Με τη δημοφιλέστατη «Μαντάμα Μπαττερφλάι» του Πουτσίνι ξεκίνησε την περασμένη εβδομάδα η φθινοπωρινή σαιζόν και για την Εθνική Λυρική Σκηνή. Ο θεσμός επλήγη όσο λίγοι από τον κορωνοϊό, αν ληφθούν υπ’όψη αφενός η οργανωτική ετοιμότητα, αφετέρου ο φιλόδοξος και καλλιτεχνικά εξωστρεφής προγραμματισμός του, που στηρίζεται σε πλούσια δωρεά του «Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος».
Η επιλογή του έργου δεν έγινε τυχαία: η «Μαντάμα Μπαττερφλάι» αποτέλεσε την πρώτη όπερα που ανέβασε η νεοϊδρυθείσα (ως τμήμα του Εθνικού Θεάτρου) Λυρική στις 25 Οκτωβρίου 1940, τρεις μέρες πριν από την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου. Το πρόσφατο ανέβασμα εμπεριείχε και έναν έντονο συμβολισμό, αφού έλαβε χώρα -όπως και τότε- μέσα σε εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, δοκιμάζοντας τις αντοχές και το σθένος του οργανισμού.
Τα μέτρα υγειονομικής ασφάλειας (αποστάσεις, μάσκες καθ’όλη τη διάρκεια της παράστασης, ουσιαστική απουσία «διαλείμματος») τηρήθηκαν ευλαβικά. Πάντως, παρά την ανακούφιση που προκάλεσαν η επανεκκίνηση και η ταχύτατη κάλυψη του επιτρεπτού ορίου παρισταμένων θεατών (περίπου 420), στη μεγάλη «Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος» ήταν διάχυτη μια κάποια αίσθηση ψυχρότητας.
Καθώς η πανδημία ακύρωσε τα σχέδια του Γιώργου Κουμεντάκη για την ανάθεση μιας νέας παραγωγής του συγκεκριμένου έργου σε ένα «βαρύ» σκηνοθετικό όνομα, προκρίθηκε η λύση της αναβίωσης της παραγωγής του Ούγκο ντε Άνα, που είχαμε δει παλαιότερα (2013 και 2017) στο Ηρώδειο. Ο διακεκριμένος Αργεντινός σκηνοθέτης ξαναδούλεψε την προσέγγισή του για κλειστό θέατρο, ιδανικό εκ προοιμίου χώρο για μία όπερα με «εσωτερικότητα» δράσης και λεπταίσθητη ενορχήστρωση. Υποβλητικά φωτισμένη από τον Βαλέριο Αλφιέρι, η νέα εκδοχή διατήρησε τις αρετές της αρχικής, και δη την αφηγηματική καθαρότητα μιας ουσιαστικά τεράστιας κινηματογραφικής καρτ-ποστάλ, στην οποία δέσποζε συνεχώς η έντονη αντιπαράθεση δύο πολιτισμών, του εξωτικού-ιαπωνικού και του δυτικού-αμερικανικού.
Όμως, η συνοχή της -ούτως ή άλλως, αρκετά φορτωμένης- εικαστικής ματιάς ανετράπη, αφού το συμβατικό κιτς («τουριστικής» απήχησης αντικείμενα -έπιπλα, σημαίες, εικόνες-, σημειακή παρουσία δυνάμεων του κακού ως μαυροφορεμένοι νίντζα ή ως χαρακτήρες του ιαπωνικού θεάτρου κλπ.) κατίσχυσε των όποιων ψηγμάτων υψηλής αισθητικής (π.χ. κάποια αυθεντικά κοστούμια). Κρίσιμη στάθηκε εδώ η ανομοιογένεια των εν πολλοίς ξαναδουλεμένων βιντεο-προβολών του Σέρτζιο Μετάλλι, στις οποίες παραδοσιακά στοιχεία (φιλμ «εποχής», τα ατμοσφαιρικά κύματα του Χοκουσάι) συνυπήρχαν με εικόνες βγαλμένες από σύγχρονα video games (αετός και πολεμικό πλοίο που παρέπεμπαν ευθέως στην Αμερική).
Ανατροπές έφερε, επίσης, στο επίπεδο της απρόσκοπτης ανέλιξης του δράματος η ανάγκη τήρησης αποστάσεων επί σκηνής. Αυτές αποτυπώθηκαν τόσο στην περισσότερο αδρομερή θεατρική καθοδήγηση των μονωδών (η οποία αποστερήθηκε της κινησιολογίας με τις παλαιότερες έντονες αναφορές στο θέατρο Καμπούκι), όσο και στον εξοβελισμό στα παρασκήνια της -συμμετέχουσας μόνο με το τραγούδι- χορωδίας.
Στην παράσταση της 16/10 που παρακολουθήσαμε, τα πράγματα κύλησαν σαφώς καλύτερα σε επίπεδο ακροάματος, απολύτως δε συναρπαστικά σε ό,τι αφορά τον πρωταγωνιστικό ρόλο, που ενσάρκωσε η Ερμονέλα Γιάχο, περιζήτητη ερμηνεύτριά του διεθνώς. Η διάσημη Αλβανίδα υψίφωνος φώτισε με σπάνια τέχνη τη δυσκολότατη μουσικοδραματικά μετεξέλιξη της Τσο-Τσο Σαν από την αφελή παιδούλα των πρώτων σκηνών στην αποφασισμένη, τραγική ηρωίδα του φινάλε. Αν και κατέχει μία καθαρά λυρική αλλά καλά εστιασμένη φωνή, ανταποκρίθηκε επαρκέστατα και στις δραματικές πτυχές του ρόλου, ενώ αξιοποίησε θαυμαστά τα αιθέρια πιάνι, την κρυστάλλινη άρθρωση του αδόμενου λόγου και την σε βάθος κατανόηση του χαρακτήρα για να σμιλεύσει ένα πραγματικά συγκινητικό πορτρέτο.
Τον Αμερικανό υποπλοίαρχο Πίνκερτον απέδωσε με άνεση και τον δέοντα κυνισμό ο έμπειρος Ιταλός τενόρος Τζανλούκα Τερρανόβα, μολονότι υπήρξε περισσότερο φερέγγυος φωνητικά απ’ό,τι υποκριτικά. Το γεγονός ότι ήταν εξίσου βραχύσωμος με την Γιάχο δεν επέτρεψε να λειτουργήσει αβίαστα η τόσο κρίσιμη σκηνικά/οπτικά αντίστιξη με την παρτεναίρ του. Πλάι τους ξεχώρισαν ο έγκυρος Σάρπλες του βαρύτονου Διονύση Σούρμπη και η καλοτραγουδισμένη Σουτζούκι της μεσοφώνου Χρυσάνθης Σπιτάδη. Αξιοπρεπώς αποδόθηκαν οι υπόλοιποι δευτεραγωνιστικοί ρόλοι, ενώ δύσκολα θα μπορούσε κανείς -λόγω των συνθηκών- να εκφέρει ακριβή κρίση για την απόδοση από τη Χορωδία της ΕΛΣ των υπέροχων χορωδιακών του έργου.
Τέλος, η «Μαντάμα Μπατερφλάϊ» απαιτεί, από μουσικής απόψεως, για τη δικαίωσή της και ικανό αρχιμουσικό, όπως είναι αποδεδειγμένα ο βετεράνος Λουκάς Καρυτινός. Η μουσική του διεύθυνση αξιοποίησε εν προκειμένω σχετικά αργά τέμπι, τα οποία ανέδειξαν γλαφυρά τον αισθησιασμό και τα ιμπρεσιονιστικά ηχοχρώματα της πουτσίνειας παρτιτούρας (θαυμάσια συνοδεία στο ερωτικό ντουέτο της Α’ πράξης!), υποστηρίζοντας/αναδεικνύοντας ιδανικά το τραγούδι της Γιάχο, αλλά ήχησε συχνά δραματικά αβαρής (πχ. στο φινάλε), διαρρηγνύοντας τις μουσικές ισορροπίες. Η Ορχήστρα της ΕΛΣ τον ακολούθησε δίχως πρόβλημα (και με καλαίσθητες συνεισφορές των ξύλινων πνευστών), παρότι από τα έγχορδα έλειψε ένας ήχος μεγαλύτερης εστίασης, ίσως λόγω και της χρήσης μιας πιο «ελαφριάς» ενορχήστρωσης, αυτής του Έττορε Πανίτσα για περιορισμένη ορχήστρα…
ΥΓ: Μπορεί το πρόσφατο lockdown να ακύρωσε τις δύο τελευταίες παραστάσεις της «Μαντάμας Μπαττερφλάι», αλλά το ευρύ κοινό θα έχει τη δυνατότητα να απολαύσει την επιτυχημένη παράσταση από τις 25 Νοεμβρίου στη νέα διαδικτυακή τηλεόραση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής! Η GNO TV -η πλήρης λειτουργία της οποίας θα πραγματοποιηθεί τον Ιανουάριο του 2021- υλοποιείται με τη στήριξη της δωρεάς του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος για την ενίσχυση της καλλιτεχνικής εξωστρέφειας της ΕΛΣ.
Παρότι στην επικείμενη διαδικτυακή προβολή την 15χρονη γκέϊσα ενσαρκώνει η Ερμονέλα Γιάχο, οφείλει κανείς να αποδώσει τη δέουσα τιμή και στη σημαντική Λετονή υψίφωνο Κριστίνε Οπολάις, πρωταγωνίστρια της δεύτερης διανομής, που παρακολουθήσαμε στις 30/10. Εξίσου καταξιωμένη ερμηνεύτρια του ρόλου διεθνώς, η Οπολάις χάρισε ένα εντελώς διαφορετικό πορτρέτο της ηρωίδας, εκμεταλλευόμενη τις μεγαλύτερες ανέσεις που προσφέρει η ισχυρή, ευχάριστα μεταλλική φωνή της, περισσότερο ενδεδειγμένη -ιδίως σε ό,τι αφορά τη μεσαία και χαμηλή φωνητική περιοχή- για τον απαιτητικό αυτό ρόλο. Η ποιότητα του τραγουδιού, η υψηλή συγκέντρωση, η κομψότητα αλλά και η δύναμη της σκηνικής της παρουσίας διέπλασαν μιαν ερμηνεία περιωπής, έστω και χωρίς τη συγκίνηση που μετέδιδε η Γιάχο.
Η βραδιά είχε και άλλα ατού, που συνέβαλαν στις άκρως θετικές εντυπώσεις: αφενός μία καλύτερη «χημεία» μεταξύ του πρωταγωνιστικού ζεύγους, λόγω του τενόρου Δημήτρη Πακσόγλου, Πίνκερτον υπολειπόμενου ίσως λίγο φωνητικά αλλά δραματικά καταφανώς πειστικότερου του ομολόγου του, αφετέρου μια πιο ισορροπημένη και εύροη μουσική διεύθυνση του Λουκά Καρυτινού, που διέθετε τον παλμό και την ένταση που δικαιώνουν το δράμα του Πουτσίνι!
Περισσότερες πληροφορίες
«Μαντάμα Μπαττερφλάι»
Με τη συμπλήρωση των 80 ετών της ΕΛΣ, η θρυλική όπερα του Πουτσίνι επιστρέφει όχι μόνο για να τιμήσει την επέτειο, αλλά και για να σημάνει την επανεκκίνησή της, έστω και εν μέσω πανδημίας. Με κορυφαία πρωταγωνίστρια τη σοπράνο Ερμονέλα Γιάχο, σε μουσική διεύθυνση Λουκά Καρυτινού και σκηνοθεσία, σκηνικά, κοστούμια Ούγκο ντε Άνα.