
Ένας καθηγητής, ύστερα από σαράντα πέντε χρόνια σταδιοδρομίας και ενώ μια τιμητική γιορτή ετοιμάζεται από το σχολείο εν όψει της επικείμενης συνταξιοδότησής του, βρίσκεται αποκλεισμένος στο σπίτι όπου κατοικεί με τη σύζυγό του, καθώς ένα εξαγριωμένο πλήθος μαθητών έχει συγκεντρωθεί απ’ έξω, επιδεικνύοντας απειλητικές διαθέσεις. Στα ερωτήματα που ζητούν απαντήσεις για το συγκεκριμένο γεγονός έρχονται να προστεθούν αυτά που κρύβονται πίσω από την απρόσμενη επίσκεψη της αποξενωμένης κόρης του ζευγαριού, μια επίσκεψη που φέρνει στο φως τις τεταμένες σχέσεις που τη συνδέουν με τους γονείς και κυρίως με τον πατέρα της. Αυτός είναι ο δραματικός πυρήνας –από τον προκύπτουν πολλά θέματα συζήτησης– του τελευταίου έργου του Μαρκ Ρέιβενχιλ, βασικού εκπροσώπου του ρεύματος "in-yer-face theatre", το οποίο χαρακτήρισε το βρετανικό θέατρο των 90s με έργα που ανάβλυζαν βία, ωμότητα, ειρωνεία και έντονη –αν και έμμεση τις περισσότερες φορές– κριτική των θατσερικών και νεοφιλελεύθερων πολιτικών.

Στη "Ράβδο", που έγραψε το 2018 στα 52 του, ο συγγραφέας μιλάει για τη βία και τον αυταρχισμό, για την ηδονή της εξουσίας, διερωτάται πάνω στα όριά της, εκθέτει χειραγωγητικές και πατριαρχικές συμπεριφορές, αυτήν τη φορά στο πλαίσιο της οικογένειας και του εκπαιδευτικού περιβάλλοντος. Επιβεβαιώνει, δε, εκ νέου τη δεινότητα της βρετανικής δραματουργικής σχολής, καθώς υπογράφει ένα πολυεπίπεδο έργο που θίγει καίρια θέματα, τα οποία προκύπτουν δεξιοτεχνικά το ένα μέσα από το άλλο κι έτσι το δραματικό ενδιαφέρον κλιμακώνεται και διατηρείται, παρότι η δράση περιορίζεται στη λεκτική αντιπαράθεση των τριών προσώπων, μάλλον επειδή καθένα απ’ αυτά κρύβει διαφορετικές εκφάνσεις που εκδηλώνονται σταδιακά.

Κι όμως η "Ράβδος" δίνει την εντύπωση ότι πρόκειται για ένα έργο ρητορικής και ηθικής διαλεκτικής, παρά για ένα κείμενο-δυναμίτη, που θα επιδρούσε έντονα και βίαια πρώτα στις αισθήσεις και το θυμικό και έπειτα στη σκέψη και τη λογική επεξεργασία των δραματουργικών δεδομένων. Τουλάχιστον αυτή είναι η επίγευση της παράστασης που υπογράφει ο Γιώργος Σκεύας, συστήνοντας το έργο στους Έλληνες θεατές: παραδίδει με καθαρότητα το κείμενο, διεγείρει τη σκέψη, ανοίγει θέματα προς συζήτηση και προβληματισμό, όμως δεν πυροδοτεί, παρά ελάχιστα, κάποια συναισθηματική δόνηση παρόλη τη ζοφερή συνθήκη που έχει συνθέσει ο συγγραφέας (αν και αφήνει και ο ίδιος κάποια αναπάντητα ερωτηματικά).

Όσο για τους ηθοποιούς, παρόλο που ο Δημήτρης Καταλειφός (Έντουαρντ), η Ζωή Ρηγοπούλου (Μορίν) και η Αλεξία Καλτσίκη (Άννα) ερμηνεύουν τα πρόσωπα σχεδόν ακίνητοι και στις ίδιες θέσεις κατά το μεγαλύτερο μέρος της παράστασης –επιβεβαιώνοντας έτσι την αίσθηση πως έχουμε να κάνουμε με οπτικές γωνίες που συγκρούονται παρά με χαρακτήρες–, κατεβάζουν με θέρμη το κείμενο στην πλατεία και συμβάλλουν αποφασιστικά στη δημιουργική διαδικασία της πρόσληψής του.
Περισσότερες πληροφορίες
Η ράβδος
Η βία, ο αυταρχισμός και οι σχέσεις εξουσίας βρίσκονται στο επίκεντρο του βρετανικού έργου, μέσα από την ιστορία ενός καθηγητή που περιμένει την αποχαιρετιστήρια γιορτή για την αφυπηρέτησή του. Ο Βρετανός συγγραφέας, εκπρόσωπος του in-yer-face θεάτρου, θέτει ερωτήματα και η παράσταση που σκηνοθετεί ο Γιώργος Σκεύας παραδίδει με καθαρότητα το κείμενο, διεγείρει τη σκέψη και ανοίγει θέματα προς συζήτηση και προβληματισμό.