Ήβη Νανοπούλου, Με στόχο τη δημιουργία ενός σύγχρονου, βιώσιμου και διεθνούς ακτινοβολίας κέντρου πολιτισμού και εκπαίδευσης στο χώρο των Παραστατικών Τεχνών

Μιλήσαμε με μέλη της ομάδας και αρχιτέκτονες σχετικά με τις προκλήσεις που θέτει η ανακαίνιση ενός τόσο εμβληματικού κτιρίου, ανοίγοντας μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση με διάφορες προεκτάσεις.

Μιλήσαμε με μέλη της ομάδας και αρχιτέκτονες σχετικά με τις προκλήσεις που θέτει η ανακαίνιση ενός τόσο εμβληματικού κτιρίου, ανοίγοντας μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση με διάφορες προεκτάσεις. Φυσικά, τον πρώτο λόγο έχουν οι αρχιτέκτονες που υπογράφουν τη μελέτη και συγκεκριμένα η Ήβη Νανοπούλου από το γραφείο Θύμιος Παπαγιάννης & Συνεργάτες.

Σε ερώτησή μας σχετικά με το αν υπήρξε συγκεκριμένη κατεύθυνση ως προς το αισθητικό σκέλος και τη διατήρηση της ταυτότητας του Δεσποτόπουλου, κατά την ανάθεση της μελέτης, όπως μας λέει η κα Νανοπούλου «Η ίδια η μελέτη ήταν εκείνη που ανέδειξε τη σημασία του κτιρίου και την ανάγκη χαρακτηρισμού του ως μνημείου της σύγχρονης αρχιτεκτονικής. Αξίζει να σημειωθεί ότι μέχρι τότε, μέχρι να υποβληθεί δηλαδή η μελέτη μας στο ΥΠΠΟ, ουδείς ασχολείτο με το Ωδείο Αθηνών, ουδείς γνώριζε τι κρυβόταν πίσω από το διώροφο κέλυφος, ούτε τι δυνατότητες ανάπτυξης θα αποκτούσε το κτίριο εφόσον ολοκληρωνόταν το ημιτελές και επώνυμο έργο του Ι. Δεσποτόπουλου. Η εμπλοκή μας στο έργο ξεκίνησε το 2013 με μια Οικονομοτεχνική Μελέτη συνοδευόμενη από Προκαταρκτική Αρχιτεκτονική Μελέτη, που από κοινού ανέδειξαν αφενός όλα τα προβλήματα ενός ημιτελούς και απαξιωμένου κτιρίου, και αφετέρου τις δυνατότητές και τις προκλήσεις ανάπτυξής του σε ένα ολοκληρωμένο, σύγχρονο, βιώσιμο κέντρο πολιτισμού και εκπαίδευσης στο χώρο των Παραστατικών Τεχνών. Ο στόχος της Διοίκησης του Ωδείου Αθηνών ήταν φιλόδοξος και οραματικός. Η δημιουργία ενός σύγχρονου, βιώσιμου και διεθνούς ακτινοβολίας κέντρου πολιτισμού και εκπαίδευσης στο χώρο των Παραστατικών Τεχνών, αξιοποιώντας και αναδεικνύοντας όχι μόνο τη φήμη και την ιστορία του, αλλά ολοκληρώνοντας και αναδεικνύοντας τις κτιριακές υποδομές του, που αποτελούν εμπνευσμένο έργο του Ιωάννη Δεσποτόπουλου».

Οι προκλήσεις της ανάπλασης

Το εγχείρημα, όπως επισημαίνει η κα Νανοπούλου ήταν σύνθετο, καθώς έπρεπε όχι μόνο να διατηρήσει την υπεραξία του κτιρίου αλλά και να καλυφθούν ανάγκες που συνδέονται με τη στατική και θερμική συμπεριφορά του κτιρίου, το σημερινό απαιτητικό θεσμικό πλαίσιο, τις αυξημένες λειτουργικές απαιτήσεις των ειδικών χρήσεων που θα φιλοξενηθούν, την ενσωμάτωση της πλέον εξελιγμένης τεχνολογίας που αφορά στον ήχο, το φως κλπ., τη μέγιστη δυνατή ευελιξία των κτιριακών και ΗΜ εγκαταστάσεων, αλλά και τη συνδεσιμότητα των χρήσεων για την ανάπτυξη συνεργιών. «Παράλληλα έπρεπε το κτίριο να εκφράσει την εποχή του, να γίνει πιο εξωστρεφές, να συνδέσει λειτουργικά τον εσωτερικό χώρο με έναν σημαντικό δημόσιο περιβάλλοντα χώρο όμορα του Λυκείου και του Βυζαντινού Μουσείου, μεταξύ Κολωνακίου και Παγκρατίου, στην καρδιά του πολιτιστικού γίγνεσθαι της πόλης, ενδυναμώνοντας τη σχέση του με αυτήν. Αυτές τις προκλήσεις προσπαθήσαμε να διαχειριστούμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Να βγάλουμε το κτίριο από την αφάνεια, να το εντάξουμε στη σημερινή ζωή της πόλης, να γίνει ελκυστικό στον πολίτη, και να του δώσουμε τη δυνατότητα να βρεθεί στη καλλιτεχνική πρωτοπορία, όπως θα το ήθελε ο Ι. Δεσποτόπουλος. Πιστεύουμε όμως ότι το άνοιγμα του Ωδείου προς την πόλη – στον ισόγειο χώρο του φουαγιέ – δεν έχει μόνον προγραμματική και λειτουργική αξία. Έχει και αρχιτεκτονική, καθώς αναδεικνύει τη κεντρική σημασία του αμφιθεάτρου, την οργανική και κατασκευαστική σύνδεσή του με το υπόγειο φουαγιέ, καθιστώντας αναγνωρίσιμα τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά του χώρου

Η κληρονομιά του Δεσποτόπουλου και πώς μπορεί να περάσει στην επόμενη εποχή

Τι υλικό όμως έχει αφήσει ο Δεσποτόπουλος για το κτίριο και σε ποιό βαθμό αυτό λήφθηκε υπ όψιν; «Ο Ι. Δεσποτόπουλος υπήρξε ένας ακαταπόνητος αρχιτέκτων» μας λέει η κα Νανοπούλου. «Τα σχέδια του για το Ωδείο Αθηνών… εκατοντάδες, τα οποία μπορεί να αναζητήσει κανείς στο αρχείο του Μουσείου Μπενάκη. Τα σχέδια αυτά τα ανέτρεπε ο ίδιος κατά την εξέλιξη όχι μόνον της μελέτης αλλά και της ίδιας της κατασκευής. Αυτό άλλωστε αιτιολογεί και γιατί το έργο βρέθηκε σε μεγάλο βαθμό αυθαίρετο, δηλαδή εκτός νόμιμης οικοδομικής άδειας. Επεκτάσεις υπογείων χώρων, πλήρης αλλαγή μορφής και διάταξης του αμφιθεάτρου, αποτελούν μόνο επιλεκτικές αναφορές. Μέσα από μια τέτοια διαδικασία ωρίμανσης του έργου, είναι σαφές ότι πολλά πράγματα δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ. Βάσει του σχετικού νόμου περί μνημείων, «ως μνημεία νοούνται τα πολιτιστικά αγαθά που αποτελούν υλικές μαρτυρίες και ανήκουν στην πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας … ενώ η Προστασία αυτής συνίσταται στη συντήρηση και την κατά περίπτωση αποκατάσταση της, τη διευκόλυνση της πρόσβασης και της επικοινωνίας του κοινού με αυτήν, την ανάδειξη και ένταξη της στη σύγχρονη κοινωνική ζωή…».

Στο πλαίσιο αυτό, ο χαρακτηρισμός του κτιρίου του Ωδείου Αθηνών ως μνημείου με το σχετικό ΠΔ του 2017 είχε σκοπό την προστασία των υλοποιημένων στοιχείων του κτιρίου, και μάλιστα εκείνων που αναδεικνύουν τα αξιόλογα χαρακτηριστικά του, όπως το δώμα με τις γλυπτικές απολήξεις του, τον όροφο με τη γενική εσωτερική του οργάνωση, τις όψεις με τα μεγάλα υαλοστάσια, τα αίθρια, το περιστύλιο με τα ραδινά υπενδεδυμένα με λευκό μάρμαρο υποστυλώματά του, τα εξωτερικά μαρμάρινα κλιμακοστάσια, το μεγάλο αμφιθέατρο ως προς τη γεωμετρία και τη δομή του, το κεντρικό φουαγιέ με τα διπλά κλιμακοστάσιά του. Όλα ανεξαιρέτως τα στοιχεία αυτά ασφαλώς εντοπίστηκαν εγκαίρως κατά την εκπόνηση της μελέτης, και προστατεύονται και αναδεικνύονται απολύτως από το σημερινό υπό κατασκευή έργο. Από την άλλη, συντασσόμαστε με την άποψη του καθηγητή κυρίου Γ. Κίζη, που έχει ασχοληθεί χρόνια με έργα αποκαταστάσεων και μάλιστα πολύ επιτυχώς, ο οποίος υποστηρίζει ότι «για να κερδίσει ένα κτίριο μια παράταση ζωής, έχει ανάγκη σύγχρονων στοιχείων που θα το περάσουν στην επόμενη εποχή». Όταν δεν προβάλλουμε με τόλμη το νέο διακρίνοντας το εμφανώς από το παλαιό, οδηγούμαστε κάποτε στο «να κατασκευάζουμε μία ιστορία που ποτέ δεν υπήρξε», με τον κίνδυνο να δημιουργούμε με τα έργα μας ένα «εικονικό» πολιτισμικό υπόβαθρο. Μια άποψη άλλωστε που ευρέως κυριαρχεί στα έργα μεγάλων αρχιτεκτόνων της εποχής μας όπως του Y.M Pei η του M. Botta, οι οποίοι άφησαν ένα σύγχρονο αποτύπωμα σε σημαντικότατα παγκόσμια μνημεία πολιτισμού. Θα πρέπει άλλωστε μέσα σε αυτό το πλαίσιο να διαβάσει κανείς και την απόφαση χαρακτηρισμού του μνημείου από το ίδιο το Κεντρικό Συμβούλιο Νεοτέρων Μνημείων του ΥΠΠΟ».

Η κα Νανοπούλου είναι κάθετη ως προς το ότι «το κτίριο δεν αντιμετωπίστηκε ως κέλυφος. Ακριβώς το αντίθετο. Προστατεύονται τα βασικά του χαρακτηριστικά που συνδέονται με τη δομή, την οργάνωση, τα αρχιτεκτονικά του στοιχεία, την ελληνικότητα και υλικότητα. Αντίστοιχα και από την πλευρά μας το κτίριο δεν αντιμετωπίστηκε αποσπασματικά αλλά με τρόπο ολοκληρωμένο, μέσα-έξω, αναδεικνύοντας με τον πλέον εμφατικό τρόπο τις προθέσεις του αρχικού δημιουργού, αλλά και τις φάσεις και παρεμβάσεις, όπου αυτό ήταν αναγκαίο». Στην ερώτησή μας σχετικά με το φουαγιέ και τους προαύλιους χώρους το επιχείρημα ότι αλλοιώνουν τη φυσιογνωμία του κτιρίου, η ίδια πιστεύει ότι, αντίθετα, η παρέμβαση «αναδεικνύει το κτίριο, τον φορέα του (τολμηρή στατική προσέγγιση του καθηγητή Κιρπότιν), τα υπόλοιπα γεωμετρικά και αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά του, τη σχέση του με τον μνημειακό χώρο και το φυσικό περιβάλλον του, ενώ συγχρόνως καλύπτει απαιτήσεις λειτουργικές, τεχνικές, κατασκευαστικές. Σε όσους χώρους υπάρχει επίπλωση ή εξοπλισμός, αυτοί διατηρούνται και αποκαθίστανται. Ασφαλώς όμως υπάρχουν σύγχρονες ανάγκες που πρέπει να καλυφθούν με εξοπλισμό που να εκφράζει την εποχή του και να είναι σε διάλογο με το μοντέρνο κίνημα».

Δέσποινα Ζευκιλή -


Ενότητες