Αντίστοιχη με κινηματογραφικό φακό, η γραφή του Βαγγέλη Γιαννίση σου δείχνει που να κοιτάξεις αλλά δεν εκβιάζει την οπτική σου. Γεννήθηκε στην Ελευσίνα ενώ πέρασε μερικά χρόνια της ενήλικης ζωής του στη Σουηδία, όταν και ξεκίνησε να γράφει τα δικά του βιβλία του. Επηρεασμένος από μία μακρά λίστα αστυνομικών και αρκετές μεταφράσεις δικές του, ακολούθησε τη σκανδιναβική σχολή (Γιο Νέσμπε, Μανκέλ Χένινγκ κά) και έγραψε με κέντρο την πόλη που έμενε τότε, το Έρεμπρο. Αρκετά ψυχογραφικός στα σημεία του, απλώνει την ιστορία με τέμπο και προσοχή ενώ δεν διστάζει να οπλίσει τη γλαφυρή του πένα στις πιο ακραίες σκηνές εγκλημάτων.
Πριν από δύο μήνες κυκλοφόρησε «Η Σκιά», το τέταρτο αστυνομικό μυθιστόρημα που προστέθηκε στη σειρά των βιβλίων του («Το Μίσος», «Το Κάστρο», «Ο χορός των Νεκρών»), από τις εκδόσεις Διόπτρα. Μετά από μία απνευστί βουτιά στο σύμπαν του, κάναμε μία deep down συζήτηση για τον Ελληνοσουηδό επιθεωρητή που επιστρατεύει, την πραγματική και την «σκοτεινή» Σουηδία, το black metal και τη φύση του κακού.

Όλα ξεκίνησαν μέσα σε ένα τρένο. Πήγαινες από το Έρεμπρο στη Στοκχόλμη και γεννήθηκε στο μυαλό σου ο Άντερς Οικονομίδης, ο επιθεωρητής των βιβλίων σου. Ποιά ήταν η πρώτη εικόνα που είχες για τον βασικό σου χαρακτήρα;
Σε εκείνο το ταξίδι, δίπλα μου μέσα στο βαγόνι, καθόταν ένας τύπος που τον παρατήρησα. Ψηλοκάνης που ήταν, δεν μπορούσε να βολευτεί καθόλου στη θέση του τρένου ενώ σε όλη τη διαδρομή έβλεπες το πόσο πολύ ήθελε να καπνίσει. Εκεί, μου ήρθε σαν εικόνα ο Άντερς. Εξ αρχής ήθελα, επίσης, να είναι Ελληνοσουηδός, μιας και τότε βρισκόμουν μονάχα δυο μήνες στη Σουηδία και συγγραφικά δεν μου πήγαινε να κάνω Σουηδό τον κεντρικό ήρωα. Και, σε αντίθεση με τα περισσότερα σκανδιναβικά αστυνομικά, ήθελα να είναι ένας άνθρωπος της διπλανής πόρτας, ένας φυσιολογικός τύπος που αφενός είναι πιο κοντά στην ιδιοσυγκρασία του αναγνώστη και αφετέρου μπορώ να τον τσαλακώσω στη συνέχεια.
Κάτι που βλέπουμε κυρίως στο τρίτο βιβλίο, «Ο χορός των νεκρών». Αλήθεια, μέχρι τη «Σκιά», πόσο έχει αλλάξει ο Άντερς Οικονομίδης;
Σε κάθε βιβλίο ξεχωριστά, τόσο όσον αφορά την υπόθεση όσο και τον Άντερς τον ίδιο, υπάρχει ένα συγκεκριμένο μοτίβο. Έχουμε μία κατάσταση ισορροπίας, που ξαφνικά κάτι συμβαίνει και τη διακόπτει –είτε αυτό είναι το έγκλημα είτε κάτι στην προσωπική ζωή του επιθεωρητή. Εκεί, ο Άντερς καλείται να επαναφέρει την τάξη και φέρνει μία νέα ισορροπία στο τέλος, με διαφορετικά δεδομένα από την προηγούμενη. Στο πρώτο βιβλίο τον βλέπουμε να φθείρεται σε μικρό βαθμό, στο δεύτερο τρώει ένα χοντρό στραπάτσο που του αφήνει ένα PTSD και που καλείται να αντιμετωπίσει κυρίως στο τρίτο βιβλίο, με πολλές κρίσεις πανικού και σοβαρά προβλήματα στη δουλειά και στην προσωπική του ζωή, ενώ στο τέταρτο δείχνει να το έχει συνειδητοποιήσει όλο αυτό και να το ρυθμίζει.

Παραμένει, όμως, ένας μάχιμος επιθεωρητής ανάμεσα σε ένα δύσκαμπτο αστυνομικό τμήμα, που δίνει το είναι του για να λύσει την υπόθεση.
Ναι. Ο Άντερς έχει μέσα του τη σουηδική νοοτροπία, που λέει ότι ο καθένας μας πρέπει να είναι χρήσιμος στην κοινωνία, να βοηθάει στη συνολικότερη λειτουργία της. Ξέρει πως είναι καλός στο να λύνει μυστήρια και επιμένει σε αυτό, εκεί που άλλοι συνάδελφοί του θα έκλειναν τις υποθέσεις –όπως στη φαινομενικά λυμένη υπόθεση του «Κάστρου». Αυτό που ουσιαστικά προσπαθεί είναι να γίνει κοινωνικά χρήσιμος. Είναι ένας λογικός άνθρωπος που θέλει να έχει και μία λογική εξήγηση στο κάθε τι, να βάζει τα πράγματα σε σειρά.
«Υπάρχει σε όλους μας το κακό, είναι μία βαθύτερη ενόρμηση που έχουμε μέσα μας και επιλέγουμε αν θα την βγάλουμε στην επιφάνεια ή όχι. Εξάλλου, αν δεις τη «Σκιά» με μία πιο φιλοσοφική σκοπιά, όλη η ιστορία έχει χτιστεί πάνω στη θεωρία για τα αρχέτυπα του Καρλ Γιουνγκ.»
Έχουμε, λοιπόν, έναν ήρωα που είναι Έλληνας στη Σουηδία και που στο τέταρτο βιβλίο σκέφτεται φευγαλέα το ενδεχόμενο του να γράψει ένα βιβλίο. Πόσο Γιαννίση κρύβει στον Άντερς Οικονομίδη;
Σχεδόν καθόλου. Αν εξαιρέσεις ότι έχουμε το ίδιο γούστο στη μουσική και ότι και στους δύο αρέσει να περνάνε χρόνο μόνοι τους, ο Άντερς Οικονομίδης είναι ένας ήρωας που βήμα-βήμα αφήνει πίσω τις ελληνικές του καταβολές. Όχι γιατί τις σνομπάρει ή γιατί έχει κάποια προκατάληψη, αλλά γιατί αυτή είναι η πραγματικότητα με όσους Έλληνες βρίσκονται στη Σουηδία (και γενικότερα στο εξωτερικό). Όσοι γνωρίζω, χρόνο με το χρόνο ενσωματώνονται όλο και περισσότερο στη νέα τους χώρα και από ένα σημείο και μετά αισθάνονται γηγενείς.
Το πραγματικό Έρεμπρο πώς είναι; Εκεί ζούσες όσο ήσουν στη Σουηδία;
Ναι, ζούσα πολύ κοντά στο σπίτι του Άντερς Οκονομίδη, στο Σβάμπεν. Το Έρεμπρο είναι μία οικογενειακή πόλη, με εκατόν είκοσι χιλιάδες κατοίκους, που πάνω κάτω έχει όλα όσα χρειάζεσαι, μία γενικά ήσυχη περιοχή. Όσον αφορά τη «σκοτεινή» της πλευρά, από τις πρώτες ιστορίες που άκουσα ήταν για το τούνελ των βιασμών. Εκεί, είχαν παρατηρηθεί οι περισσότεροι βιασμοί στην πόλη και το βράδυ δύσκολα κυκλοφορούσες. Θυμάμαι, υπήρχε και ένα γκράφιτι μέσα που έγραφε «Välkommen till helvete», καλώς ήρθατε στην κόλαση.

Βλέπουμε, πάντως, πως γενικά η Σουηδία έχει εξελιχθεί στην κατ’ εξοχήν μήτρα του αστυνομικού με ακραίες δολοφονίες και διεστραμμένους serial killer. Υπάρχουν ακραία περιστατικά;
Εξαρτάται ξεκάθαρα από το που ζεις. Το μέρος καθορίζει και το είδος του εγκλήματος. Η Σουηδία είναι χωρισμένη σε τριακόσιους δήμους, όπου κάθε δήμος έχει τις δικές του φορολογικές ρυθμίσεις και ξεχωριστά οικονομικά στάνταρντς. Το Μάλμε, για παράδειγμα, στο νότιο κομμάτι, έχει ένα από τα μεγαλύτερα γκέτο της Ευρώπης –μουσουλμανικό και εβραϊκό–, με βίαιες επιθέσεις σε τζαμιά, συναγωγές κτλ. Σε μεμονωμένες περιπτώσεις, έχουμε δει spree killers, άτομα δηλαδή που σκοτώνουν μαζικά σε μικρό χρονικό διάστημα, όπως τον Ματίας Φλινκ παλαιότερα που σκότωσε επτά άτομα με ένα ΑΚ 47. Αλλά serial killers δεν υπάρχουν. Ακόμα και ο «Laser Man», που χαρακτηρίζεται ως τέτοιος, παρ’ ότι έκανε πολλές απόπειρες δολοφονίας ενάντια σε αλλοδαπούς, τελικά υπήρξε μόνο μία θανατηφόρα επίθεση. Α, υπήρχε και ο Τόμας Κουίκ, ένας Σουηδός που είχε ομολογήσει για περισσότερους από τριάντα φόνους και τελικά ήταν μυθομανής.
Και πώς προκύπτει όλη αυτή η αγριότητα στη μυθοπλασία;
Κοίταξε, αφενός ένας δολοφόνος κατ εξακολούθηση είναι κάτι πέρα από το φυσιολογικό, που έχει παραπάνω γόητρο σε μία αυστηρά ρυθμισμένη χώρα σαν τη Σουηδία. Αφετέρου, είναι και ακόμα ένας τρόπος για να αυτομαστιγώνονται. Ως λαός, οι Σουηδοί το έχουν αυτό στη νοοτροπία τους. Ακόμα κι αν ζουν σε μία χώρα που υπάρχουν καλές οικονομικές συνθήκες και ασφάλεια από το κοινωνικό κράτους, ψάχνουν να βρουν το ελάττωμα και να το φέρουν στην επιφάνεια. Γι’ αυτό, κάνουν και –κατά τη γνώμη μου– μία από τις καλύτερες αυτοκριτικές στα μυθιστορήματά τους. Αντιμετωπίζουν τα προβλήματά τους κατάματα.

Έχω μάθει πως διαβάζεις βιογραφίες δολοφόνων για να μπεις περισσότερο στη λογική ενός εγκληματία. Ποιά σου έχει μείνει περισσότερο;
Ξεκάθαρα το «I ’ll be gone in the dark», best seller της Μισέλ Μακναμάρα για την υπόθεση του Golden State Killer. Από το 2009, η Αμερικανή δημοσιογράφος και συγγραφέας ασχολιόταν με αληθινά εγκλήματα και βρήκε την υπόθεση ενός βιαστή στο Σακραμέντο της Καλιφόρνια, που από το ’70 και μετά έμπαινε σε σπίτια ζευγαριών τη νύχτα, έδενε τον άντρα και βίαζε τη γυναίκα. Όπως ανακαλύφθηκε κοντά στο ’00 με πιστοποιήσεις DNA και συσχετισμούς ανάμεσα στα στοιχεία των αστυνομικών τμημάτων, ο ίδιος δράστης ξεκίνησε στις διαρρήξεις να σκοτώνει τα ζευγάρια. Οι προφάιλερς και ο Τύπος της εποχής τον είχαν χαρακτηρίσει «East Aria Rapist/ Original Night stalker», έδρασε δέκα χρόνια και μετά σταμάτησε. Έτσι, η Μισέλ ξεκίνησε να γράψει σε βιβλίο αυτήν την ιστορία, αλλά από την πλευρά των θυμάτων. Δεν καταφέρνει να το ολοκληρώσει γιατί πέθανε στον ύπνο της πριν από δύο χρόνια, αλλά το ολοκλήρωσαν οι συνάδελφοί της. Το πιο τραγικό είναι ότι λίγους μήνες αφού εκδόθηκε το βιβλίο της φέτος, συνέλαβαν τον βασικό ύποπτο για τις συνολικά δώδεκα ανθρωποκτονίες και σαράντα πέντε βιασμούς: Τζόζεφ Ντέντζελο, ένας εβδομηνταδυάχρονος Αμερικανός, πρώην αστυνομικός.

Πάρα πολύ. Όσον αφορά το επαγγελματικό περιβάλλον του επιθεωρητή Άντερς, ένας πολύ καλός μου φίλος είναι Σουηδός αστυνομικός στο τμήμα του Έρεμπο και μου μεταφέρει την εικόνα που υπάρχει. Μετά εξαρτάται το θέμα που έχω σε κάθε βιβλίο, βολιδοσκοπώ όσες πληροφορίες χρειάζομαι και προσπαθώ να χρησιμοποιώ όσο πιο ρεαλιστικές αναφορές γίνεται. Για την «Σκιά», για παράδειγμα, με βοήθησε μία ανθρωπολόγος στην αρχή και βρήκα το ντράουγκ, το πλάσμα από τη μυθολογία των Σκανδιναβών που στοιχειώνει τους ήρωες στο βιβλίο. Μετά, είδα το «Until the Light Takes Us», το ντοκιμαντέρ των Άαρον Έιτς και Όντρεϋ Ίγουελ για το νορβηγικό black metal και αποφάσισα να παίξω συγγραφικά με αυτόν τον κόσμο.
Ακούς black metal;
Ναι και μάλιστα παίζουν και πολλά easter eggs μέσα στη «Σκιά» για τους φαν του είδους. Το συγκρότημα γύρω από το οποίο διαδραματίζεται όλη η υπόθεση λέγεται Ντούνκελχαϊτ, που σαν όνομα ήταν και ο tribute δίσκος των Burzum. Επίσης, ο Μίγκουλ που αναφέρω στη σκοτεινή γλώσσα του Τόλκιν σημαίνει ομίχλη· ομίχλη επίσης σημαίνει το Μιγκβά, ένα πολωνικό συγκρότημα που άκουγα πολύ εκείνη την περίοδο. Ή όποιος μπλακμεταλάς διαβάσει θα καταλάβει γιατί έχω βάλει ένα ταξίδι στο Τροντχαϊμ, μιας και εκεί ήταν ο καθεδρικός ναός που είχαν cover οι Mayhem στον πρώτο τους δίσκο.

Το μεταφυσικό κακό που πρωταγωνιστεί στη «Σκιά» βλέπουμε να αναφέρεται και στα προηγούμενα βιβλία σου, σε πιο κοινωνική και φυσική βάση. Τελικά, τι είναι το κακό για εσένα;
Κοίταξε, θεωρώ πως σαν άνθρωποι έχουμε μερικές επιλογές. Κάποιες από αυτές είναι λευκές, άλλες είναι μαύρες και πολλές είναι στις αποχρώσεις του γκρι. Υπάρχει σε όλους μας το κακό, είναι μία βαθύτερη ενόρμηση που έχουμε μέσα μας και επιλέγουμε αν θα την βγάλουμε στην επιφάνεια ή όχι. Εξάλλου, αν δεις τη «Σκιά» με μία πιο φιλοσοφική σκοπιά, όλη η ιστορία έχει χτιστεί πάνω στη θεωρία για τα αρχέτυπα του Καρλ Γιουνγκ, το σκοτεινό εαυτό και την ισορροπία που επιλέγει να κρατάει ο καθένας μας.
Η αλήθεια είναι πως σε κάθε σελίδα νιώθεις τη «Σκιά» να σε ακολουθεί. Ποιά είναι η σχέση που επιδιώκεις με τον αναγνώστη;
Από τους πρώτους που διάβασαν το βιβλίο ήταν η Ελεωνόρα Ορφανίδου, καλή φίλη, δημοσιογράφος και ραδιοφωνικός παραγωγός. Αν θυμάσαι μέσα στο βιβλίο υπάρχει μια σκηνή, όπου ο δράστης είχε κάνει χωνί τα χέρια του πάνω στο τζάμι ενός σπιτιού για να δει στο εσωτερικό του και είχε αφήσει σημάδι. Αφού, λοιπόν, η Ελεωνόρα είχε τελειώσει το βιβλίο, ένα βράδυ που ήταν στην κουζίνα του σπιτιού της είδε ένα αντίστοιχο σημάδι σχεδιασμένο πάνω στα τζάμια. Μέχρι να καταλάβει πως το είχε κάνει η κόρη της λίγο νωρίτερα, πραγματικά τα χρειάστηκε. Αυτό ήθελα να πετύχω.
Και εμένα αν μου συνέβαινε όσο το διάβαζα, ίδια αντίδραση θα είχα πιθανότατα. Για να κλείσουμε, ποιο είναι το μέλλον του Άντερς και του συγγραφέα Γιαννίση;
Όσον αφορά τη σειρά του Άντερς Οικονομίδη, έχει εκδοθεί ήδη η πρώτη τριλογία και τώρα βρίσκομαι στη δεύτερη, οπότε έχω ακόμα δύο βιβλία που ετοιμάζω σε αυτό το σύμπαν. Αφού ολοκληρωθεί, θα πάρω μία απόφαση για το μέλλον του επιθεωρητή. Πάντως, για την επόμενη χρονιά δεν θα έχει Άντερς. Θα γράψω ένα αστυνομικό μυθιστόρημα με μία ιστορία από τη δεκαετία του ’70, που το μισό θα είναι βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα.
«Οι γεννημένοι αναγνώστες, όταν θέλουν να μείνουν μόνοι, στρέφονται σε ένα βιβλίο επειδή στην πραγματικότητα δεν θέλουν να μείνουν μόνοι, απλώς να απομακρυνθούν από τους πραγματικούς ανθρώπους και να καταδυθούν σε μία πραγματικότητα, την οποία ελέγχουν ως θεοί, με το γύρισμα των σελίδων και τη μετάφραση των λέξεων σε εικόνες.» («Η Σκιά», σελ 94, εκδ. Διόπτρα)
Περισσότερες πληροφορίες για το συγγραφέα Βαγγέλη Γιαννίση θα βρείτε στην ιστοσελίδα των εκδόσεων Διόπτρα ή στην επίσημη σελίδα του στο facebook.