Η Αθήνα είναι το νέο Βερολίνο, ή μήπως όχι;

Από τα diy σπάργανα της queer κουλτούρας μέχρι το σήμερα, πόσο μεγάλος είναι ο κίνδυνος του hype για μια ριζοσπαστική αντι-ταυτότητα;

Ήδη από το πρώτο τεύχος του ιστορικού QVzine «το στίγμα δόθηκε όσο πιο ξεκάθαρα γινόταν». Ο προσδιορισμός «queer» σήμαινε τη ριζική σύγκρουση με την κυρίαρχη αντίληψη σε όλα τα επίπεδα, συμπεριλαμβανομένης αυτής της diy αντικουλτούρας με τα mainstream πολιτιστικά προϊόντα (ετεροφυλοφιλικής αλλά και ομοφυλοφιλικής νοοτροπίας). Έτσι, τα dirty sounds [sic] των πρώτων πάρτι στα μέσα των ’00s και κυρίως οι αυτοοργανωμένες συναυλίες και τα stages στα queer φεστιβάλ που ακολούθησαν (βλ. «What Queer Fest?», «Queer festival») έφεραν τα πρώτα σημεία αναφοράς – ανάμεσά τους οι Alex C με τις διασκευές σε τραγούδια της Lady Gaga, το μουσικό ντουέτο ΦΥΤΑ με την post-punk messthetics, η μπάντα Τα Τρωκτικά με την cult λατρεία της Παναγίας των Αρουραίων κ.ά.

«Όταν ξεκινήσαμε, σίγουρα δεν νιώθαμε πως ήμασταν κομμάτι μιας τοπικής queer σκηνής ή μάλλον δεν θεωρούσαμε πως υπήρχε κάτι τέτοιο», εξηγούν τα ΦΥΤΑ. «Ερχόμενη από το Βερολίνο στην Αθήνα για το πρώτο live των Τρωκτικών, ένιωσα για πρώτη φορά ότι προσγειώθηκα σε μια νέα Αθήνα που δεν τη γνώριζα, σε μια σκηνή που με ήθελε για μέλος της και σε ένα κοινό που είχε ανάγκη αυτό που κάνουμε», συνεχίζει με τη σειρά της η Άλεξ Δημητρίου. Λίγο αργότερα, όταν τα ΦΥΤΑ δέχτηκαν πρόταση να συμμετάσχουν στην 4η Μπιενάλε της Αθήνας, αποφάσισαν να δημιουργήσουν ένα πολυσυλλεκτικό εφταήμερο δρώμενο με τίτλο «20 χρόνια φύκος», από το οποίο παρέλασαν σχεδόν όσοι συνδέονταν με αυτό το υπό διαμόρφωση queer δίκτυο. Σε αυτό το κομβικό σημείο όπου η queer έκφραση πέρασε από τους αυτοδιαχειριζόμενους χώρους σε ένα θεσμικά οριοθετημένο πλαίσιο, το μουσικό δίδυμο κέρδισε το στοίχημα ανοίγοντας τη συζήτηση.

Εκεί γεννήθηκε και η Φυτίνη, το πρώτο ελληνόφωνο μουσικό queer label με έναν πειραματικό post-punk ήχο και ριζοσπαστική μορφή η οποία –όπως μας θυμίζει ο μουσικολόγος Νίκος Βούρδουλας– «εξέφρασε μια νέα queer πολιτισμική παραγωγή που συνέδεε την πολιτική των σωμάτων με μια αντίστοιχη ηχητική-λεκτική πολιτική», ενώ ένα χρόνο αργότερα η ίδια συλλογικότητα δημιούργησε το διεθνές φεστιβάλ μουσικής/ήχου/performance Sound Acts. Το τελευταίο, με τρία χρόνια (ένα εκ των οποίων στο Φεστιβάλ Αθηνών) και 85 παρουσιάσεις στο ενεργητικό του, μαζί με την ίδρυση ενός μόνιμου χώρου φιλοξενίας για τις queer τέχνες, το «AMOQA», βοήθησε στο να γίνει αντιληπτό το ηχόχρωμα και οι ανάγκες της εγχώριας σκηνής.

Πέρα από την diy αισθητική, την ειρωνεία και την υπερβολή, συναντάμε σε αμέτρητες αναφορές την έντονη κριτική στην ελληνικότητα και την ελληνορθόδοξη, πατριαρχική παράδοση – από το «Queeroes» της Φυτίνης μέχρι τα drag shows των performers Chraja και Jackie Oh. Έτσι, όταν έφτασε πριν από ένα χρόνο στην Αθήνα το άρμα της documenta 14 συγκρούστηκε μετωπικά με την εγχώρια queer σκηνή, μιας και το αφήγημα του Paul Peciado «πρότεινε τη συγκρότηση ενός “αντι-αποικιακού μετώπου του Νότου” ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό και την επιστημολογική κυριαρχία του Βορρά, καταλήγοντας νεο-πατριωτικό», όπως υποστηρίζει ο θεωρητικός τέχνης Κωστής Σταφυλάκης.

Ένα κομμάτι της μάλιστα απάντησε με το σατιρικό και αποδομητικό project «Δοκούμενα», που ξεκίνησε διαδικτυακά και αργότερα παρουσιάστηκε στο πλαίσιο της 6ης Μπιενάλε Αθήνας, ενώνοντας εικαστικούς και ακτιβιστές από τον queer χώρο. Ένα χώρο που πλέον έχει να επιδείξει από φροϊδικές παρεμβάσεις για το παιδικό φαντασιακό (βλ. τους παιχνιδότοπους της Αντιγόνης Τσαγκαροπούλου) και εφαρμογές των σύγχρονων φεμινιστικών θεωριών στην κριτική στο ματσισμό της ελληνικής κοινωνίας (βλ. τα έργα ζωγραφικής-συνθήματα της Αλεξάνδρας Παπαδημητρίου) και από drag shows νέας γενιάς που εμβαθύνουν στην έννοια της περσόνας (βλ. «Κούκλες») μέχρι παραστάσεις σε μεγάλα πολιτιστικά ιδρύματα (βλ. το lecture-performance του Μάριου Χατζηπροκοπίου στο Ίδρυμα Ωνάση), ενόσω επιχειρεί να επαναπροσδιορίσει την αντισυμβατική του φύση πέρα από τα στενά όρια του subculture, μπροστά στον διαφαινόμενο φόβο ενός trendy hype.


Ενότητες