Η νέα queer γενιά μιλά για τα έργα της | Αντιγόνη Τσαγκαροπούλου & Αλεξάνδρα Παπαδημητρίου

Τα λούτρινα του fluffyland και η οι εικαστικές εφαρμογές των σύγχρονων φεμινιστικών θεωριών είναι δύο από τα σημεία της σύγχρονης σκηνής που αξίζει να σταθούμε.

Η Αντιγόνη Τσαγκαροπούλου είναι μια καλλιτέχνιδα που ζει και εργάζεται στην Αθήνα και το Βερολίνο.
Πρόσφατα συμμετείχε στην 6η Μπιενάλε της Θεσσαλονίκης, στο queer festival Sound Acts, στο Witch Rave festival του Βερολίνου και είναι μέλος της ομάδας του AMOQA(Athens Museum of Queer Arts).
Αυτήν την περίοδο δουλεύει πάνω σε ένα μεγάλο fluffy project σε συνεργασία με την AΤΟΠΟΣ CVC το οποίο θα ξεκινήσει τον Απρίλιο του 2018 και θα διαρκέσει για έναν ολόκληρο χρόνο.

  –Τα έργα σου τοποθετούνται μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Τι επιχειρείς μέσα από αυτά;

Αυτό που κάνω είναι να δημιουργώ τους δικούς μου παιχνιδότοπους με τα δικά μου λούτρινα κουκλάκια και να προσκαλώ τον κόσμο να παίξει, να μεταμορφωθεί και να κάνει παρέα. Επίσης φτιάχνω τα δικά μου παραμύθια, ή μεταλλάσσω ήδη υπάρχοντα και κατά κάποιον τρόπο είναι σαν να χακάρω την παιδική μου ηλικία και να την ανακατασκευάζω. Προσπαθώ να αλλάζω τα παραμύθια όπως τα παιδιά όταν παίζουν που καταστρέφουν τις ήδη υπάρχουσες ιστορίες και δημιουργούνε άλλες, υβριδικές, πολλές φορές αναπάντεχες και μη κανονιστικές. Οι δράσεις μου εστιάζουν στην αναζήτηση μιας σεξουαλικότητας η οποία προέρχεται μέσα από την διαδικασία του παιχνιδιού, της περιέργειας και της ανακάλυψης. Έτσι, στην δουλειά μου θα βρεις την μικρή γοργόνα που ζει σε έναν συμβιωτικό κόσμο χωρίς πρίγκιπα, με χιλιάδες αδελφές και κολλητή την Μάγισσα Ούρσουλα ή μια μπαλαρίνα βαμπίρ η οποία μεταμορφώνεται σε όποιο ζώο θέλει. Το girly παρουσιάζεται ως κάτι ενδυναμωτικό και οι εγκαταστάσεις μου είναι γεμάτες με queer υβρίδια, sci-fi ηρωίδες, genderfluid λούτρινα παιχνίδια και drag furries.

  –Τι είναι για σένα αυτά τα πλάσματα

Τα πλάσματα που δημιουργώ γίνονται φίλες μου και φίλες των φιλενάδων μου. Ο λαγός έχει γίνει η furry περσόνα μου και μαζί του έχω ζήσει πολλές εμπειρίες. Συνήθως δίνουμε αγκαλίτσες, φλερτάρουμε, δίνουμε γλειφιτζούρια, παίζουμε. Την ίδια στιγμή όποι@ θέλει μπορεί να μπει μέσα του, να μεταμορφωθεί και να κάνει ότι θέλει. Κάποιες φορές μου λείπει. Έχω αναπτύξει μαζί του την σχέση όπου μπορεί να έχει ένα μικρό παιδί με το λούτρινό του το οποίο μοιράζεται σε ομαδικά παιχνίδια με τις φιλενάδες του. Αυτό που κυρίως με ενδιαφέρει είναι η δημιουργία εναλλακτικών φαντασιώσεων της υποκειμενικότητας, της επιθυμίας και της επαφής. Κύρια πηγή έμπνευσης αποτελεί για εμένα το παιχνίδι και η παιδική δημιουργικότητα και με απασχολεί το πώς μέσα από αυτήν μπορούμε να δημιουργήσουμε εναλλακτικές μορφές οικειότητας. Μου αρέσει να παίζω με τα όρια του επιτρεπτού και του κανονικού σε έναν ενήλικο κόσμο γεμάτο ενοχή και ντροπή γύρω από το σώμα και την σεξουαλικότητα.

  –Τι αντιδράσεις δημιουργούν;

Αυτό με ενδιαφέρει. Ποιες θα είναι οι αντιδράσεις αν τοποθετήσω ένα ροζ φλαμίγκο στο ύψος του αιδοίου μου, ή αν ράψω πάνω σε ένα furry γουρούνι ένα τσεπάκι καρδούλα στο ύψος του πισινού του και προσκαλέσω κάποιον να πάρει ένα γλειφιτζούρι από μέσα; Μια φορά, στα εκπαιδευτικά προγράμματα που οργανώθηκαν κατά τη διάρκεια της συμμετοχής μου στην 6η Μπιενάλε Θεσσαλονίκης, ένα πεντάχρονο αγόρι που ήτανε γενικά σιωπηλό σε όλα τα workshop μόλις μπήκε μέσα στην fluffyland εντόπισε την αστραφτερή, ρόζ ουρά γοργόνας και άρχισε να φωνάζει «θέλω να γίνω ροζ γοργόνος, ΓΟΡΓΟΝΟΣ ΤΩΡΑ! Κάνε με, κάνε με!» Μόλις του φορέσανε την ουρά, άραξε περιχαρής και δεν την έβγαλε μέχρι το τέλος!

«Μου αρέσει να παίζω με τα όρια του επιτρεπτού και του κανονικού σε έναν ενήλικο κόσμο γεμάτο ενοχή και ντροπή γύρω από το σώμα και την σεξουαλικότητα.»

Προσπαθώ να δημιουργώ χώρους και καταστάσεις όπου τα παιδιά μπορούν να εκφραστούν πέρα από τα στερεοτυπικά δίπολα της βιομηχανίας των παιχνιδιών ή την ενοχή των μεγάλων. Επίσης, χώρους όπου οι μεγάλοι μπορούν να παίξουν ή και να μάθουν από τους μικρούς. Μέσα στην fluffyland παιδιά μαζί με τους γονείς τους φτιάξανε ποιήματα όπως: «Ένα έντερο μεγάλο/ με γεύση κακά-ο/ ήρθε με ένα κόκκινο βρακί/ ένα κόκκινο κραγιόν/ κι έφαγε ένα βρομερό πόδι» ή «Ένας βρομερός πισινός/ έφαγε δυο σοκολάτες και τιγάνισε πατάτες και/ ακόμα δυο σαλάτε και/ ο πισινός πλέον ο πισινό/ είναι πιο καθαρός [sic]».



Η Αλεξάνδρα Παπαδημητρίου γεννήθηκε το 1994 στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται σήμερα. Παρουσίασε τη τελευταία της δουλειά στη μπιενάλε της Αθήνας «Waiting for the barbarians» το '17 μαζί με τα Δοκούμενα.
Στην Αθήνα έχει εκθέσει στο AMOQA («nothing left», 2016, her stories: «our body is a battlefield», 2016). .

  –Που επικεντρώνεσαι καλλιτεχνικά και πώς το έργο σου συνδιαλέγεται με θέματα ταυτότητας και πολιτικής του φύλου;

Με ενδιαφέρει η γυναικεία εμπειρία: η γυναικεία ιστορία, η γυναικεία έκφραση, η γυναικεία αφήγηση. Η αποξένωση και η μοναξιά που προέρχεται από τη ζωή σε μια ανδροκεντρική κουλτούρα. Για μένα, η φεμινιστική θεωρία και ο διάλογος που γίνεται γύρω από τα ζητήματα της ταυτότητας και του φύλου μου προσφέρουν τα νοητικά εργαλεία με τα οποία κάνω τη δουλειά μου. Οι καλλιτέχνες με τους οποίους συνεργάζομαι είναι ως επί το πλείστον queer, το κοινό είναι ως επί το πλείστον queer, οπότε μάλλον η σκηνή είναι κι αυτή queer.

  –Ποιοι καλλιτέχνες και θεωρητικοί σε έχουν επηρεάσει στο έργο σου;

Ξεκίνησα να διαβάζω κείμενα του ριζοσπαστικού φεμινισμού από μικρή ηλικία και δεν έχω σταματήσει από τότε. Το αγαπημένο μου μάλλον είναι το SCUM Manifesto της Valerie Solanas - αν μη τι άλλο συνεχίζει να προκαλεί ενδιαφέρουσες αντιδράσεις, μισό αιώνα μετά. Άλλες συγγραφείς που αγαπώ είναι οι Adrienne Rich, Audre Lorde, Hélène Cixous και φυσικά η Linda Nochlin. Η πρώτη φορά που είδα συνέντευξη της Louise Bourgeois ήταν η στιγμή που συνειδητοποίησα ότι δεν είμαι μόνη σε αυτά που σκέφτομαι για τη τέχνη. Την ίδια εποχή ανακάλυπτα τη Nancy Spero, την Ida Applebroog, καθώς και τα παλιότερα έργα των Sue Williams και Sarah Lucas. Όλες αυτές με έχουν αλλάξει σαν ζωγράφο και σαν άνθρωπο.


Ενότητες