
Σοκάρει το γυμνό στο θέατρο ή μήπως αντιμετωπίζεται από το «πονηρεμένο» κοινό σαν ακόμη ένα τρικ εντυπωσιασμού; Πόσο «αγνή» είναι η σχέση ερωτισμού κι ελληνικού θεάτρου; Εύκολες απαντήσεις δεν υπάρχουν, όμως όλοι πλέον στο θέατρο μιλούν για το σεξ. Ηδονιστές όλων των ηλικιών και των φύλων, ενωθείτε: και αυτή η σεζόν θα είναι αποκαλυπτική.

Mιλάμε για το σεξ πιο συχνά απ’ ό,τι το κάνουμε, έλεγε ο Μισέλ Φουκό, ο Γάλλος διανοητής και συγγραφέας της τρίτομης «Ιστορίας της Σεξουαλικότητας», συνοψίζοντας σε δέκα λέξεις… τα πάντα γύρω από το σεξ. Πάντως, το ελληνικό θέατρο έχει να επιδείξει μια αυξανόμενη «πολυλογία» γύρω από το σεξ κατά την τελευταία δεκαετία – αν θεωρήσουμε ορόσημο την παράσταση «Shopping & Fucking» του Μαρκ Ρέιβενχιλ το 1998 (στο Αμόρε), με τη θρυλική πλέον σκηνή αυνανισμού, και καταλήξουμε στο «Όργιο της Ανεκτικότητας» του Γιαν Φαμπρ (στο Παλλάς), με τις απανωτές σκηνές που συνέδεαν την ηδονή με την κατανάλωση.
Η μίμηση ερωτικών πράξεων, από τον αυνανισμό μέχρι τη συνουσία, έχει γίνει κοινός τόπος σε πάμπολλα θεάματα, ενώ –όπως αποδείχτηκε με το πρόσφατο «Πουθενά» του Δημήτρη Παπαϊωάννου– το γυμνό σώμα κάλλιστα εμφανίζεται ακόμη και σε μια παράσταση εγκαινίων Εθνικού Θεάτρου. Η συζήτηση για το αν το γυμνό στην τέχνη «είναι πρέπον ή όχι» μπορεί να επανέρχεται στο προσκήνιο με την πρώτη αφορμή, ωστόσο οι περισσότεροι αναγνωρίζουν ότι το θέμα δεν αφορά την ηθική, αλλά την εμπορική αξία του. Εξάλλου, μπροστά στη θέα ενός γυμνού ζευγαριού μοιάζει να μην… κοκκινίζουν ούτε καν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ο πρωθυπουργός.
Έπειτα από δέκα χρόνια κι έναν δυσανάλογα μεγάλο όγκο παραστάσεων «ακατάλληλων για ανηλίκους», το αθηναϊκό κοινό δύσκολα θα σοκαριστεί (ή θα παραδεχτεί πως σοκαρίστηκε) με τα επί σκηνής στριπτίζ. Πεδίο απενοχοποίησης υπήρξαν αρχικά οι παραστάσεις του αλλοτινού Αμόρε, το οποίο έχει δημιουργήσει παράδοση στο θέμα: από το «Closer» στα ’90s μέχρι τις «Μεταμορφώσεις» του Θωμά Μοσχόπουλου στα ’00s. «Καθιερωμένη», εξάλλου, είναι η παρουσία γυμνών χορευτών και στα θεάματα του Κωνσταντίνου Ρήγου, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τα «Καινούργια Ρούχα του Αυτοκράτορα» της Έλενας Πέγκα (το 1999), τα οποία επαναλαμβάνονται φέτος και θίγουν το ζήτημα με το οποίο ασχολείται και το παρόν άρθρο: τη σχέση γυμνού και marketing.
Η εμφάνιση γυμνών περφόρμερ στις ελληνικές παραστάσεις αυξήθηκε σταδιακά, σε βαθμό κορεσμού, κι έτσι έπαψε ν’ αποτελεί επαναστατική πράξη στο όνομα της απελευθέρωσης από τα ερωτικά ταμπού –αν ποτέ συνέβη γι’ αυτόν το λόγο– ή συμβολική πράξη εξύμνησης της φύσης και του ανθρώπινου σώματος ή πάλι πράξη αντιδραστική, που καταδεικνύει την κατάντια του έρωτα και την εξαχρείωση της κάποτε «ιερής» ηδονής. Σε πολλές περιπτώσεις πλέον το γυμνό τείνει να ταυτιστεί με μια αρνητική και καιροσκοπική πρόθεση: την εμπορευματοποίηση της σάρκας. Η πρόκληση κινδυνεύει να γίνει αυτοσκοπός και ο ερωτισμός να εξοριστεί από το θέατρο.
«Γυμνό για το γυμνό;» Κάπως έτσι… Το γυμνό κινδυνεύει να γίνει εκ των ων ουκ άνευ στο ελληνικό θέατρο, ο επί σκηνής ερωτισμός συνώνυμο της αποκάλυψης των απόκρυφων σημείων των πρωταγωνιστών και το στριπτίζ τους το φετίχ κάθε παράστασης που διατείνεται πως είναι «προχωρημένη». Αντί, λοιπόν, να σκανδαλίζεται κάποιος, αρχίζει να πονηρεύεται και ν’ αναρωτιέται: πότε το γυμνό «επιβάλλεται» σε μια παράσταση και πότε δεν είναι τίποτε περισσότερο από ακόμη ένα τρικ εντυπωσιασμού και προσέλκυσης του κοινού – συχνά μάλιστα με την επίφαση της κουλτούρας και το περιτύλιγμα της υψηλής τέχνης; Σίγουρα υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες η ανάγκη γυμνών σκηνών σχεδόν υπαγορεύεται από τον συγγραφέα, όπως στο «Κουαρτέτο» του Χάινερ Μύλλερ, με το ζευγάρι των ακόλαστων εραστών Βαλμόν και Μερτέιγ να εναλλάσσει ρόλους και κοστούμια επί σκηνής σ’ ένα ανελέητο παιχνίδι παραλλαγμένων ταυτοτήτων, σεξουαλικών μεταμφιέσεων και σαδομαζοχιστικού παροξυσμού.
Εξάλλου, εκτός από την κατάχρηση του γυμνού στο ελληνικό θέατρο, μπορεί να παρατηρήσει κανείς ακόμη μία κατάχρηση: εκείνη του ωραιοπαθούς γυμνού. Το σύνηθες είναι να βλέπουμε υπέροχα γυμνά σώματα σε τρυφηλούς εναγκαλισμούς ή καλογυμνασμένους «Κούρους» κι αιθέριες «Αφροδίτες» να περιφέρουν τα κάλλη τους στη σκηνή. Αντί, λοιπόν, το γυμνό να σηματοδοτεί την άρση των ταμπού, εξαίρει ακόμη περισσότερο τη ρατσιστική διάκριση ανάμεσα στο «ωραίο» και το «άσχημο». Ο εξωραϊσμός, η ωραιοποίηση και ο ναρκισσισμός αποτελούν, ούτως ή άλλως, εγγενή προβλήματα των παραστατικών τεχνών – όσον αφορά, όμως, την παρουσίαση του γυμνού στο θέατρο, η αντιμετώπιση θα έπρεπε να είναι μάλλον τόσο ρεαλιστική και ακριβοδίκαιη όσο, λόγου χάρη, σε… μια παραλία γυμνιστών: τα σώματα ως ίσα προς ίσα. Εντούτοις, καθώς τα εμπορικά κόλπα και τα εργαλεία του μάρκετινγκ παρεμβαίνουν ολοένα και πιο εντατικά στην καλλιτεχνική δημιουργία, το γυμνό απέχει πάρα πολύ από το να εκφράζει… τη γυμνή αλήθεια. Χαριτολογώντας, θα λέγαμε μάλιστα πως αν η αλήθεια σε μια παράσταση εμφανιζόταν γυμνή, μάλλον κανείς δεν θα την πίστευε. Εξάλλου, «οι αξίες βρίσκονται στην καρδιά· όλα τα άλλα είναι ψέματα», όπως λέει και ο Μαρκ Τουέιν στην ερωτικά περιπαικτική νουβέλα του «Το ημερολόγιο του Αδάμ και της Εύας», το οποίο ανεβαίνει και σε θεατρική εκδοχή, σε σκηνοθεσία του Παντελή Δεντάκη, στο Θέατρο του Νέου Κόσμου.
Συμπέρασμα; Παρά τον «οργασμό» παραγωγής παραστάσεων με γυμνό, ερωτικό ή κατά οποιονδήποτε τρόπο «τολμηρό» περιεχόμενο, η σχέση ερωτισμού και αθηναϊκού θεάτρου μοιάζει να έχει κλυδωνιστεί ανεπανόρθωτα. Ο 34χρονος Έκτορας Λυγίζος, που φέτος καταπιάνεται με τα κείμενα του Μαρκησίου ντε Σαντ και σκηνοθετεί μια θεατρική εκδοχή της νουβέλας του «Τα εγκλήματα του έρωτα» στο Από Μηχανής Θέατρο, μας λέει τα εξής… αφοριστικά: «Το αθηναϊκό θέατρο (και η κριτική) είναι ακόμη δέσμιο ενός εξοργιστικού πουριτανισμού που αποκλείει τα ταπεινά υλικά από τον ιερό χώρο της σκηνής (βλ. «Φύγε από τη θυμέλη!»). Όσο το γυμνό, η ερωτική πράξη ή ένας λόγος περί ερωτισμού λειτουργούν ως μετωνυμίες και μετουσιώνονται επί σκηνής σε «υψηλό έργο τέχνης», δικαιώνονται. Αν, όμως, ένα ερωτικό στοιχείο παρουσιαστεί απογυμνωμένο από οποιαδήποτε διάθεση ωραιοποίησης, αν παρουσιαστεί ως απλή κυριολεξία, άμεση, ένα-προς-ένα αναφορά σε αυτό που συμβαίνει εκτός θεάτρου και τέχνης, δηλαδή στην πραγματική ζωή, απευθείας σοκάρει· δεν εννοώ ότι κάνει τον κόσμο να κοκκινίζει, αλλά μοιάζει παράταιρο, αταίριαστο, ανάρμοστο. Κι όλα αυτά είναι αποτέλεσμα της επαρχιωτικής σχέσης του ελληνικού θεάτρου με τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό, ο οποίος –είτε το θέλουμε είτε όχι– πνέει τα λοίσθια».