Το "Υπάρχω" φέρνει ξανά το λαϊκό τραγούδι στο κινηματογραφικό προσκήνιο

Η βιογραφία του Στέλιου Καζαντζίδη είναι πάνω απ’ όλα ένας φόρος τιμής στη μουσική και το σινεμά του παρελθόντος.

Υπάρχω 3 ©Marilena Anastasiadou

Κάποτε, το ελληνικό σινεμά ήταν συνυφασμένο με το λαϊκό τραγούδι. Οι σκηνές στα κέντρα διασκέδασης αποτελούσαν κορύφωση σχεδόν σε κάθε σενάριο και οι καλλιτέχνες που πρωταγωνιστούσαν σε αυτές είχαν, περίπου, εξασφαλισμένη επιτυχία. Ανάμεσα σε εκείνους που οφείλουν σημαντικό μερίδιο της δημοφιλίας τους στον κινηματογράφο, ειδικά στην αρχή της καριέρας τους, είναι και ο Στέλιος Καζαντζίδης. Με σχεδόν είκοσι εμφανίσεις στη μεγάλη οθόνη, ο εμβληματικός τραγουδιστής γίνεται ο ίδιος, τώρα, πηγή έμπνευσης στο "Υπάρχω" του Γιώργου Τσεμπερόπουλου, όπου ενσαρκώνεται από τον επίσης μουσικό Χρήστο Μάστορα στην πρώτη κινηματογραφική εμφάνισή του. Η βιογραφία προσελκύει ξεχωριστό ενδιαφέρον για μια σειρά από προφανείς λόγους, όπως το ότι προστίθεται σε ένα κλειστό κλαμπ ελληνικών παραγωγών που βασίζονται σε αληθινά πρόσωπα της λαϊκής κουλτούρας, η ρομαντική σκηνοθετική προσέγγιση, όμως, είναι που μας απασχολεί εν προκειμένω. Και επιπλέον, διερευνούμε το ερώτημα εάν τείνουμε να εισέλθουμε σε μια φάση του εγχώριου εμπορικού σινεμά όπου η νοσταλγία για το παρελθόν, σε συνδυασμό με την εμβάθυνση σε καθολικά γνώριμες καλλιτεχνικές προσωπικότητες, παίρνει εκ νέου τα ηνία του box office.

Όλα Είναι Δρόμος
"Όλα Είναι Δρόμος"

Μοναχικοί ξενύχτες

Μετά το τέλος της εποχής του κοινώς αποκαλούμενου "παλιού καλού ελληνικού σινεμά", δηλαδή τη δεκαετία του ‘70 που αναδείχθηκε ο Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος, τα λαϊκά νυχτερινά κέντρα βγήκαν, κυριολεκτικά, από το πλάνο, συμβαδίζοντας με τους ευρύτερους μετασχηματισμούς στη διασκέδαση της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Δεν είναι τυχαίο πως η πιο δημοφιλής απεικόνιση των "μπουζουκιών" εκείνης της περιόδου ανήκει στην "Παραγγελιά" (Παύλος Τάσιος, 1980) όπου παύουν να είναι τόπος ανταμώματος και μετατρέπονται σε απειλητικό σκηνικό βίας, αφού, θυμίζουμε, η υπόθεση βασίζεται στη δολοφονία τριών παρευρισκομένων στο "Νεράιδα" από τον Νίκο Κοεμτζή (1973). Λίγο αργότερα, το σπουδαίο "Ρεμπέτικο" (Κώστας Φέρρης, 1983) επαναφέρει στο προσκήνιο τις ρίζες της λαϊκής μουσικής και έναν πεπερασμένο κόσμο της νύχτας και του περιθωρίου.

Εδώ, επίσης, για πρώτη φορά οι ήχοι του ρεμπέτικου και των πρωτόλειων λαϊκών επανέρχονται στο σινεμά με όρους νοσταλγίας, καθώς παρακολουθούμε το οδοιπορικό μιας τραγουδίστριας (Σωτηρία Λεονάρδου) και μαζί μιας ολόκληρης χώρας, από τη Σμύρνη του 1917 έως την Αθήνα του 1955. Ακόμα μια εμβληματική κινηματογραφική στιγμή με φόντο τη σκηνή ενός μαγαζιού, και δη σκυλάδικου, η αψεγάδιαστη ενότητα του "Βιετνάμ" στο "Όλα Είναι Δρόμος" (1998) του Παντελή Βούλγαρη. Διάχυτη μελαγχολία και υπερηχητική ματαίωση ζώνουν τον κεντρικό ήρωα Μάκη Τσετσένογλου (Γιώργος Αρμένης), ένα "μετα-πασοκικό" υποκείμενο που λίγο πριν την αυγή του μιλένιουμ βρίσκει παρηγοριά και λύτρωση στην απόλυτη ισοπέδωση, τη κατάργηση των αυταπατών και το ανάθεμα της υλικότητας, αφού πια έχει χάσει όλα όσα αγαπάει. Συγγενές αισθητικά, αλλά και γεωγραφικά διότι τοποθετείται και αυτό στη Βόρεια Ελλάδα, το "Αυτή η Νύχτα Μένει" (Νίκος Παναγιωτόπουλος, 2000). Η διασκευή του ομώνυμου βιβλίου του Θάνου Αλεξανδρή εμβαθύνει στην ερωτική τρέλα και το πάθος που συνοδεύει τη λαϊκή μουσική, αποθεώνοντας παράλληλα τη γοητεία του τραγουδιού και το ρομαντισμό που παραμένει αυθεντικός, παρότι περιτριγυρίζεται από κυνισμό λουσμένο στο νοθευμένο αλκοόλ.

ευτυχια
"Ευτυχία"

Αλλοτινές μου εποχές

Τα παραπάνω φιλμ άφησαν μια συγκεκριμένη κινηματογραφική παρακαταθήκη στην ελληνική ποπ κουλτούρα, τόσο σε επίπεδο εικόνων όσο και αφηγήσεων. Χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια για να δούμε ξανά παραγωγές παρόμοιου ύφους στη μεγάλη οθόνη, με το "Ουζερί Τσιτσάνης" (Μανούσος Μανουσάκης, 2015) να επιχειρεί μια διστακτική αναβίωση κι ακολούθως η "Φαντασία" (Αλέξης Καρδαράς, 2019). Οι δύο τελευταίοι τίτλοι, αν και, σαφώς, τελείως διαφορετικής υφολογικής προσέγγισης, μπορεί να μην κέρδισαν το καλλιτεχνικό στοίχημά τους, συνέπεσαν όμως με την πρεμιέρα της "Ευτυχίας" (Άγγελος Φραντζής, 2019) και μαζί άρχισαν να διαμορφώνουν μια άτυπη τάση. Η βιογραφία της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου σε γενικές γραμμές πέτυχε δύο τομές. Από τη μία, αναθέρμανε το ενδιαφέρον του μαζικού κοινού προς το καλλιτεχνικό εμπορικό ελληνικό κινηματογράφο και από την άλλη, σμίλεψε ένα μοντέρνο σκηνοθετικό αποτύπωμα. Το οποίο, με τη σειρά του, βασίζεται στο συνδυασμό της αναδρομής, προσωπικής - εθνικής στο στιλ του "Ρεμπέτικου", με το ψυχογράφημα ελαττωματικών πλην παλλόμενων, αληθινών, μεταφορικά ή όχι, ανθρώπων, σαν αυτούς του "Βιετνάμ" και της "Νύχτας".

Υπό αυτήν την έννοια, λοιπόν, το "Υπάρχω" έρχεται να προστεθεί στο "ρεύμα", δίχως φυσικά να μιμείται τις προαναφερθείσες ταινίες. Ο πολύπειρος Τσεμπερόπουλος αποφεύγει την απλοϊκή αναπαράσταση της αλλοτινής Ελλάδας, οι σκηνογραφικές παρεμβάσεις είναι διακριτικές και εύστοχες, και επιλέγει να αφήσει τη μουσική να "μιλήσει". Η εμπιστοσύνη του στον Μάστορα, ο οποίος στέκεται με τιμιότητα στο ρόλο, δικαιώνεται κάθε φορά που ερμηνεύει κάποιο από τα κομμάτια του Καζαντζίδη. Η ομοιότητα της χρονιάς του είναι αξιοθαύμαστη και έτσι, το "Υπάρχω" αποκτά μια γνώριμη θαλπωρή την ώρα που το ένα μετά το άλλο τα τραγούδια εντείνουν το αίσθημα της διαφυγής στη σκοτεινή αίθουσα. Για το γράφοντα, μάλιστα, αυτή η ιδιότητα πιθανότατα θα κερδίσει περισσότερο και τους θεατές, αφού οι εκτελέσεις επιδρούν σα μια πληθωρική ανθολογία από αγαπημένα κομμάτια.

Όπως σημειώνει σχετικά ο Τσεμπερόπουλος: "Κινηματογραφικά, η ταινία είναι κυρίως πάνω στους χαρακτήρες και την αλήθεια τους. Καθώς περνούν τα χρόνια, τα ντεκόρ και τα ρούχα αλλάζουν ραγδαία και χωρίς να τα περιγράφουμε, τα αισθανόμαστε να γεμίζουν αντικείμενα, νέα υλικά και χρώματα. [...] βλέπουμε να γεννιούνται μερικά τραγούδια ορόσημα για τους Έλληνες, που ακόμα τα τραγουδάμε και τα χορεύουμε στις παρέες και τα γλέντια μας. Παράλληλα βλέπουμε τη χώρα να αναπτύσσεται και να μεταλλάσσεται, τον κόσμο να περνάει από τη φτώχεια σε μια καινούρια εποχή που ξεφεύγει χωρίς μέτρο, προσφέροντας μια ματιά στις αρχές της σημερινής μας εξέλιξης".

Υπάρχω 4
©Marilena Anastasiadou
"Υπάρχω"

Το μέλλον του παρελθόντος

Η κινηματογραφική πορεία του "Υπάρχω" μόλις που ξεκινάει, όμως, όντας ένα πολυαναμενόμενο ελληνικό blockbuster μας επιτρέπει ένα σύντομο ευρύτερο σχόλιο για το σύγχρονο εμπορικό σινεμά. Με την εξαίρεση της περίπτωσης του Αλέξανδρου Παπακαλιάτη ("Αν...", "Ένας Άλλος Κόσμος") και των διαφόρων κωμωδιών τύπου "Batchelor", οι ελληνικοί τίτλοι που έχουν πετύχει στο box office τα έχουν καταφέρει επενδύοντας στο παρελθόν και την ανακατασκευή οκείων ιστοριών. Από την "Πολίτικη Κουζίνα" (Τάσος Μπουλμέτης, 2003) και τις "Νύφες" (Παντελής Βούλγαρης, 2004), μέχρι τη "Ρόζα της Σμύρνης" (Γιώργος Κορδέλλας, 2016), τη "Φόνισσα" (Εύα Νάθενα, 2019) και το… "Σμαραγδής - verse" ("El Greco", "Ο Θεός Αγαπάει το Χαβιάρι", "Καζαντζάκης"), η mainstream μυθοπλασία κοιτάζει περισσότερο πίσω, παρά μπροστά, με όρους περιεχομένου πρωτίστως. Πρόκειται για μια ροπή που παρατηρείται διεθνώς, όπως για παράδειγμα στο Χόλιγουντ όπου επενδύουν αλόγιστα σε δοκιμασμένα πολιτισμικά αγαθά ("IPs") αντί στο ρίσκο του αυθεντικού. Πλάι σε αυτά, όμως, χρειάζονται και οι νέες αφηγήσεις που θα κάνουν το λεγόμενο εμπορικό arthouse να σταθεί στην ελληνική αγορά ειδικά τώρα, που υπάρχει πληθώρα νέου και ανερχόμενου ταλέντου, όπως αυτό της Ασημίνας Προέδρου ("Πίσω από τις Θημωνιές") και του "Digger" (Τζώρτζης Γρηγοράκης, 2020), για να αναφερθούμε μονάχα σε δύο εκ πολλών παραδειγμάτων. Το μείζον, τέλος, είναι πως το ελληνικό σινεμά "συμβαίνει" ακόμα και "Υπάρχει" με κρότο.

Περισσότερες πληροφορίες

Υπάρχω

2,5
  • Δραματική
  • 2024
  • Διάρκεια: 132 '
  • Γιώργος Τσεμπερόπουλος

Παιδί Μικρασιατών προσφύγων, ο Στέλιος Καζαντζίδης μεγαλώνει με τη μητέρα του και τον μικρότερο αδελφό του στη Νέα Ιωνία του ’40. Κάνει διάφορες δουλειές για να συντηρήσει την οικογένειά του, μέχρι που το αφεντικό του στο εργοστάσιο τον ακούει να τραγουδάει και του χαρίζει μια κιθάρα.

Διαβάστε ακόμα

Τελευταία άρθρα Σινεμά

Μια βραδιά με τη "Λόλα" της Ανούκ Εμέ

Ενα τρυφερό, ασπρόμαυρο παραμύθι για τον έρωτα και τη χαμένη προσδοκία, σε σκηνοθεσία Ζακ Ντεμί.

ΓΡΑΦΕΙ: ATHINORAMA TEAM
16/06/2025

Οι ταινίες που έρχονται στις αίθουσες την Πέμπτη 19/6

Νεκροζώντανοι, ανατριχίλες από την Ιβηρική κι μία πολλά υποσχόμενη ταινία κινουμένων σχεδίων προσεχώς στις μαρκίζες των κινηματογράφων.

Οι 5 πιο συγκινητικοί κινηματογραφικοί μπαμπάδες της δεκαετίας

Με αφορμή τη Γιορτή του Πατέρα θυμόμαστε εκείνους που μας έκαναν να δακρύσουμε στις σκοτεινές αίθουσες.

Οι 15 καλύτερες queer ταινίες του 21ου αιώνα

Με αφορμή το Athens Pride ανατρέχουμε στις σπουδαιότερες στιγμές ενός σινεμά που βρίσκεται ακόμα στην ακμή του.

Τα θρίλερ και οι ταινίες τρόμου που βλέπουμε στα σινεμά αυτήν την εβδομάδα

Τα προγράμματα των κινηματογράφων προσφέρουν πολλές ευκαιρίες για ανατριχίλες σε θερινές ή "παντός καιρού" αίθουσες.

5 ταινίες που πρέπει να δουν οι μπαμπάδες με τα παιδιά τους

Μια must-see λίστα με φιλμ που εμβαθύνουν στις πολυπλοκότητες της πατρότητας και την ομορφιά της γονεϊκότητας.

5 ταινίες για τη Μέρα του Πατέρα

Μια λίστα με κινηματογραφικούς μπαμπάδες που μας έμειναν αξέχαστοι.