
Τον Απρίλιο του 2019, ο κριτικός Μπράιαν Ράφτερι κυκλοφόρησε το βιβλίο "Best. Movie. Year. Ever.: How 1999 Blew Up the Big Screen", στο οποίο ανέπτυξε σε περισσότερες από 400 σελίδες το επιχείρημα πως το 1999 ήταν η καλύτερη χρονιά στην ιστορία του κινηματογράφου. Πρόκειται για μια άποψη που βρήκε ευρεία απήχηση στους διαδικτυακούς σινεφιλικούς κύκλους και τελευταία ανασύρεται συχνά πυκνά στην επικαιρότητα. Είναι, όμως, έτσι; Και γιατί παρά τα βάσιμα, ομολογουμένως, επιχειρήματα των υποστηρικτών αυτής της πλευράς, στα αλήθεια έχουμε να κάνουμε με μια μάλλον μονοδιάστατη αντίληψη της κινηματογραφικής ιστορίας;

Ας δούμε, πρώτα, πού στηρίζεται δικαίως ο Ράφτερι. Το 1999 έκαναν πρεμιέρα πολλαπλές ταινίες νεαρών ή και πρωτοεμφανιζόμενων δημιουργών οι οποίοι όχι μόνο αποτύπωσαν στα έργα τους μοναδικά το πνεύμα της εποχής τους, αλλά και έκαναν τομή στην παγκόσμια ποπ κουλτούρα. Τέτοιες, για παράδειγμα, είναι οι περιπτώσεις τίτλων όπως τα "Matrix" (Λάνα & Λίλι Γουατσόφσκι), "Fight Club" (Ντέιβιντ Φίντσερ), "Η Έκτη Αίσθηση" (Μ. Νάιτ Σιάμαλαν), "Μάτια Ερμητικά Κλειστά" (Στάνλεϊ Κιούμπρικ) "American Beauty" (Σαμ Μέντες), "Αυτόχειρες Παρθένοι" (Σοφία Κόπολα), "American Pie" (Πολ Βάιτζ), βλέπετε, μαζεύονται πολλά...

Πράγματι, δεν είναι πολλές οι μεταγενέστερες ταινίες που μπορούν να καυχιούνται πως άλλαξαν το εμπορικό, τουλάχιστον, σινεμά. Σήμερα παρατηρείται ένδεια αισθητικά και αφηγηματικά πρωτότυπων δημιουργών, ενώ δεν είναι τυχαίο πως χρειάστηκε να φτάσουμε ως το 2017 για να κυκλοφορήσει ντεμπούτο με πρωτότυπο σενάριο ("Τρέξε!", Τζόρνταν Πιλ) που κατέρριψε το ρεκόρ εισπράξεων που προηγουμένως κατείχε το έτερο horror "Blair Witch Project" (Ντάνιελ Μάιρικ & Εντουάρντο Σάντσεζ) το οποίο κυκλοφόρησε... το 1999.

Βέβαια, ένα από τα προβλήματα της θεωρίας του Ράφτερι είναι ήδη εμφανές. Η ματιά του περιορίζεται αποκλειστικά στη χολιγουντιανή παραγωγή, αγνοώντας σπουδαία και εξίσου επιδραστικά φιλμ από την Ευρώπη. Χάθηκε ένα "Beau Travail" (Κλερ Ντενί), ένα "Τρέξε, Λόλα Τρέξε;" (Τομ Τίκβερ); Επιπλέον, προσπερνά την αιχμή πιο οριακών ή και avant-garde σκηνοθετών που τότε ξεπηδούσαν στις παρυφές του mainstream, σαν τον πολύ σημαντικό Γκρεγκ Αράκι που το '99 κυκλοφόρησε το camp και ερωτικό "Splendor".

Έπειτα, η προσκόλληση στο 1999 δίνει αφορμή για ενδιαφέροντα σινεφιλικό αντίλογο. Γιατί να είναι αυτή η καλύτερη χρονιά όλων των εποχών και όχι, ας πούμε, το 1954; Εκείνο το έτος μόνο στο Φεστιβάλ Βενετίας βρίσκουμε να διαγωνίζονται ταινίες που έγιναν άμεσα κλασικές, σαν το "La Strada" (Φεντερίκο Φελίνι), το "Λιμάνι της Αγωνίας" (Ελία Καζάν), το "Σιωπηλό Μάρτυρα" (Άλφρεντ Χίτσκοκ), τους "Επτά Σαμουράι" (Ακίρα Κουροσάβα) και τον "Επιστάτη Σάνσο" (Κένζι Μιζογκούτσι). Όχι κι άσχημα... Εν τω μεταξύ, για τους λάτρεις της στατιστικής, όλες τους έχασαν το Χρυσό Λέοντα από το "Ρωμαίο και την Ιουλιέτα" του Ρενάτο Καστελάνι!
Φυσικά, κάθε γενιά δημιουργεί τους δικούς της μύθους και τα δικά της ορόσημα. Δεν τίθεται, δηλαδή, θέμα ανταγωνισμού. Αλλά μπορούμε, σίγουρα, να προσεγγίζουμε τον κινηματογράφο με παγκόσμιους και δυναμικούς όρους. Καλό το Χόλιγουντ, αλλά μέχρι κι αυτό πλέον διεθνοποιείται με ταχείς ρυθμούς. Αρκεί να θυμίσουμε τα Όσκαρ των αριστουργηματικών "Παράσιτων" (Μπονγκ Τζουν-χο) και τα 13 βραβεία που διεκδικεί σύντομα το διχαστικό μιούζικαλ "Emilia Pérez"...