Πώς ήταν και πώς είναι η queer σκηνή από μέσα; | Άλεξ Δημητρίου & ΦΥΤΑ

Διαφορετικοί artists μιλούν για τις εμπειρίες τους από την queer καλλιτεχνική κοινότητα και σχολιάζουν το «Athens is the new Berlin».

Άλεξ Δημητρίου είναι κουρατόρα και περφόρμερ που κινείται μεταξύ Βερολίνου και Αθήνας. Οργαώνει φεστιβάλ ή περφρομάρει σε διάφορα ιβέντ. Το 2016 συνεπιμελήθηκε το LGBTQI Outview Film Festival, το 2017 το Gender Fest και ήταν μέλος της οργανωτικής ομάδας του DIY περφόρμανς φεστιβάλ sound acts το 2015 και 2017. Συνήθως εμφανίζεται κάτω από το ψευδώνυμο Μεταθεοδοσία και παλαιότερα ως ΜΕΤΑ στην κουήρ μπάντα Τα Τρωκτικά. Στο Βερολίνο εργάζεται ως μεταφραστέξ και υποτιτλιστέξ, σε κινηματρογραφικές παραγωγές και φεστιβάλ, όπως η Berlinale και το Porn Film Festival Berlin.

  –Τι σημαίνει queer και πόσο δύσκολο είναι να γίνει αντιληπτό από την ελληνική παράδοση;

Η λέξη queer προέρχεται από μόνη της από μια άλλη γλώσσα, την αγγλική. Αν κοιτάξεις στο λεξικό ή στην εγκυκλοπαίδεια θα δεις ότι η λέξη queer βασικά σημαίνει κάτι περίεργο, εκκεντρικό, κάτι έξω από το συνηθισμένο, ή ακόμα και περίεργο αίσθημα αδιαθεσίας. Η λέξη χρησιμοποιήθηκε αρχικά από λευκούς, αρτιμελείς, ετεροκανονικούς cis άντρες για να χαρακτηρίσουν γκέι άντρες (βλ. το παράδειγμα του Oscar Wilde). Από κει και πέρα χρησιμοποιήθηκε πιο εκτενώς στον αγγλόφωνο κόσμο από την κυρίαρχη κουλτούρα για να χαρακτηρίσει άτομα που δεν έκαναν conform με αυτό που θεωρείτο κανονικό.

«Αν η γλώσσα της ελληνικής παράδοσης δεν περιέχει τη λέξη queer, τότε πώς να την αντιληφθεί;»

Κάποια στιγμή στα late 80s και πιο επίσημα στα early 90s η λέξη αυτή άρχισε να χρησιμοποιείται επανοικειοποιημένη από την ακτιβισική και ακαδημαϊκή σκηνή. Οπότε καταλαβαίνεις ότι η χρήση αυτής της λέξης είχε ένα νόημα και ένα βάρος, τα οποία δεν μεταφράζονται πολιτισμικά σε άλλες γλώσσες. Δε λέω ότι η λέξη queer στην ελλάδα [sic] δε θα έπρεπε να χρησιμοποιείται ή ότι δεν έχει νόημα, απλά δεν έχει το ίδιο effect που είχε σε αγγλόφωνες σκηνές.

Μια ελληνική μετάφραση της λέξης queer με την έννοια του ατόμου που αποκλίνει από μια κυρίαρχα καθορισμένη κανονικότητα είναι «ανώμαλη/ανώμαλος», αν αναφερθούμε σε ένα άτομο, ή ως ανωμαλία αν μιλάμε για «το queer». Όταν μιλάμε τώρα για παράδοση, μιλάμε για κάτι που πάει πολλά χρόνια πίσω, ίσως και αιώνες, μια πρακτική που έχει γίνει συνήθεια, κανονικότητα και που ίσως χωράει κάποιες μικρές (παρ)αλλαγές, αλλά in its core δεν μπορεί να αλλάξει. Όταν μιλάμε για παράδοση, και δη ελληνική, μιλάμε για κάτι που θεωρείται άκρως λευκό (however contested this can be), ετεροκανονικό και ούτω καθεξής, αλλά και ως κάτι που είναι πολύ βασισμένο στη γλώσσα. Αν λοιπόν η γλώσσα αυτής της παράδοσης δεν περιέχει τη λέξη queer, τότε πώς να την αντιληφθεί; Να στο πω πιο απλά, αν πω στη γιαγιά μου «γιαγιά είμαι queer», θα πει «εντάξει παιδάκι μου, ό,τι θες, αυτά τα νέα επαγγέλματα δε τα ξέρω όλα». Αν όμως της πω, γιαγιά, «είμαι ανώμαλη», θα πει, «γιατί παιδί μου το λες αυτό;» Ή θα πει, «μα καλά δεν ντρέπεσαι», ή μπορεί και να πει «εντάξει παιδί μου, ό,τι θες, εγώ σ’αγαπώ όπως και να είσαι». Κάτι θα έχει καταλάβει πάντως. Αυτό έκαναν και διάφορες ακτιβιστικές ομάδες που παρήγαγαν υλικό (π.χ. «Τα Τέτχοια», «Πουστιά και Όλεθρος», «QVzine») και χρησιμοποιούσαν λέξεις όπως πούστης, ανώμαλος, αδερφή κλπ. Θεωρώ ότι χρειαζόταν να γίνει αυτό, για να ακουστούν ξανά όλες αυτές οι λέξεις που μας έχουν στοιχειώσει από μικρά και να προκαλέσουν ένα είδος σοκ που πρέπει να έχει αρχικά ως εφέ αυτή η επανοικειοποίηση.

  –Πώς μπήκες στην queer σκηνή;

Εγώ άρχισα να γνωρίζω και να μπαίνω στην ελληνική κουηρ σκηνή το 2012 περίπου. Ζω στο Βερολίνο από το 2007 και πριν φύγω δεν γνώριζα κανένα άτομο από τη φεμινιστική και κουήρ σκηνή. Το πιο κοντινό που ήξερα σε κάτι εκτός του συνηθισμένου από τον κυρίως στρέιτ κόσμο της μουσικής και κινηματογράφου όπου ανήκα, ήταν η Μαρία Cyber, η οποία είχε κάνει το πρώτο Porn Film Festival στην Αθήνα το 2007, λίγο πριν φύγω για Βερολίνο.

«Ερχόμενη στην Αθήνα το καλοκαίρι του 2013 για να κάνουμε το πρώτο live ως Τρωκτικά στο θέατρο Εμπρός, ένιωσα για πρώτη φορά ότι προσγειώθηκα σε μια νέα Αθήνα που δεν ήξερα πριν, σε μια σκηνή που με ήθελε για μέλος της και σε ένα κοινό που είχε ανάγκη αυτό που κάναμε.»

Από τότε και μέχρι το 2012 που έκανα κάποιες πρώτες επαφές με τον πιο underground κοσμο, είχα σχέσεις με τα φεστιβάλ και εκδηλώσεις που οργάνωνε η Cyber στην Αθήνα (όπως το Outview, το Athens Porn Film Festival), διάφορες προβολές και εκθέσεις με το σκηνοθέτη και καλλιτέχνη Bruce LaBruce, μιας και εγώ δούλευα και συνεχίζω να δουλεύω για τον Jürgen Brüning (κινηματογραφικό παραγωγό και παραγωγό των περισσότερων ταινιών του LaBruce αλλά και ιδρυτή του Berlin Porn Film Festival), τον οποίο γνώρισα μέσω της Cyber.

Στο Βερολίνο γνωρίστηκα το 2009 με το Φιλ (filtig) και κάναμε μαζί μεταξύ άλλων τα art events Dadatek με θεματικές και concept βασισμένα στο Dada και το post-punk που μας ενδιέφεραν πάρα πολύ, ζώντας σε μια πόλη όπου το techno υπήρχε παντού και είχε αποβλακώσει τους πάντες. Όταν ο Φιλ γνώρισε το Φοίβο το 2012 και άρχισε να μαθαίνει για το τι γίνεται στην ελληνική κουήρ σκηνή μου είπε, «έχω γνωρίσει κάποια άτομα που πρέπει οπωσδήποτε να γνωρίσεις». Οι γνωριμίες άρχισαν να πολλαπλασιάζονται και πολύ σύντομα ήρθε στις ζωές μας η Λουίζα Δολόξα, μια περφόρμανς αρτιστ από τη Θεσσαλονίκη, με την οποία φτιάξαμε τη μπάντα «Τα Τρωκτικά».

Νομίζω Τα Τρωκτικά για μένα ήταν το σημείο εκκίνησης της ύπαρξής μου στην ελληνική κουήρ σκηνή, παρόλο που κανένα από τα τρία μέλη (εγώ, λουίζα, φιλ) δεν έμενε τότε στην Ελλάδα. Πιστεύω ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο το γεγονός ότι παρά το ότι ζούσα τόσα χρόνια στο Βερολίνο και ήμουν μέσα στην τοπική κουήρ σκηνή (κυρίως μέσα από τη δουλειά μου στο Porn Film Festival), ένιωθα ότι υπήρχε μια απόσταση που γεφυρωνόταν πολύ αργά. Δεν ένιωθα ότι ανήκα ακριβώς εκεί ή ότι υπήρχε ένα mutual understanding αυτών που εγώ ήθελα να κάνω σε σχέση με αυτά που γίνονταν εκεί. Δε λέω ότι δεν υπήρχαν πράγματα που μου άρεσαν ή έκανα identify, αλλά ήταν λίγα και συνέβαιναν αραιά (π.χ. το entzaubert diy film festival). Ερχόμενη στην Αθήνα το καλοκαίρι του 2013 για να κάνουμε το πρώτο live ως Τρωκτικά στο θέατρο Εμπρός, ένιωσα για πρώτη φορά ότι προσγειώθηκα σε μια νέα Αθήνα που δεν ήξερα πριν, σε μια σκηνή που με ήθελε για μέλος της και σε ένα κοινό που είχε ανάγκη αυτό που κάναμε. Ήταν απίστευτο συναίσθημα.

  –Τι έχει αλλάξει μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια στην queer έκφραση στην ελληνική τέχνη;

Αυτό που θεωρώ ότι έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια στο χώρο της τέχνης είναι ότι υπάρχουν επιτέλους άτομα που δεν παίρνουν τον εαυτό τους στα σοβαρά και they are very serious about it. Υπάρχουν δυστυχώς και αυτά που πιστεύουν ότι δεν τον παίρνουν αλλά αυτό που κάνουν είναι τελείως χίπστερ uninformed σοβαροφανές και είναι σημαντικό να γίνει αυτός ο διαχωρισμός. Αλλά τουλάχιστον έχει γίνει ένα departure από την απόλυτη σοβαρότητα, η οποία μέσα της κρύβει ρατσισμούς, σεξισμούς, εθνοπερηφάνειες και για να επιστρέψω στην αρχή της συζήτησης, και πολλές επικίνδυνες παραδόσεις. Παρακολουθώντας τη Μπιανέλλα [σ.σ. Μπιενάλλε] από κοντά το 2013 και όντας στην οργανωτική ομάδα του Sound Acts, είδα ότι δεν είναι εύκολο να προσελκύσεις κοινό με αυτή τη προσέγγιση στη τέχνη, ακόμη και το κουήρ κοινό.

«Πλέον, έχει γίνει ένα departure από την απόλυτη σοβαρότητα, η οποία μέσα της κρύβει ρατσισμούς, σεξισμούς, εθνοπερηφάνειες και πολλές επικίνδυνες παραδόσεις.»

Το ελληνικό κοινό αντιστέκεται σε αυτού του είδους την κριτική είτε γιατί δεν την καταλαβαίνει πάντα, είτε γιατί δεν ταυτίζεται 100% με αυτήν και μάλλον ίσως επειδή το κάνει να αμφιταλαντεύεται. Μέρος της ελληνικής κουήρ κοινότητας, από την άλλη, έχει καταβολές στην αναρχία, με αποτέλεσμα να μην υποστηρίζει πράγματα που με οποιοδήποτε τρόπο συνδέονται με κάποιο θεσμό ή έχουν πάρει κάποιο grant ή χρηματοδότηση. Για παράδειγμα, το κουήρ κοινό στήριξε το Sound Acts περισσότερο τα δύο πρώτα χρόνια που ήταν μη χρηματοδοτούμενο και diy, ενώ την τρίτη χρονιά που δέχτηκε χρηματοδότηση θεωρώ ότι υπήρχε πιο σποραδική στήριξη. Το ίδιο ισχύει για κουήρ χώρους αυτοοργανωμένους σε σχέση με χώρους που ίσως κάποια στιγμή δέχτηκαν κάποια χρηματοδότηση. Επίσης έχει να κάνει και με το κατά πόσο το θέαμα σχετίζεται με κάποιο άτομο οικείο στο κοινό. Σίγουρα έχει διαφορά στην προσέλευση αν μέσα στα περφόρμανς που παρουσιάζονται συμμετέχει κάποιο άτομο από την κοινότητα ή όχι.



Τα ΦΥΤΑ είναι εννοιολογικοί αντι-καλλιτέχνες, θεωρητικοί και δυο απ' τους επιμελητές του φεστιβάλ Sound Acts, του queer label Φυτίνη και της 6ης Μπιενάλε της Αθήνας.
Τον Οκτώβριο του περασμένου έτους γιόρτασαν τα πέντε χρόνια από το ξεκίνημά τους.

  –Πώς εισήλθε η έννοια του queer στην εικαστική σκηνή της χώρας;

Ο όρος queer (ή κουήρ) χρησιμοποιείται ευρέως για πρώτη φορά στην Ελλάδα γύρω στα μέσα των 00s από την πολιτική ομάδα QV (Queericulum Vitae) που εκδίδει zines, κάνει παρεμβάσεις στο pride, έχει δικό της blog και παρουσία στον αναρχικό χώρο. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι σε αντίθεση με πόλεις όπως το Λονδίνο ή το Βερολίνο, στα ελληνικά η έννοια του queer μπήκε μέσα σε ένα κυρίως θεωρητικό / λογοκεντρικό πλαίσιο, με την τέχνη να καταλαμβάνει ένα πολύ μικρό κομμάτι του γενικότερου διαλόγου.

«Πώς φέρνεις ένα κόνσεπτ όπως το queer, που έχει μια grassroots βάση, αλλά και οποιοδήποτε subcultural φαινόμενο σε ένα θεσμικό και κατά πάσα πιθανότητα και αρκετά ντεκαβλέ καλάθι;»

Όταν το 2012 ξεκινήσαμε τα ΦΥΤΑ, σίγουρα δε νοιώθαμε πως ήμασταν κομμάτι μιας τοπικής queer σκηνής τέχνης ή μάλλον δεν θεωρούσαμε πως υπήρχε κάτι τέτοιο. Ξέραμε διάφορα πράγματα που συνέβαιναν σε πακετάκια από δω κι από κει, όμως συχνά από ανθρώπους που δε γνωρίζονταν μεταξύ τους ή και από άτομα που δεν αυτοπροσοδιορίζονταν ως queer.

Το 2013 μας κάλεσε ο Κωστής Σταφυλάκης στην Μπιενάλε και εμείς με τη σειρά μας καλέσαμε κόσμο να παρουσιάσει διάφορες δουλειές. Η συνθήκη που δημιουργήθηκε εκεί, παρότι δεν είχε τόσο κεντρικά το φύλο και την σεξουαλικότητα, λόγω του ότι χτίστηκε πάνω σε σχέσεις και αισθητικούς κώδικες που προέρχονταν από συγκεκριμένες κοινότητες χαρακτηρίστηκε από κάποιους ως μια ανερχόμενη DIY queer σκηνή. Το 2014 ξεκινήσαμε, μαζί με άτομα με τα οποία συνεργαστήκαμε στην Μπιενάλε, τη Φυτίνη και την επόμενη χρονιά το φεστιβάλ Sound Acts, γύρω από τα οποία συσπειρώθηκε πολύς κόσμος και σε εκείνο το σημείο με τη βοήθεια των κοινωνικών δικτύων των συμμετεχόντων άρχισε να δημιουργείται κατά κάποιο τρόπο μια queer σκηνή τέχνης στην Αθήνα. Ο χώρος AMOQA έπαιξε επίσης σημαντικό ρόλο σ’ αυτή τη συσπείρωση.

Σήμερα με ένα τρόπο μπορεί κανείς να πει πως όντως έχει υπάρξει ένας μικρός αριθμός queer έργων, μια μικρή σκηνή. Το μέγεθος της σκηνής είναι σίγουρα πιο μεγάλο από την δημοσιογραφική κάλυψή της και το χώρο που της έχει δοθεί στα μέσα και τους θεσμούς. Για παράδειγμα, με τρία χρόνια στο ενεργητικό του και 85 παρουσιάσεις διεθνών και local queer καλλιτεχνών, το Sound Acts δεν έχει ούτε ένα review από Έλληνες δημοσιογράφους / θεωρητικούς. Με εξαίρεση τον Κωστή Σταφυλάκη, ελάχιστοι έχουν γράψει για την queer τέχνη στην Αθήνα - κι αν φαντάζουν τώρα ειδικοί κάποιοι, ας μην ψαρώνουμε, είναι και λίγο μόδα. Επείγει λοιπόν η παραγωγή λόγου γύρω από τις εμπειρίες, τα αδιέξοδα και τις επιτυχίες αυτής της σκηνής.

  –Πλέον, «Αthens is the new Βerlin» λένε. Πόσο hype έχει γίνει το queer;

Οι Αθηναίοι έχουν μια φοβερή ιδιότητα να συμπυκνώνουν το διάστημα μεταξύ του να αγνοούν κάτι τελείως και του να το θεωρούν απόλυτο must, έτσι μέσα σε τρία χρόνια ξαφνικά οι μισές παραστάσεις θεάτρου λένε πως είναι queer. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο σκάει και η documenta με τις δικές της queer εξαγγελίες και επειδή εδώ οι ντόπιοι ιντίτζινοι όταν ακούνε διεθνής έκθεση τέχνης, κάνουν τα μάτια τους dollars, άρχισαν να συρρέουν στο πρόγραμμά της, ενώ συγχρόνως εξαιρετικά events σε χώρους όπως η AMOQA πήγαιναν άκλαφτα. Δεν είναι κακό να γίνονται πολλά queer πράγματα ούτε ότι υπάρχει ο ένας και σωστός τρόπος να κάνεις queer τέχνη, αλλά είναι σημαντικό να γίνει μια γενεαλογία και να δούμε λίγο αν όντως υπάρχει μια queer σκηνή τέχνης στην Αθήνα και αν ναι, τότε πώς ακριβώς μπορούμε να μιλήσουμε γι αυτήν.


Επίσης είναι σημαντικό να γίνει αντιληπτό πως queer δεν είναι απλά μια αισθητική που μια μέρα τη φοράς, περπατάς και πετάς, αλλά και μια σειρά πολιτικών θέσεων, όπως και οι σχέσεις μέσα στις οποίες κάποι@ δημιουργεί. Τον τελευταίο καιρό ιδιαίτερα έχουμε βρεθεί με το ένα πόδι μέσα και το άλλο έξω σε θεσμικά πλαίσια και είναι μια ενδιαφέρουσα και επικίνδυνη θέση: πώς φέρνεις ένα κόνσεπτ όπως το queer, που έχει μια grassroots βάση, αλλά και οποιοδήποτε subcultural φαινόμενο σε ένα θεσμικό και κατά πάσα πιθανότητα και αρκετά ντεκαβλέ καλάθι; Γίνεται; Κι αν ναι, κάτω από ποιες προϋποθέσεις; Δεν προσποιούμαστε πως έχουμε την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα.

Αυτό έχει εν μέρει να κάνει με τη σύνδεση του queer με ριζοσπαστικές πολιτικές κοινότητες, αλλά και επειδή έχει δοθεί στο κίνημα αυτό ο αρκετά δύσκολος ρόλος να γκρεμίσει μια μεγάλη συνέχεια αισθητικού συντηρητισμού (κάτι που ο αναρχοαυτόνομος χώρος δεν ενδιαφέρθηκε να αποδομήσει ή που δεν κατάφερε να αναμετρηθεί μαζί του): να διαβρώσει τη μοιραία σχέση της αριστερ(ιστικ)ής αισθητικής με την πατροπαράδοτη Ελλαδάρα, βλέπε Ελύτης, καθηγητές ΑΣΚΤ, κλπ. 

Το radical queer μας κράζει ως θεσμικούς και εμείς με τη σειρά μας κριντζάρουμε έντονα με τα πρότζεκτς της Στέγης Γραμμάτων που θεωρεί πως μπορεί να αγοράζει το edgy (queer, intersectional κλπ) με το πάτημα ενός κουμπιού. Γίνεται να φέρεις την Τζούντιθ Μπάτλερ στο Μέγαρο κι αυτό να μην έχει εσσάνς ΣΥΡΙΖΟΠΑΣΟΚάρας; Η σχέση με τους θεσμούς τέχνης στην Ελλάδα μαίνεται! Έτσι, πριν λίγους μήνες, στο Sound Acts, που φέτος πήρε την ρίσκυ (=λάθος;) απόφαση να πάει στο Φεστιβάλ Αθηνών, κάναμε έναν ενταφιασμό του κόνσεπτ του queer, το θάψαμε και ησυχάσαμε τόσο από τις κατηγορίες ξεπλύματος του underground, όσο κι απ’ τους θεσμικούς κροκόδειλους που θέλουν να το καταπιούν για να πάρουν πόντους για το πόσο ενημερωμένοι είναι και σε «επαφή με τη νεολαία».

Leave queer alone!


Ενότητες