Ποια είναι τα χαρακτηριστικά και ποιες οι προκλήσεις της εγχώριας queer σκηνής | Ε. Λεδάκη, Ντ. Μάνεση & Ά. Ευθυμίου

Τρεις θεωρητικοί τέχνης απαντούν.

Η Ευαγγελία Λεδάκη είναι επιμελήτρια εκθέσεων, κριτικός και διδακτορική ερευνήτρια στο Τμήμα Ανθρωπολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου.
Υπήρξε συνιδρύτρια του επιμελητικού project Radical Reading (2014-2016), ενώ έχει επιμεληθεί εκθέσεις στο Αρχαιολογικό Μουσείο των Δελφών, τον Σύλλογο Ελλήνων Αρχαιολόγων, το Θέατρο Τέχνης, το Circuits and Currents και το Point Centre for Contemporary Art (Κύπρος).

  –Πότε το εγχώριο queer κίνημα αποσαφήνισε τον χαρακτήρα του;

Πέρα από τις πρώτες πολιτικές ομάδες, φανζίν και κινηματικούς χώρους (αυτόνομους, κατειλημμένους, κλπ), το queer στην Ελλάδα τροφοδοτήθηκε από την επίσκεψη της Judith Butler στην Αθήνα το 2009, τη μετάφραση του έργου της και τη διασπορά των ιδεών της μέσα από ένα περιβάλλον που καλλιέργησαν η Αθηνά Αθανασίου και άλλες σημαντικές διανοήτριες και ακαδημαϊκοί, οι οποίες έκτοτε αρθρώνουν συστηματικά λόγο πάνω σε αυτά τα ζητήματα. Έξω από την ακαδημία, η συγκρότηση του queer λόγου και των συναφών πρακτικών επιταχύνθηκαν από τη δυσφορία που προκάλεσε η εισαγωγή του Athens Pride. Εκεί δημιουργήθηκε μια ανάγκη διάκρισης ανάμεσα σε φαινομενικά όμοιες αλλά κατά βάση πολύ διαφορετικές διεκδικήσεις.

« Tο queer έχει έναν διευρυμένο ριζοσπαστικό χαρακτήρα.»

Το queer αντιδιαστέλλεται με άλλα μορφώματα που διεκδικούν την ελευθερία δικαιωμάτων στη σεξουαλική επιλογή και το φύλο, ως προς τα ευρύτερα ιδεολογικά διακυβεύματα που θέτει. Συνοπτικά ας πούμε πως είναι ένα κίνημα πολιτικής χειραφέτησης που αρνείται την κοινωνική αναπαραγωγή των ετεροκανονικών δομών εξουσίας και καθορισμού των υποκειμένων. Υπό αυτή την έννοια είναι εξ ορισμού αντικαπιταλιστικό, αντιπατριαρχικό, αντιεθνικιστικό κλπ, κάτι που δεν ισχύει για άλλες ιστορικές μορφές έμφυλης και σεξουαλικής διεκδίκησης, δηλαδή το queer έχει έναν διευρυμένο ριζοσπαστικό χαρακτήρα.

  –Με αυτή την ευρεία προσέγγιση τι εκφράσεις queer μπορούμε να βρούμε στην εγχώρια τέχνη;

Αν δεχτούμε ότι το queer φέρει στον πυρήνα του το αίτημα του αλλόκοτου (μάλιστα ως το πιο ριζοσπαστικό στοιχείο του), τότε ο Σκαρίμπας είναι ο αδιαμφισβήτητος πρόδρομος του εγχώριου queer (σκόπιμα δεν το αποκαλώ ελληνικό). Υπάρχει το δικαίωμα στο αλλόκοτο λοιπόν που αρθρώνεται εδώ. Το δικαίωμα σε μια ρευστή ταυτότητα, ή πιθανώς σε μια ύπαρξη έξω από ταυτότητες, μια ύπαρξη ανισόρροπη, ενδεχομενική, συνεχώς μεταλλασσόμενη, ευάλωτη και μαζί επιθετική μέσα από την υπονόμευση που επιτελεί αυτή ακριβώς η ασταθής και συνεχώς διαφεύγουσα πορεία, η μη συναίνεση στην καθήλωση του νοήματος. Ίσως ο Μαριάμπας να είναι λοιπόν η πιο εξέχουσα και παραδειγματική μορφή queer που έχει να δείξει η ελληνόφωνη λογοτεχνία. Μιλώντας για τη σύγχρονη τέχνη, στα δυο άκρα του discourse που εκτυλίσσεται τώρα στην Αθήνα, βλέπω αφενός το επιτελεστικό ευφυολόγημα ή το acting out (ως φροϋδική εγγραφή τραύματος-επανάληψης) και αφετέρου την κλινική του αρχείου ή τον αποστειρωμένο τεκ-γοτθισμό, που ολισθαίνουν εξίσου σε μια -κάθε άλλο παρά queer-συστημική αναπαραγωγή.

Υπό αυτήν την προοπτική, η πιο ενδιαφέρουσα καλλιτεχνική πρακτική που είδα έστω και λοξά μέσα από τη λογική του queer τα τελευταία χρόνια, είναι η έκθεση της Ελένης Μυλωνά «Το καταραμένο φίδι» στο Μουσείο Μπενάκη. Και αυτό γιατί ανακάτευε τα βαριά σημαίνοντα του Χατζιδάκι, του Μεγαλέξανδρου και του Καραγκιόζη με την Αραβική άνοιξη και τη μασκαράτα, όλα αυτά φορεμένα πάνω στο δέρμα μιας ώριμης καλλιτέχνιδας που, ίσως και λόγω ωριμότητας, αποτόλμησε να φτιάξει έναν εξωφρενικά χειραφετημένο επιτελεστικό ιστό. Η αντήχηση του παράτονου τραγουδιού της Μυλωνά μέσα στην αίθουσα του μουσείου με ακολουθεί ακόμα.



H Ντιάνα Μάνεση είναι υποψήφια διδάκτορας Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Goldsmiths του Λονδίνου. ενώ η Άλκηστη Ευθυμίου είναι ανεξάρτητη ερευνήτρια και απόφοιτος του τμήματος «Φύλο, Κοινωνία, Πολιτική» του Παντείου Πανεπιστημίου.

  –Τι ιδιαιτερότητες και τι χαρακτηριστικά έχει η τοπική queer σκηνή;

Δε θα λέγαμε ότι υπάρχει μια «τοπική queer καλλιτεχνική σκηνή» ακριβώς, τουλάχιστον όχι στον βαθμό που υφίσταται σε μέρη όπως το Βερολίνο, το Λονδίνο και οι ΗΠΑ, στα οποία έχουν αναπτυχθεί περισσότερες και πιο ποικιλόμορφες διαπραγματεύσεις του τι είναι τελικά queer. Πρόκειται για μέρη που έχουν περάσει μέσα από την άνθιση της γκέι/λεσβιακής υποκουλτούρας τη δεκαετία του '90. Την ίδια δεκαετία στην Ελλάδα, το φεμινιστικό κίνημα είχε αποδυναμωθεί και το LGBT κίνημα, παρότι είχε μεγαλύτερη ορατότητα, τροφοδοτούνταν κατά βάση από ατομικές πρωτοβουλίες ακτιβιστών διασκορπισμένες στον χώρο και στον χρόνο.

Το queer εισάγεται (το 2004 με το QVzine) για να υποδηλώσει μια πιο ριζοσπαστική ανάγνωση στη γκέι και λεσβιακή ταυτότητα με εμφανείς δεσμούς με τον χώρο της αντι-εξουσίας. Επομένως, δεν εμφανίζεται ως μια αντι-ταυτοτική κριτική στο mainstream LGBT, όπως στα μέρη που προαναφέρθηκαν, και αυτό είναι κάτι που πρέπει να τονιστεί ως τοπική ιδιαιτερότητα. Αυτά τα δύο--queer και LGBT--ακολουθούν παράλληλες διαδρομές στην Ελλάδα που συναντιούνται και αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Την τελευταία δεκαετία, σε συνδυασμό και με τη γενικότερη διεύρυνση της ορατότητας των διεκδικήσεων που αφορούν το φύλο και τη σεξουαλικότητα, εμφανίστηκαν πολλά φανζίν, μουσικές πρωτοβουλίες και δρώμενα που είχαν--λιγότερο ή περισσότερο--queer ταυτότητα, διάθεση, στόχευση, απεύθυνση. Οι εκφάνσεις του queer στην Ελλάδα έχουν χαρακτηριστικά που τα βρίσκει κανείς στο queer διεθνώς: την DIY αισθητική, την camp ευαισθησία, την ειρωνεία, την υπερβολή, το drag κτλ. Διαφοροποιητικό στοιχείο τους θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι η (κάποιες φορές μονοθεματική ή μονομερής) κριτική στην ελληνικότητα.

Και για να διευκρινίσουμε: μονομερής ή μονοθεματική γίνεται η συγκεκριμένη κριτική όταν δε συμπεριλαμβάνει έθνος, τάξη και φύλο ως πλέγμα και αρθρώνεται από μια προνομιακή θέση χωρίς αναστοχασμό πάνω στην καθολικότητα που καταλαμβάνει. Πιο συγκεκριμένα, η anti-greek καλλιτεχνική κριτική φαίνεται αφενός να παραγράφει τις ταξικές διαφορές που συγκροτούν τον ελληνικό εθνικισμό και να μιλάει από μια αταξική ή διαταξική θέση και αφετέρου να απευθύνεται σχεδόν αποκλειστικά στην υπεραρρενωπότητα ως στοιχείο που τον συγκροτεί, ξεχνώντας την παρουσία και ενσωμάτωση της θηλυκότητας στη διαμόρφωση της εθνικιστικής αφήγησης.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο, παρατηρούμε την προβολή κατά βάση των ανδρών στα queer καλλιτεχνικά δρώμενα - σε έντυπα, στα social media κτλ. Θα θέλαμε να βλέπουμε περισσότερα έργα γυναικών που σχολιάζουν εθνικιστικές αφηγήσεις της ελληνικότητας και εξετάζουν πώς εντάσσονται οι θηλυκότητες σε αυτή την κατασκευή (αναφορικά με το νοικοκυριό, την αναπαραγωγή, τον μιλιταρισμό, αλλά και τη θέση των γυναικών στις εθνικιστικές φαντασιώσεις, τον ρόλο του γυναικείου σώματος σε εμπόλεμες συρράξεις κ.ά.). Ακόμα κι αν υπάρχουν ήδη τέτοιες αναφορές σε ορισμένα καλλιτεχνικά έργα, συχνά παραμένουν αόρατα, δορυφορικά ή στη σκιά των ανδρών. Πιστεύουμε στη σημαντικότητα μιας δημιουργικής φεμινιστικής κριτικής που συνεχώς τσιγκλάει και ζητά αυτές τις άλλες αφηγήσεις.

  –Ποιες είναι οι προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει;

Για μας το queer στην ελληνική τέχνη γίνεται πιο ενδιαφέρον όταν αποσταθεροποιεί την (εθνική) σοβαροφάνεια, όταν δε φοβάται να αντιπαρατεθεί με τον στρέιτ καθωσπρεπισμό. Μια από τις πιο σημαντικές προκλήσεις είναι να μην αποπολιτικοποιηθεί, να μην μετατραπεί το queer σε μια πολιτισμική ταυτότητα που χωράει τα πάντα και τους πάντες (στη λογική του anything goes) και κεφαλαιοποιεί άκριτα την κινηματική δουλειά, να μην ξεχάσει τη σημαντικότητα του φεμινισμού στη διαμόρφωσή του και στις πρακτικές του, να επερωτά διαρκώς τον εαυτό του και να αναστοχάζεται για το από πού ξεκίνησε και προς τα πού πηγαίνει.


Ενότητες