλαφρο γλυκό, που αναστατώνει τόσο – όσο τον ουρανίσκο με το μπαχαρικό του, είναι ένα επιδόρπιο φρέσκο και πρωτότυπο, που αξίζει την επίσκεψη στο "Pasithea" ακόμη κι από μόνο του.
Η επίσκεψη του κριτικού έγινε στις 18/06
PASITEHA ROOFTOP BAR RESTAURANT, Λεωφ. Βουλιαγμένης 4, Κέντρο, 2121071808. Καθημερινά: 7μμ - 11μμ. Τιμή: 40-65. Πρόσβαση ΑμεΑ: Ναι. Πάρκινγκ: Στους γύρω δρόμους.