
Εκτός φεστιβάλ και χωρίς σπουδαία διαφήμιση, η «Κάρμεν» του Στ. Λιβαθινού αποδείχθηκε καλοκαιρινό σουξέ. Θελκτική όσο ποτέ, η καλλονή Μ. Ναυπλιώτου (Κάρμεν) μαγνήτιζε τα βλέμματα έτσι λάγνα που γήτευε τους εραστές της (Μ. Ηλίας, Ευθ. Παππάς, Χρ. Σουγάρης) ή ξέσκιζε με τα νύχια της την αντίζηλό της (Π. Μαρκοπούλου). Ωραίο στοιχείο η αυλή στο Μεταξουργείο, παρόλο που το αστικό decadence τείνει πλέον να γίνει ένα από τα μεγάλα κλισέ της αθηναϊκής καλλιτεχνίας. Καλοδουλεμένη η τζαζ παραλλαγή της όπερας του Μπιζέ από τον Κ. Μαγγίνα, έστω και αν μόνο η Ναυπλιώτου ερμήνευε τις άριες με τεχνική αρτιότητα. Φοβάμαι, όμως, πως η συγκεκριμένη διασκευή δεν προσέδιδε, τελικά, κάτι καινούργιο στην πασίγνωστη ερωτική ιστορία, ούτε μας έπειθε για το πώς η ηρωίδα σκόρπιζε στο διάβα της τον έρωτα και το θάνατο. Αν και στημένη στο πολυπολιτισμικό και υποβαθμισμένο Μεταξουργείο, η παράσταση είχε μια καλλιέπεια και μια σοβαρότητα, σαν να παρουσιαζόταν σε φινετσάτο μπιστρό καλής γειτονιάς. Και, κυρίως, η Κάρμεν προσεγγίστηκε εδώ κάπως εικονογραφικά· κι όμως, πρόκειται για μια αρχετυπική, πολυσύνθετη μορφή-αίνιγμα, ένα σύμβολο της γυναικείας χειραφέτησης, μια τσιγγάνα μάγισσα υπόμνηση της πρωτόγονης φύσης μας, έναν ενσαρκωμένο ύμνο στο «νέο» άτομο του απενοχοποιημένου 19ου αιώνα, αλλά και μια υπενθύμιση του πλανευτή έρωτα που ’ναι «σαν πουλί τρελός», όπως λέει και η χαμπανέρα της όπερας, για να γίνει, τελικά, μια άλλη όψη του θανάτου.