Όσο κι αν δε θέλω να παραδεχτώ ότι η δεκαετία του '90 δεν είναι πλέον πέντε ή δέκα χρόνια πίσω, παραμένει γεγονός πως το πλήρωμα του χρόνου έρχεται πλέον και για όσα καθόρισαν την παιδική και εφηβική ηλικία (πολλών από) μας. Ανάμεσά τους δύο ταινίες οι οποίες κλείνουν φέτος τα 20, έχοντας προκαλέσει πάταγο όταν κυκλοφόρησαν το 1999. Μιλάμε φυσικά για τα «Matrix» και «Fight Club».
Ακόμα και αν δεν είχατε ζήσει τα τελευταία χρόνια των '90s, ενδεχομένως να έχετε ακούσει για τη φρενίτιδα αμέτρητων θεωριών συνωμοσίας που σχετίζονταν με την αυγή της νέας χιλιετίας, και την Αποκάλυψη η οποία θεωρούταν δεδομένο πως θα συνέβαινε μόλις ξημέρωνε 1η Ιανουαρίου του 2000. Η διασημότερη εξ αυτών αφορούσε τον ιό Y2K ο οποίος υποτίθεται ότι κατά την αλλαγή του χρόνου θα «μόλυνε» όλα τα ηλεκτρονικά συστήματα του πλανήτη, οδηγώντας σε παράλυση του παγκόσμιου τραπεζικού συστήματος, πτώσεις αεροπλάνων, πολέμους και προοδευτικά στoν αφανισμό κάθε ίχνους ανθρώπινου πολιτισμού.
Όπως φαντάζεστε η πραγματικότητα ήταν τελείως διαφορετική, καθώς ο Y2K αφορούσε ένα λάθος λογισμικού σε σχέση με τη σωστή εμφάνιση των ημερομηνιών του 21ου αιώνα, το οποίο αντιμετωπίστηκε έγκαιρα και δίχως να... πέσει κάποιο πετούμενο. Όμως το 1999 η μαζική υστερία και το άγχος πως αυτό μπορούσε να είναι το τελευταίο έτος του ανθρώπου στη Γη μεσουρανούσαν, και μέσα σε αυτό το κλίμα κυκλοφόρησαν οι δύο ταινίες που αιχμαλώτισαν το πνεύμα της δεκαετίας, προσφέροντας ταυτόχρονα μια -δυσοίωνη- εικόνα της νέας εποχής που βρισκόταν προ των πυλών.
Μπλε ή κόκκινο χάπι;
Η ιδέα πως ο κόσμος όπως τον ξέρουμε δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια χίμαιρα, ή πιο συγκεκριμένα μια αλγοριθμική προσομοίωση κατασκευασμένη από μηχανές - δυνάστες των ανθρώπων, όπως υπαινίσσεται το «Matrix», θα επέφερε πολλαπλά εγκεφαλικά σε φιλοσόφους σαν τον Ντεκάρτ και τον Χιούμ. Στο μυαλό των Λάνα και Λίλι Γουατσόφσκι, όμως, αυτή ήταν η αφορμή γύρω από την όποια έστησαν το δυστοπικό σύμπαν της ταινίας τους.
Βαθιά επηρεασμένο από το ασιατικό σινεμά, ιδιαίτερα τις περιπέτειες πολεμικών τεχνών του Τζον Γου («Ο Τιμωρός του Χονγκ Κονγκ») και anime όπως το «Ghost in the Shell», το σκηνοθετικό δίδυμο προχώρησε στην κατασκευή μιας πρωτόγνωρης cyberpunk ταινίας, με γερές δόσεις ψυχεδέλειας και φιλοσοφικού υπαρξισμού, που ανέτρεψε τις συμβάσεις των χολιγουντιανών μπλοκμπάστερ. Όσο πρωτότυπη ήταν η σκέψη πως δεν είμαστε παρά πίξελ στην οθόνη μιας μεταλλικής μηχανής, με δεδομένο πως το ίντερνετ ήταν τότε μια εν πολλοίς άγνωστη λέξη, εξίσου ριζοσπαστικά ήταν τα τεχνικά άλματα που πραγματοποίησαν οι Γουατσόφσκι στις σκηνές δράσης.
Τα βραβευμένα με Όσκαρ ειδικά εφέ σχεδιάστηκαν σε εξελιγμένα και ειδικά προσαρμοσμένα προγράμματα, με το αρμόδιο τμήμα της παραγωγής να έρχεται στο προσκήνιο, διεκδικώντας το μερίδιο που του αναλογεί στη δημιουργία μιας ταινίας. Ο τρόπος εργασίας που εφαρμόστηκε στο «Matrix» δε, χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στα γιγάντια μπλοκμπάστερ που το διαδέχθηκαν. Εδώ αρκεί να αναφερθούμε στην περίφημη σκηνή όπου ο Κιάνου Ριβς αποφεύγει σε αργή κίνηση τις σφαίρες που έρχονται κατά πάνω του, λυγίζοντας περίτεχνα προς τα πίσω το σώμα του, και θα καταλάβετε αμέσως τι εννοούμε. (Όποιος ισχυριστεί ότι δε δοκίμασε να κάνει το ίδιο με τους φίλους του, λέει ψέματα.)
Για τον γράφοντα η θέαση του «Matrix» πρόσφερε μια αναπάντεχη πρώτη γεύση υπαρξιακού άγχους και ολιγοήμερους sci-fi εφιάλτες που περιλάμβαναν μικροσκοπικά ρομπότ - έντομα να παρεισφρέουν στο σώμα μου. Όπως είπα όμως, ακριβώς επειδή η σχέση των περισσότερων με την τεχνολογία κινούταν στα επίπεδα του «ουάου, αυτό το κινητό έχει πορτάκι!», όσοι υπέστησαν οποιουδήποτε είδους σοκ, το ξεπέρασαν γρήγορα. Σήμερα, όμως, εάν αναλογιστούμε το μεγάλο κομμάτι της ανθρώπινης συμπεριφοράς το οποίο εξαρτάται από τα κοινωνικά δίκτυα και το πόσο ραγδαία έχουν βελτιωθεί οι αλγόριθμοι ώστε πλέον δεν προτείνουν αλλά ορίζουν τις επιλογές μας, ο αυτοματοποιημένος κόσμος του «Matrix» μοιάζει αίφνης βλοσυρά οικείος. Dislike.
Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί πως το sci-fi έπος των Γουατσόφσκι δεν ήρθε από το πουθενά. Η κυκλοφορία του συνδυάστηκε μια ευρύτερη τάση εκείνης της περιόδου στο Χόλιγουντ κατά την οποία οι ταινίες απεικόνιζαν απαισιόδοξες αναπαραστάσεις της μέλλουσας ή τρέχουσας πραγματικότητας. Σε αυτό το ρεύμα ανήκουν ταινίες όπως το «Truman Show» (Πίτερ Γουίαρ), η «Σκοτεινή Πόλη» (Άλεξ Πρόγιας), το «eXistenZ» (Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ) και το αγχωτικό ντεμπούτο «π» του Ντάρεν Αρονόφσκι. Διότι δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έβλεπαν την έλευση του μιλένιουμ με ανησυχία παρά ελπίδα...
Η ταινία που έσπασε τους κανόνες
Στο σύνολο των '90s όμως η περιρρέουσα ατμόσφαιρα κάθε άλλο παρά ζοφερή ήταν. Η πτώση της ΕΣΣΔ, στις αρχές τις δεκαετίας, τερμάτισε τον Ψυχρό Πόλεμο και τα σενάρια πυρηνικού ολέθρου, ενώ η πανηγυρική επικράτηση του καπιταλισμού τροφοδοτούσε με κέρδη την παγκόσμια οικονομία. Η ελεύθερη αγορά ήταν η νέα παιδική χαρά του μοντέρνου ανθρώπου, η οποία βέβαια δε θα αργούσε να παραγάγει τα πρώτα της «κακά παιδιά».
Ένα χαρακτηριστικό κινηματογραφικό παράδειγμα αυτού του είδους είναι ο χρηματιστής Πάτρικ Μπέιτμαν, όπως τον ενσάρκωσε ο Κρίστιαν Μπέιλ στο σαρδόνιο «American Psycho» (Μέρι Χάρον) που κυκλοφόρησε το 2000, αλλά βασίζεται στο ομότιτλο βιβλίο του Μπρετ Ίστον Έλις του 1991. Ο Μπέιτμαν, ένας αστός ψυχαναγκαστικός ναρκισσιστής, ξεσπά σε ένα βίαιο δολοφονικό σερί -σε ποπ ρυθμούς- όταν το μάταιο συνεχές κυνήγι της επιτυχίας τον «σπάει». Πρόκειται για μία υπερβολική απόδοση του κυρίαρχου τύπου άντρα στα '90s, τον οποίο βρίσκουμε αντεστραμμένο στο «Fight Club».
Οι χαρακτήρες στο βιβλίο του Τσακ Παλάνιουκ, στο οποίο βασίστηκε η ταινία, δεν είναι αποκλειστικά άντρες πεινασμένοι για κέρδος. Ο άυπνος πρωταγωνιστής που ενσαρκώνει ο Έντουαρντ Νόρτον είναι αποπροσανατολισμένος, απογοητευμένος με την ανικανότητά του να πετύχει τους στόχους του, άρα, ένας άντρας αποτυχημένος, ανάξιος. Για αυτό και στρέφεται ενάντια σε καθετί που του στερεί την ευκαιρία στο (αμερικανικό) όνειρο, όπως η αποθέωση του καταναλωτισμού, και βρίσκει την απελευθέρωση στη βία. Ο χαρακτήρας του Νόρτον χρησιμοποιεί το σώμα του, το τελευταίο που του έχει απομείνει, για να νιώσει ζωντανός και να αποδείξει την ανδρεία του. Όλα αυτά φυσικά μέχρι να καταρρεύσουν τα πάντα στην τρίτη πράξη, μετά την α λα «Se7en» αποστομωτική ανατροπή του σκηνοθέτη Ντέιβιντ Φίντσερ.
Το «Fight Club» είχε σχεδιαστεί για να αποτύχει, με το στούντιο μάλιστα να έχει προετοιμαστεί για απότομη προσγείωση στον πάτο του box office και σχεδόν τα κατάφερε, μιας και η ταινία «έπιασε» ελάχιστα εκατομμύρια στο άνοιγμά της. Όμως, έχοντας ως καύσιμο την ασίγαστη οργή των ηρώων του, τους διάσημους ηθοποιούς και την ωμή αισθητική, σε συνδυασμό με το ότι διαδόθηκε τάχιστα από στόμα σε στόμα, το «Fight Club» απέκτησε εν μία νυκτί διαστάσεις cult. Η δημοφιλία του δεν συνεπάγεται βέβαια καθολική αποδοχή...
Η ταινία δίχασε απόλυτα τους κριτικούς και το κοινό εξαιτίας του αμφιλεγόμενου περιεχομένου της. Η έντονη παρουσία της βίας ως εργαλείο στα χέρια πολλών που υπακούν σε έναν αμοραλιστή καθοδηγητή, εύκολα βρίσκει διασυνδέσεις με το φασισμό, ενώ ταυτόχρονα καλλωπίζει και αποθεώνει κτηνώδεις παρορμήσεις. Από την άλλη όμως, ο Φίντσερ έχει χαρακτηρίσει το «Fight Club» σάτιρα, με την κωμικοτραγική συμπεριφορά των ηρώων να συνιστά αποδόμηση των εφιαλτικών συνεπειών της τοξικής αρρενωπότητας, και απόδειξη της πανικόβλητης εμμονής των αντρών να επιβεβαιώνουν τη ρώμη τους. Από τη μεριά του, ο Παλάνιουκ έχει δηλώσει πως η ιστορία του αφορά «τον φόβο του να ζήσεις και να πεθάνεις χωρίς στο ενδιάμεσο να έχεις μάθει κάτι ουσιαστικό για εσένα». Αυτή η αμφισημία προθέσεων και αποτελέσματος δρα μειονεκτικά προς το φιλοσοφικό βάρος της ταινίας, ιδιαίτερα εάν υπολογίσει κανείς πως η δράση παίρνει τα ηνία της αφήγησης από ένα σημείο και έπειτα.
Σε όποια μεριά και εάν στέκεστε απέναντι στην ταινία, είναι γεγονός πως το «Fight Club» εξακολουθεί να ασκεί επιρροή βρίσκοντας οπαδούς ακόμα και στα πιο απίθανα μέρη, όπως τους συντηρητικούς υποστηρικτές των «αντρικών δικαιωμάτων». Στο πρόσωπο του Νόρτον βλέπουν έναν απεγνωσμένο άντρα που μετατρέπεται σε νιτσεϊκό «υπεράνθρωπο», ενώ δεν είναι τυχαίο πως έχουν εντάξει στη φρασεολογία τους τον όρο «χιονονιφάδα» («snowflake»), που στην ταινία χρησιμοποιεί ο Τάιλερ Ντάρντεν (Μπραν Πιτ), ως υποτιμητικό χαρακτηρισμό προς όσους θίγονται από ρατσιστικές ή σεξιστικές συμπεριφορές. Ανάλογη τύχη είχε και το «Matrix». Οι «άντρες ακτιβιστές» χρησιμοποιούν το μπλε χάπι που θα επέστρεφε τον Νίο στον κάλπικο κόσμο όπου ζούσε, ως ένα σύμβολο της αδιαφορίας που ενστερνίζονται οι άντρες και η οποία δεν τους επιτρέπει να αντιληφθούν το παγκόσμιο σχέδιο για την καταπίεσή τους (sic).
Το επιστέγασμα αυτής της επετείου είναι πως 20 χρόνια μετά, το εμπορικό σινεμά τείνει να χάσει την τόλμη, την πρωτοτυπία και τη δύναμή του να αφήνει ανεξίτηλα αποτυπώματα στη συλλογική μνήμη. Η μόνη λύση για να αντιστραφεί αυτή η τάση είναι η υποστήριξη των ταινιών στις αίθουσες και η ανοιχτόμυαλη υπομονετική ερμηνεία τους, για να μην παρασυρθούμε σε επικινδύνους δρόμους σκέψης που παράγουν περισσότερα παραμύθια από όσα μπορούν να καταναλώσουν... Ας είναι αυτός ο μοναδικός κανόνας του δικού μας κλαμπ.