Για τον Αντώνη Καρπετόπουλο η «Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς» ανήκει στον Οικονομίδη και μόνο

Ο δημοσιογράφος αναλύει τους λόγους που ο αγαπημένος σκηνοθέτης έχει ένα ασύγκριτο κινηματογραφικό στιλ.

Για τον Αντώνη Καρπετόπουλο η «Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς» ανήκει στον Οικονομίδη και μόνο

Ενόψει της απονομής των 12ων βραβείων Ίρις της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, το «α» σε συνεργασία με την Ακαδημία φιλοξενεί τα κείμενα έμπειρων σινεφίλ, οι οποίοι σχολιάζουν τα πέντε φιλμ που διεκδικούν την Ίριδα καλύτερης ταινίας.

Την αρχή κάνει ο αθλητικός δημοσιογράφος Αντώνης Καρπετόπουλος, ο οποίος μπορεί να είναι γνωστός για τις πλούσιες ποδοσφαιρικές γνώσεις του, ίσως όμως κάποιοι θυμούνται πως στην αρχή της καριέρας του υπήρξε συντάκτης του περιοδικού Σινεμά. Πιο πρόσφατα, παρουσίασε μαζί με τον κριτικό κινηματογράφου Γιάννη Ζουμπουλάκη την εκπομπή «Σινεμά στη Σέντρα». Ο Αντώνης Καρπετόπουλος είδε και ενθουσιάστηκε από την «Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς» του Γιάννη Οικονομίδη, όπως γίνεται αμέσως σαφές από το κείμενο που διαβάζετε παρακάτω.

Για τον Αντώνη Καρπετόπουλο η «Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς» ανήκει στον Οικονομίδη και μόνο - εικόνα 1

Θυμίζουμε πως η υπόθεση της «Μπαλάντας...» περιστρέφεται γύρω από την Όλγα (Βίκυ Παπαδοπούλου), σύζυγο ενός εργοστασιάρχη στη Λαμία (Γιάννης Τσορτέκης), η οποία αποφασίζει να τον εγκαταλείψει για χάρη ενός πρώην λαϊκού τραγουδιστή και νυν ιδιοκτήτη νυχτερινού κέντρου (Βασίλης Μπισμπίκης), παίρνοντας μαζί της κι ένα εκατομμύριο ευρώ. Η εκδίκηση του άντρα της θα αναστατώσει τον τοπικό υπόκοσμο με απρόοπτα αποτελέσματα.

Ο λόγος στον Αντώνη Καρπετόπουλο:

«Πολλοί κριτικοί κινηματογράφου (κι όχι μόνο…) επισήμαναν ότι η "Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς" του Γιάννη Οικονομίδη είναι ένα είδος πρώτης απόπειρας του σκηνοθέτη να περάσει στο χώρο της ηθογραφικής κωμωδίας: μολονότι διασκέδασα αρκετά όταν την είδα ας μου επιτραπεί να διαφωνήσω.

Είναι λάθος να τοποθετούμε τις ταινίες του Οικονομίδη σε ενότητες κινηματογραφικών ειδών. Οι ταινίες του Οικονομίδη δεν ανήκουν σε κάποιο είδος: είναι "του Οικονομίδη" – αρκεί δηλαδή το όνομά του σκηνοθέτη, για να προσδιοριστεί μια συγκεκριμένη κινηματογραφική πρόταση. Την "Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς" δεν θα μπορούσε να τη γυρίσει άλλος. Όταν την πρωτοείδα σκέφτηκα ότι ο Οικονομίδης είναι ο τρίτος από τους αδερφούς Κοέν – αυτός που γυρίζει ταινίες στη Λαμία. Αλλά ακόμα κι αν αυτό ίσχυε (προφανώς δεν ισχύει…) είναι βέβαιο πως ο Οικονομίδης δεν θα ζητούσε την βοήθεια των άλλων δυο, παρά μόνο την συμπαράστασή τους. Οι ταινίες του είναι δικές του. Και μόνο.

Κάποιος θα έλεγε ότι για αυτό ο Οικονομίδης ανήκει στην κατηγορία των σκηνοθετών που γυρίζουν πάντα την ίδια ταινία (και δεν είναι μειωτικό αυτό, αφού σε αυτή ανήκουν και "τέρατα", όπως ο Χίτσκοκ ή ο Φελίνι). Ωστόσο ο Οικονομίδης πιο πολύ και από το να γυρίζει την ίδια ταινία, εξελίσσει μια πρόταση – κινηματογραφική, αλλά και αφηγηματική. Γράφει μια παράγραφο με το "Σπιρτόκουτο", δυο διηγήματα με την "Ψυχή στο Στόμα" και το "Μαχαιροβγάλτη", ένα δραματικό μυθιστόρημα με το "Μικρό Ψάρι" και στην "Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς" στυλιζάρει μια νουβέλα με πολύ χιούμορ. Είναι ένας συγγραφέας του σινεμά κι όχι ένας απλός αφηγητής, γιατί οι ταινίες του βασίζονται σε ιστορίες ανθρώπων που, όπως σχεδόν πάντα συμβαίνει με τους καλούς συγγραφείς, ομορφαίνουν χάρη στην παρατήρηση και στην ανάδειξη των λεπτομερειών.

Σε μια Ελλάδα που όποιος ασχολείται με το σινεμά καταλήγει να διηγηθεί συνήθως ψυχογραφίες με πρωταγωνιστή τον εαυτό του, πιστεύοντας αυτάρεσκα πως είναι σπουδαίες(ή ιστορίες διάφορων ιστορικών προσώπων, ελπίζοντας πως το κοινό θα κατασυγκινηθεί από περασμένα μεγαλεία), ο Οικονομίδης ασχολείται με το σήμερα σκάβοντας στην ελληνική μας πραγματικότητα για να αναδείξει εικόνες της που ψιλοφοβόμαστε. Για παράδειγμα για να τεμαχίσει ανελέητα την Αγία Ελληνική Οικογένεια – το κάνει διαβολικά σωστά από τον καιρό του "Σπιρτόκουτου". Και το κάνει και με τη "Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς" οι ήρωες της οποίας ανήκουν σε οικογένειες. Και από αυτές τυραννούνται.

Για τον Αντώνη Καρπετόπουλο η «Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς» ανήκει στον Οικονομίδη και μόνο - εικόνα 2

Πρωταγωνιστές της ταινίας είναι γιοί, κόρες και μάνες. Ένας γιός που το τρίγωνο μάνα, κόρη και σύζυγος του έχει διαλύσει το μυαλό: η ταινία ξεκινά δείχνοντάς τον να σημαδεύει περαστικούς με αεροβόλο. Ένας άλλος γιός, που αφού γνώρισε τη μεγάλη επιτυχία, γύρισε στη μαμά και το όνειρό του είναι πια να βρει κάποια να κάνει οικογένεια: η κατηγορία που του γίνεται είναι ότι είναι «σχεσάκιας». Υπάρχουν δυο μάνες που τοποθετούνται στο κέντρο ενός σύμπαντος, που μπορεί να γίνει και εγκληματικό. Υπάρχουν κόρες που έχουν σηκώσει το μπαϊράκι της χειραφέτησης, αλλά χωρίς σε αυτό να υπάρχει τίποτα το ηρωικό. Υπάρχουν γκάνγκστερ θείοι, δίδυμοι εγκληματίες αδερφοί και μπακούρια, που η μοναξιά τους οδηγεί στο να διαβάζουν Άρλεκιν ή να γίνονται ηδονοβλεψίες.

Στην "Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς" η επιτυχία του Οικονομίδη είναι ότι ενώ διηγείται μια ιστορία που ολοκληρώνεται με ένα σπάνιο για τα ελληνικά δεδομένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών, δεν υπάρχει ούτε ένα δευτερόλεπτο που να αμφισβητείς την πιθανότητα οι πρωταγωνιστές της (όλοι, ανεξαρτήτως του μεγέθους του ρόλου…) να είναι κανονικοί νεοέλληνες, που είναι, όπως πάντα αθυρόστομοι και κακότροποι, αλλά αληθινοί. Ρεαλιστικοί.

Ο Οικονομίδης είναι ένας νεοερεαλιστής του νέου μιλένιουμ. Ο νεορεαλισμός των δεκαετιών του ΄40 ή του ‘50 ίσα ίσα ακούμπησε το ελληνικό σινεμά. Οι Ελληνες σκηνοθέτες που τον ασπάστηκαν, εμπνεύστηκαν μόνο από τη φωτογραφία, τη διαχείριση των ηρώων, τους χώρους. Έτσι βρεθήκαμε να έχουμε πολλές ταινίες με νεορεαλιστική σκληρότητα ( από το "Δράκο" μέχρι την "Αναπαράσταση" κι από τα "Κόκκινα Φανάρια" ή τη «Στέλλα" μέχρι τη "Μαγική πόλη") χωρίς ωστόσο σε αυτές να ακούμε τους πρωταγωνιστές να μιλάνε όπως στην κανονική ζωή: οι Έλληνες σκηνοθέτες αγάπησαν τον "Κλέφτη των Ποδηλάτων" του Ντε Σίκα όχι όμως και το "Il bandito" του Αλμπέρτο Λατουάντα. Ο Οικονομίδης αγαπά την πραγματικότητα: οι αθυρόστομοι ήρωές του δεν είναι καρικατούρες, είναι απολαυστικοί. Και είναι αυτοί κυρίως που κάνουν κάθε ταινία του μια λαχταριστή ταινία.

Αυτό είναι η "Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς": είναι μια βαθύτατα ελληνική, απόλυτα σύγχρονη και καταπληκτικά δική μας ταινία. Τόσο γεμάτη, ώστε περιμένεις ήδη ακόρεστα την επόμενη».

Η «Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς» διεκδικεί συνολικά 15 βραβεία στα 12α βραβεία Ίρις της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Ένα μέρος των ταινιών οι οποίες είτε λήφθηκαν υπόψη είτε βρίσκονται υποψήφιες για βραβείο, προβάλλονται από τις 3 έως τις 9 Ιουνίου στον κινηματογράφο Cine Άνεσις . Αναλυτικές πληροφορίες θα βρείτε εδώ. Η απονομή των βραβείων θα γίνει δια ζώσης στο Θέατρο Άλσος (16/6). Όσοι δεν μπορούν να παρευρεθούν θα μπορούν να παρακολουθήσουν την τελετή ζωντανά μέσω live streaming από το κανάλι του Ιδρύματος Ωνάση στο YouTube.

Διαβάστε ακόμα

Τελευταία άρθρα Σινεμά

Αγγελική Παπούλια πώς βρέθηκες στη Σλοβενία για τον "Τελευταίο Ήρωα";

Η καταξιωμένη Ελληνίδα ηθοποιός μιλά στο "α" για τη συμμετοχή της στη σπιρτόζικη δραμεντί όπου υποδύεται μια εκπρόσωπο πολυεθνικής που αναστατώνει μια μικρή φτωχή κοινωνία.

ΓΡΑΦΕΙ: ΓΙΑΝΝΗς ΚΑΝΤΕΑ-ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟς
25/04/2024

Επαγγελματίας Υπνοβάτης

Ενδιαφέρουσα ιδέα που μένει απλά υποσχόμενη, μιας και υλοποιείται με σεναριακή χοντροκοπιά, ερμηνευτική ανεπάρκεια και αφηγηματική προχειρότητα.

Μην Ανοίγεις την Πόρτα

Η πρώτη ταινία των Unboxholics είναι ένα ψυχολογικό θρίλερ με υποβλητική ατμόσφαιρα, αλλά ελάχιστο ψαχνό. Δραματικά ισχνό και σκηνοθετημένο μονότονα, κορυφώνεται χωρίς την παραμικρή έκπληξη.

Οι Αντίπαλοι

Σεναριακό υπόδειγμα αθλητικού (μελο)δράματος πάνω στις απρόβλεπτες διαδρομές των ανθρώπινων επιθυμιών. "Χορογραφημένο" με ερωτική ένταση και σκηνοθετημένο με φλασάτη, βιντεοκλιπίστικη αυταρέσκεια.

Ζωντανό Πνεύμα

Δύο κόσμοι και τρεις γενιές συγκρούονται σε ένα δράμα ενηλικίωσης με στοιχεία μαγικού ρεαλισμού, κωμωδίας και θρίλερ, το οποίο, όμως, ασθμαίνει για να βρει την ιδανική ισορροπία.

Ο Τελευταίος Ήρωας

Κουστουριτσική, ξέφρενη και βιτριολική σάτιρα, η οποία βγαίνει απ’ τα νερά της όταν προσπαθεί, αδίκως, να σοβαρευτεί και να περάσει "μηνύματα".

Σούπερ Μάγκι

Σίκουελ ενός διεκπεραιωτικά στημένου αυστραλέζικου animation, το οποίο καταγγέλλει απλοϊκά τους κινδύνους της υπνωτιστικά γοητευτικής νέας εικονικής πραγματικότητας.