
Εκτός φεστιβάλ και χωρίς καμιά σπουδαία διαφήμιση, η "Κάρμεν" διά χειρός Στ. Λιβαθινού αποδείχθηκε καλοκαιρινό σουξέ. Οι παραστάσεις ολοκληρώνονται στις 17/7, ίσως όμως συνεχιστούν το χειμώνα, καθώς υπήρξαν ακόμη και όρθιοι θεατές που είδαν την παράσταση από τα αντικρινά πεζοδρόμια. Θελκτική όσο ποτέ, η καλλονή Μ. Ναυπλιώτου (Κάρμεν) μαγνήτιζε τα βλέμματα έτσι λάγνα που μιλούσε, τραγουδούσε, χόρευε, γήτευε τους εραστές της (Μ. Ηλίας, Ευθ. Παππάς, Χρ. Σουγάρης) ή ξέσκιζε με τα νύχια της την αντίζηλό της (Π. Μαρκοπούλου). Ωραίο στοιχείο μας φάνηκε η πολυκαιρισμένη εσωτερική αυλή στο Μεταξουργείο, παρά την αποπνιχτική ατμόσφαιρα και παρόλο που το αστικό decadence τείνει πλέον να γίνει ένα από τα μεγάλα κλισέ της αθηναϊκής καλλιτεχνίας. Καλοδουλεμένη ήταν η τζαζ παραλλαγή της όπερας του Μπιζέ από τον Κ. Μαγγίνα, έστω και αν μόνο η Ναυπλιώτου ερμήνευε τις άριες με τεχνική αρτιότητα. Φοβάμαι, όμως, πως η συγκεκριμένη διασκευή της όπερας του Μπιζέ και της νουβέλας του Μεριμέ δεν προσέδιδε, τελικά, κάτι καινούργιο στην πασίγνωστη αυτή ερωτική ιστορία, ούτε μας έπειθε για το πώς η ηρωίδα σκόρπιζε στο διάβα της τον έρωτα και το θάνατο. Αν και στημένη στο πολυπολιτισμικό και υποβαθμισμένο Μεταξουργείο, η παράσταση είχε μια καλλιέπεια και μια σοβαρότητα, σαν να παρουσιαζόταν σε φινετσάτο μπιστρό καλής γειτονιάς. Και, κυρίως, η Κάρμεν προσεγγίστηκε εδώ κάπως εικονογραφικά, σαν μια άμυαλη πλην όμως ωραιότατη πόρνη· κι όμως, πρόκειται για μια αρχετυπική, πολυσύνθετη μορφή-αίνιγμα, ένα σύμβολο της γυναικείας χειραφέτησης, μια τσιγγάνα μάγισσα υπόμνηση της πρωτόγονης φύσης μας, έναν ενσαρκωμένο ύμνο στο "νέο" άτομο του απενοχοποιημένου 19ου αιώνα, αλλά και μια υπενθύμιση του πλανευτή έρωτα που 'ναι "σαν πουλί τρελός", όπως λέει και η χαμπανέρα της όπερας, για να γίνει, τελικά, μια άλλη όψη του θανάτου.