Στα έγκατα ενός υπερπολυτελούς εστιατορίου διαδραματίζεται όλη η δράση του πρωτοπαρουσιαζόμενου στην Ελλάδα έργου του Καναδού συγγραφέα («The dishwashers», 2005), εκεί όπου τρεις λαντζέρηδες φροντίζουν να επιστρέφουν τα χρησιμοποιημένα πιάτα πεντακάθαρα στην κουζίνα για να σερβιριστούν εκ νέου. Ο ανήλιαγος χώρος που τους αναλογεί και η μακριά σκάλα στο βάθος δεν επιτρέπουν αμφιβολίες: ο κόσμος είναι χωρισμένος στα δύο, στους προνομιούχους «επάνω» και στους «κάτω» που τους υπηρετούν. Παρά την πολεμική θεματολογία, το έργο δεν χάνει το στοίχημα της θεατρικότητας, καθώς δεν κραυγάζει με στείρο ύφος τους ταξικούς προβληματισμούς του, αλλά τους υφαίνει στο είδος μιας δραματικής κωμωδίας.
Αντιστοίχως τα πρόσωπα, δηλαδή οι τρεις άντρες, διαφορετικής ηλικίας και οπτικής απέναντι στην εργασιακή τους κατάσταση, δεν χρησιμοποιούνται ως ιδεολογικά φερέφωνα, αλλά είναι αυτόφωτοι χαρακτήρες κι έχουν σκηνικό ενδιαφέρον. Όλοι μαζί, μάλιστα, δημιουργούν μια δεύτερη ιεραρχική κλίμακα, κι εδώ ο συγγραφέας μάς κλείνει το μάτι: ακόμη και στους μη προνομιούχους «κάτω» κάποιοι αναλαμβάνουν ρόλο αφεντικού. Το έργο δομείται πάνω στους χαρακτήρες και στη σκηνική τους διάδραση και μεταχειρίζεται κυρίως το χιούμορ, που αφήνει μια πικρή γεύση, καθώς το τέλος μάς βρίσκει με την επίγνωση πως το παιχνίδι ανάμεσα στους «επάνω» και τους «κάτω» θα συνεχίζεται απαράλλακτο.
Οι χαρακτήρες, η μεταξύ τους σχέση και το πικρό χιούμορ δίνουν το στίγμα και στην ανθρωποκεντρική παράσταση της Ελένης Σκότη, που εστιάζει και δίνει χώρο στις ερμηνείες. Οι μικρές, σαν ιντερμέδια, στιγμές από την εργασιακή τους ρουτίνα είναι ωραίες και η παράσταση θα κέρδιζε αν δινόταν περισσότερη έμφαση σε αυτό το κομμάτι, δηλαδή στην ανάδειξη της επαναληπτικότητας που εγκλωβίζει τους τρεις άντρες. Η βασική τριάδα των ηθοποιών κερδίζει το στοίχημα: ο Τάσος Κωστής ερμηνεύει με ζήλο τον Ντέσλερ, τον «παλιό» που πρεσβεύει πως η δουλειά τους αποτελεί έναν μέγιστης σημασίας κρίκο στη λειτουργική αλυσίδα του εστιατορίου, και φωτίζει παράλληλα την κωμική πλευρά του χωρίς να τον προδίδει.
Ο Κώστας Λάσκος είναι απολαυστικός και καίριος στον ρόλο του γηραιού Μος, που έχει φάει τη ζωή του στο μίζερο υπόγειο και με όπλα τον κυνισμό, το αφοριστικό χιούμορ και το... ασταμάτητο κάπνισμα επιχειρεί να κρύψει τη ματαίωση που νιώθει ως παροπλισμένος, αναλώσιμος κρίκος της εργασιακής αλυσίδας. Ο Γιάννης Σαρακατσάνης σωματοποιεί με την αμηχανία του τη διάθεση του Έμετ, του νεότερου υπαλλήλου, που μέχρι πρόσφατα ανήκε στον «επάνω» κόσμο και ως εκ τούτου αρνείται να συμβιβαστεί με τη νέα του κατάσταση. Περισσότερο διεκπεραιωτικός εμφανίζεται ο Αλέξανδρος Μανωλίδης, τυποποιώντας τον –κατά πολύ μικρότερο– ρόλο του Μπάροουζ, του τελευταίου υπαλλήλου που έρχεται προς αντικατάσταση του Έμετ. Το σκηνικό του Γιώργου Χατζηνικολάου αποτυπώνει εύστοχα την εγκατάλειψη που αποπνέει το μουχλιασμένο υπόγειο, αλλά μια πιο κλειστοφοβική αίσθηση θα ήταν καλοδεχούμενη.
ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΘΕΑΤΡΟ Ευμολπιδών 45, Γκάζι, 2103464380. Διάρκεια: 100΄.
Περισσότερες πληροφορίες
Οι λαντζέρηδες
Η μαύρη κωμωδία του Καναδού πολυβραβευμένου συγγραφέα, η οποία γράφτηκε το 2005, δείχνει με σαρκαστικό τρόπο πώς λειτουργούν οι σύγχρονες κοινωνίες.