«Ενας στρόβιλος είναι η ζωή. Ευτυχία θα πει να αγαπάς το στρόβιλο», θα πει η Μαρία Κίτσου στο φινάλε της παράστασης, κι αυτόν το στρόβιλο επιχειρεί να συλλάβει ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, ανεβάζοντας το μνημειώδες μυθιστόρημα του Ταχτσή. Με γρήγορη ροή, συνεχείς δράσεις και πολυπληθείς σκηνές, η παράσταση βάζει στο επίκεντρο τις ζωές δύο γυναικών μέσα στη δίνη του χρόνου – και μέσω αυτών την ίδια την Ελλάδα του πρώτου μισού του 20ού αι., τα μεγάλα ιστορικά και πολιτικά γεγονότα που τη σημάδεψαν. Γύρω από τις δύο κεντρικές ηρωίδες, την Εκάβη και τη Νίνα, πεισματάρες και μαχήτριες της ζωής, πρωταγωνίστριες δύο διαδρομών πότε παράλληλων και πότε τεμνόμενων, ο Μαρκουλάκης στήνει ένα πολύχρωμο γαϊτανάκι, φέρνοντας το ιδιωτικό σε συνομιλία με το δημόσιο και τις προσωπικές ιστορίες πλάι στη μεγάλη Ιστορία. Το βλέμμα του είναι ανθρωποκεντρικό –εξάλλου και στο κείμενο του Ταχτσή το κέντρο είναι ο άνθρωπος, ενώ δεν είναι λίγοι οι ήρωες στους οποίους διακρίνεις στοιχεία του συγγραφέα–, ενώ ευδιάκριτη είναι και η αισιόδοξη σκηνοθετική οπτική, η επιμονή στο γεγονός ότι αυτές οι γυναίκες, οι άνθρωποι του έργου, εντέλει μια ολόκληρη χώρα, πεισμώνουν, μάχονται και «κερδίζουν», παρά τα τραύματα και τις απώλειες.
Όμως το στοίχημα της μεταφοράς ενός τόσο μεγάλου λογοτεχνικού κειμένου στη σκηνή δεν κερδίζεται ολοκληρωτικά, καθώς η σκηνοθεσία επιλέγει τη λύση της συνεχούς εναλλαγής αφήγησης και δράσης, από την οποία όλα περνούν εν τάχει, και ίσως ισοπεδωμένα: Οι τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους χαρακτήρες, οι κομβικές στιγμές μιας χώρας η οποία βασανιζόταν, άλλαζε ή διχαζόταν, η αναρχική γραφή του συγγραφέα κ.λπ. Μια γεύση μόνο παίρνουμε από αυτά, ενώ οι ηθοποιoί σκοντάφτουν στις υψηλές ταχύτητες, καθώς δεν έχουν το χρόνο να εστιάσουν βαθύτερα στους ρόλους, ειδικά αυτοί που υποδύονται περισσότερους του ενός. Αρκετά από τα πρόσωπα παρουσιάζονται χωρίς διακυμάνσεις και οι ηθοποιοί συχνά καταφεύγουν σε αχρείαστη –φωνητική, κυρίως– ένταση, αν και αδιαμφισβήτητα δίνονται με πάθος στο εγχείρημα. (Συμμετέχουν οι: Ντ. Γιαννακοπούλου, Κ. Μυριαγκού, Ελ. Σκολίδη, Γ. Ψυχογυιός, Μ. Χαζαράκης, κ.ά.).
Το βάρος, βέβαια, πέφτει στις δύο πρωταγωνίστριες, που έχουν περισσότερο χώρο στη διάθεσή τους: η Μαρία Καβογιάννη πραγματοποιεί μια πληθωρική και μεστή απόδοση της εμβληματικής Εκάβης, ενώ η Μαρία Κίτσου, αν και σε στιγμές εμφανίζεται πιο άκαμπτη, στηρίζει την παράσταση με στιβαρότητα γύρω από την αφήγηση της Νίνας. Το σκηνικό του Πάρι Μέξη αποτυπώνει το «στρόβιλο» της παράστασης και της ζωής με καλαισθησία και πλήρη λειτουργικότητα, καθώς δημιουργεί πολλά επίπεδα, κυριαρχεί στη σκηνή και δίνει εικόνα και ζωή σε ένα πληθωρικό έργο που εκτείνεται σε πέντε δεκαετίες και σε δεκάδες διαφορετικούς χώρους. Ο ρόλος της μουσικής (Μίνως Μάτσας) σημαντικός, εμπλουτίζει τη σκηνική ατμόσφαιρα και συνοδεύει τα γεγονότα με γνωστά (αλλά και τα πιο αναμενόμενα) τραγούδια της εποχής.
Περισσότερες πληροφορίες
Το τρίτο στεφάνι
Έργο-σημείο αναφοράς για τη νεότερη ελληνική πεζογραφία, το οποίο αφηγείται την Ιστορία της χώρας μέσα από τη ζωή δύο γυναικών με φόντο τον Μεσοπόλεμο και την Κατοχή.