Η μουσική του Elliott Smith «ξανάζησε» φέτος θεαματικά, μέσω του Brad Mehldau © press photo
"Εγώ τη ζωή μου κι εσύ τη δικιά σου", λέει ένα (προ 15ετίας) σουξέ του Γιώργου Μαζωνάκη, που απασχολεί έντονα την επικαιρότητα στην εκπνοή αυτή του 2025. Κι έτσι φαίνεται να είναι, πλέον, και οι σχέσεις μεταξύ του μουσικού γίγνεσθαι και μιας ολοένα πιο ανερμάτιστης κριτικής, αν σκεφτούμε τι υπερβολές διαβάσαμε και φέτος, με διάφορες αφορμές –όχι μόνο στην Ελλάδα, μα και διεθνώς.
Ωστόσο η δισκογραφία πάντα συνεχίζει τον δρόμο της, όπως θα τόνιζε και ο Αργύρης Ζήλος: μία από τις οδυνηρές απώλειες του 2025, που κόσμησε την ιστορία του Αθηνοράματος και υπήρξε όχι μόνο δάσκαλος για μας τους νεότερους, αλλά και φίλος ακριβός. Έτσι και φέτος, λοιπόν. Παρότι δεν υπήρξε κάποια συγκλονιστική ή κοσμογονική κυκλοφορία, γίναμε λίγο πιο πλούσιοι σε ωραία μουσική. Μια 35άδα από αυτά τα ακούσματα ακολουθεί και παρακάτω, σε μορφή λίστας· χωρίς κενολογίες περί καλύτερων και σπουδαιότερων, με το "παραδοσιακό" σασπένς της αντίστροφης μέτρησης. Θα ακολουθήσει, φυσικά, και μια ανάλογη λίστα με εγχώρια άλμπουμ.
35. Kostnatění: Přílišnost [Willowtip]
Για να μην το ψάχνετε, είναι τσέχικα. Aυτή είναι και η γλώσσα των στίχων, παρότι ο άνθρωπος-ορχήστρα πίσω από το όνομα Kostnatění εδρεύει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Περισσότερη σημασία έχει ότι εξακολουθεί να βγάζει ιντριγκαδόρικες δουλειές, ακόμα και τώρα που δεν μπορεί, πια, να ποντάρει στον αιφνιδιασμό της έκπληξης. Αν δεν τον ξέρετε, αρκεί ν' ακούσετε εδώ το "Churches Were The Skyscrapers" και θα καταλάβετε ότι βρίσκεστε μακριά από τη συνήθη αντίληψη περί "μαύρου" μέταλ.

Μας τα έχει ξαναπεί αυτά, βέβαια. Όμως εξακολουθεί να στέκεται με ιδιαίτερη τόλμη στον ακραίο ήχο, διαθέτοντας αρκετή "τρέλα", μα και ταλέντο, ώστε να ανακατέψει τα διδάγματα των Deathspell Omega με noise rock ή/και hardcore punk αναφορές, με τον ενθουσιασμό του για μη Δυτικούς μουσικούς κόσμους, με synths, με πειραγμένα riffs, με, με. Κι έτσι συνεχίζει να ξεχωρίζει. Απλά νομίζω ότι έχει φτάσει ο καιρός για λιγότερες ηχητικές διευρύνσεις και για περισσότερο σκάψιμο.
34. Marie Davidson: City Of Clowns [Deewee]
Χρόνια το προσπαθεί η Marie Davidson (μόνη ή μετέχοντας σε γκρουπ), αλλά είναι τώρα όπου καταφέρνει να φτάσει πράγματι κάπου –κι ας είχε χριστεί έως και Pitchfork darling πίσω στο 2016, με το Adieux Au Dancefloor. Το "μυστικό", εάν υπάρχει και δεν πρόκειται απλά για περίπτωση καλλιτεχνικής ωρίμανσης, αξίζει ν' αναζητηθεί σε κομμάτια σαν τα "Fun Times", "Sexy Clown" ή "Push Me Fuckhead".

Όχι, ασφαλώς, για τη σύμπλευση των techno ρυθμών της Καναδέζας δημιουργού με την ποπ μελωδικότητα και το spoken word (μη μένουμε στα προφανή), αλλά για τη θέλησή της και την ικανότητά της να φτιάξει ηλεκτρονική μουσική με ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα. Η οποία, έστω κι εγκλωβισμένη στη μικρών δυνατοτήτων φωνή της, γαλβανίζεται από τη ματιά της Shoshana Zuboff στους ψηφιακούς μας καιρούς. Οπότε ενεργοποιεί και μια εγκεφαλική παράμετρο, δίχως να χάνει την επαφή με την ανάγκη των alternative clubs για ιδρώτα και λικνίσματα.
33. Robert Plant with Suzi Dian: Saving Grace [Es Paranza Recordings/Nonesuch]
Πάει κάμποσος καιρός απ' όταν ο Robert Plant έφερε τούμπα τον τιτάνιο Led Zeppelin θρύλο του, στήνοντας μια καινούρια καριέρα, με διαφορετικές στοχεύσεις και εντάσεις. Η οποία υπηρέτησε άψογα τις λοιπές του μουσικές ανησυχίες, μα επέτρεψε και στη φωνή του να ξορκίσει το αναπόφευκτο βάρος του χρόνου, παλιώνοντας σαν εκλεκτό κρασί.

Αυτή η στόφα, λοιπόν, διατηρείται παρούσα κι εδώ, μαζί με το ζηλευτό παικτικό και ενορχηστρωτικό επίπεδο της μπάντας που τον πλαισιώνει σταθερά από το 2019. Και αποδεικνύεται παράγοντας καταλυτικής folk rock σαγήνης. Ακόμα κι αν η Suzi Dian δεν είναι Alison Krauss, ακόμα κι αν το Saving Grace δεν είναι ένα άλμπουμ διασκευών με το βεληνεκές του αξέχαστου Dreamland (2002).
32. Irini: Lost In Dreams [All Possible Worlds/Réunion]
Ο καλλιτέχνης που χρησιμοποιεί το όνομα Irini δεν είναι Έλληνας. Αλλά το ψευδώνυμο αντιστοιχεί στην αγία Ειρήνη της Θεσσαλονίκης, από τη δική μας ορθόδοξη παράδοση –που, βέβαια, κρατά έναν παράδοξο σταυρό στο εξώφυλλο, ο οποίος παραπέμπει σε μη χριστιανικά πράγματα. Τέλος πάντων, πίσω από όλα τούτα βρίσκεται ο ούτως ή άλλως αινιγματικός Traumprinz (ή και Prince Of Denmark), το δε Lost In Dreams είναι ένα ...εξαπλό(!) βινύλιο με πάνω από 3 ώρες ηλεκτρονικής μουσικής. Αναπόφευκτα, λοιπόν, φλυαρεί, ενώ δεν υπερβαίνει τον κόσμο που ταμπελοποιούμε κάτω από τις ετικέτες techno, trance, ambient ή deep house.

Από την άλλη, είχαμε καιρό ν' ακούσουμε τόσο μεστές συνθέσεις σε τέτοια μονοπάτια. Σίγουρα, επίσης, θαυμάζεις την άνεση με την οποία περνάμε από το ένα είδος στο άλλο. Τελικά, όμως, βρισκόμαστε εδώ γιατί η όλη ίντριγκα γύρω από το εξώφυλλο, την Irini κτλ. ανήκει κι αυτή στο καλλιτεχνικό "παιχνίδι" του Γερμανού παραγωγού. Υπάρχουν στιγμές, δηλαδή, όπου το Lost In Dreams πραγματώνει τον τίτλο του μετά μουσικής, κάνοντάς σε να νιώσεις ότι όντως χάνεσαι σε όνειρα μέσα σε όνειρα, ενόσω το άλμπουμ ονειρεύεται τις δόξες μιας παλιάς ηλεκτρονικής αυτοκρατορίας, που έχει πια περάσει στην ιστορία, μαζί με τη δεκαετία του 1990 και την πρώτη πενταετία του 21ου αιώνα.
31. Freddie Gibbs & The Alchemist: Alfredo 2 [ESGN/ALC/Virgin]
Δύσκολη δουλειά τα sequels. Να, όμως, που το Alfredo 2 αποδεικνύει ότι μπορεί να υπάρχουν καλλιτεχνικοί λόγοι σοβαροί ώστε να δοκιμάσουμε κι ένα πιάτο ράμεν, τώρα που απολαύσαμε τα φετουτσίνι τους, για να κάνουμε μια αναφορά και στη συνέχεια των εξωφύλλων. Άλλωστε, όπως και στη μαγειρική, πολλές φορές η "νοστιμιά" εξαρτάται από πράγματα απλά.

Λίγο να υπάρχει το μεράκι, δηλαδή, λίγο αν επιμένει κι εκείνη η "χημεία" που έχτισε το ορίτζιναλ Alfredo μια πενταετία πριν –και εντάξει, μπορεί να μη φτάσεις σε υπερβάσεις και κοσμογονίες, αλλά να 'σου ένας χιπ χοπ δίσκος διατεθειμένος να ξετυλίξει σοβαρά ζητήματα (π.χ. σεξ, ναρκωτικά, θάνατο) πάνω από χαλαρά beats, τα οποία επιτρέπουν ένα ωραίο cameo ακόμα και από τον υπερεκτιμημένο Anderson .Paak ("Ensalada"). Κάτι, βέβαια, που υπενθυμίζει πόσα από όλα τούτα λειτουργούν επειδή πίσω από το μικρόφωνο βρίσκεται ένας ποιοτικός ράπερ σαν τον Freddie Gibbs. Παρεμπιμπτόντως θα μας έρθει και στην Ελλάδα το 2026 (17/4), για πρώτη φορά.
30. Rosalía: Lux [Columbia/Sony Music Entertainment]
Ο ίσως πιο συζητημένος δίσκος του 2025 βρίσκει την Ισπανίδα σταρ να δημιουργεί σεισμό στα όρια μιας επίκαιρης, mainstream, μα με alternative συμπάθειες ποπ. Την οποία κι "ανάγκασε" να ακροβατήσει πάνω σ' ένα λεπτοδουλεμένο στρώμα ήχων άμεσα επηρεασμένο από την κλασική μουσική και την όπερα, σαρώνοντας τα social media με την απήχηση που βρήκε το "Berghain" τη στιγμή που όλοι θα μέναμε ευχαριστημένοι αν απλά είχε επεκτείνει το σύμπαν του προηγούμενου άλμπουμ της.

Ωστόσο, για όποιον είδε πέρα από τον ενθουσιασμό μιας μάζας ακροατών που έχει μάθει μεν να θαυμάζει το λόγιο παρελθόν της Ευρώπης δίχως, όμως, να το έχει γνωρίσει/αγαπήσει, το Lux στέκει περισσότερο ως κατασκευαστικό θαύμα, παρά ως βαρυκόκαλη κατάθεση. Ενώ, δηλαδή, δείχνει τις γνώσεις, το υπόβαθρο και τη φωνή της Rosalía –όπως και τη διάθεσή της να μην υποκύψει στον αγγλόφωνο στίχο– τελικά η εμπειρία έχει να κάνει περισσότερο με τη γενικότερη αισθητική και με το σμίλεμα ενός ήχου, παρά με τραγούδια της στόφας εκείνης που θα μνημονεύουμε και χρόνια μετά.
29. Coroner: Dissonance Theory [Century Media]
Παρά το επίπεδο του έργου τους οι Coroner αδικήθηκαν από το zeitgeist των αρχών της δεκαετίας του 1990, που έφερε τα πάνω-κάτω σε μεγάλο φάσμα του ροκ και χέβι μέταλ στερεώματος. Με τον καιρό, βέβαια, δικαιώθηκαν. Και τώρα, επιστρέφοντας ανέλπιστα μετά από 32 έτη δισκογραφικής σιωπής, αρπάζουν μία ακόμα ευκαιρία ν' αυγατίσουν το κοινό χάρη σε αυτό το διασκεδαστικό, καλοφτιαγμένα επιθετικό νέο άλμπουμ.

Να ξέρουμε και τι λέμε, βέβαια: οι Ελβετοί δεν ανήκουν πια στην εξερευνητική πρωτοπορία του χώρου τους και το Dissonance Theory δεν είναι ούτε No More Color (1989), ούτε Mental Vortex (1991). Είναι, όμως, δίσκος που υπενθυμίζει εμφατικά γιατί τους θεωρούμε μάστορες ολκής σ' ένα ιδιαίτερο thrash metal, το οποίο εξακολουθεί και καθρεφτίζεται έξοχα στην κιθαριστική ιδιοφυΐα του Tommy Vetterli, όπως και σε γερά τραγούδια σαν το "Renewal", το "Symmetry" ή το "Consequence".
28. Víkingur Ólafsson: Opus 109 - Beethoven, Bach, Schubert [Deutsche Grammophon]
Η κλασική μουσική παραμένει κόσμος με τις δικές του συγκινήσεις και τροχιές, που μόνο ενδεικτικά μπορεί να συμπεριληφθεί σε μια λίστα σαν και την παρούσα. Πάντως, αν είναι να διαλέξουμε μία κυκλοφορία, ίσως με το (κακεντρεχές, ελιτίστικο, μα εν τέλει όχι και τόσο άδικο;) σκεπτικό της υποχρεωτικής "παρακολούθησης" απ' όσους έσπευσαν να αποθεώσουν το Lux της Rosalía, τότε μάλλον θα καταφύγουμε εδώ, σ' ένα από τα πιο προβεβλημένα ονόματα των τελευταίων ετών.

Εδώ, λοιπόν, ο διακεκριμένος Ισλανδός πιανίστας κοιτάει ξανά προς τα πίσω, ατενίζοντας το μεγάλο ευρωπαϊκό παρελθόν προκειμένου να βρει μουσικές διασυνδέσεις μεταξύ του Μπαχ, του Μπετόβεν και του Σούμπερτ. Και το κάνει με πνοή, με μια κάποια γενναιότητα απέναντι στον πάντα καραδοκούντα πέλεκυ των "παραδοσιακών" ακροατών (που προτιμάμε τις πιο μεγάλης συναισθηματικής/δραματικής κλίμακας εκτελέσεις) και, βεβαίως, μ' εκείνο το λεπτοσμιλεμένο, εναργές φως το οποίο διακρίνει το παίξιμό του.
27. Lily Allen: West End Girl [BMG]
Ξεχασμένη καλλιτεχνικά σ' ένα μπαμ που χρονολογείται, πια, 20 χρόνια πριν, η Lily Allen πραγματοποιεί απρόσμενη επιστροφή μ' έναν δίσκο διαζυγίου (από τον David Harbour του "Stranger Things"), ο οποίος θυμίζει την αξία που χάρισε στην alternative κουλτούρα η εμπνευσμένη, συγκροτημένη στιχουργική, πριν έρθει η indie θολούρα της τελευταίας 15ετίας.

Ζήλεια, θυμός, ανασφάλεια, ακόμα και απελπισία –για το πώς, π.χ., μπορεί να φαίνονται οι ερωτικές αναζητήσεις των ψηφιακών μας καιρών σε μια 40άρα που μεγαλώνει και παιδιά. Στοχευμένος, σαφής και καλογραμμένος, ο λόγος της Allen επωφελείται από την αφοπλιστική της ειλικρίνεια, από την υπέροχη εκφορά των αγγλικών και από το λαϊκό χιούμορ που πάντα μετρούσε στα ατού της, ώστε να μας τσιγκλήσει να τα σκεφτούμε κι εμείς όλα αυτά. Θα ήταν ακόμα πιο ωραία, βέβαια, εάν τα είχε συνοδεύσει με πιο εμπνευσμένες συνθέσεις και μελωδίες. Δεν μας χαλάνε και οι παρούσες, πάντως.
26. Lady Gaga: Mayhem [Streamline/Interscope]
Στέκομαι καχύποπτα απέναντι σε όσους θεωρούν ότι η δεκαετία μας είναι ποπ, μα τρέχουν να χειροκροτήσουν το Lux της Rosalía, σνομπάροντας τη Lady Gaga. Η οποία αδιαφορεί μεν να φτάσει σ' έναν δίσκο-επίτευγμα με ανάλογο πήχη φιλοδοξίας, πάντως κάνει αρκετά για να διατηρηθεί ως μεγάλη σταρ.

Ασφαλώς και θα μπορούσε να είναι καλύτερο το Mayhem, δίχως, π.χ., να ενδίδει συχνά-πυκνά στη φλύαρη ανακύκλωση του παρελθόντος της Νεοϋορκέζας καλλιτέχνιδας. Ακόμα κι έτσι, όμως, επιβεβαιώνει ότι εκείνη η "τρέλα" για την οποία αγαπήθηκε είναι ακόμα εδώ και ότι η ευχέρεια για διασκεδαστικές mainstream μελωδίες δεν έχει θαμπώσει. Αν μη τι άλλο, τραγούδια σαν το "Disease", το "Garden Of Eden" ή το "Abracadabra" δείχνουν σκαλισμένα σ' ένα ποπ σμάλτο που, όσο και να το ζηλεύει η πιο alternative pop η οποία αρέσει στον Τύπο της εποχής μας, δεν το φτάνει.
25. Αhmed: Sama'a [Otoroku]
Εμφανίστηκαν και πέρυσι στις λίστες της χρονιάς μας με το απαιτητικό, 4ωρης διάρκειας Giant Beauty, μπαίνουν εύκολα και φέτος με το μικρότερο (εντούτοις διπλό) Sama'a, όπου οι αξιώσεις, οι φιλοδοξίες και οι ορίζοντες πλαταίνουν, αποκτώντας στούντιο υπόσταση. Ο λόγος για τους Ahmed (أحمد): ένα από τα ωραία κουαρτέτα που δραστηριοποιούνται στην τζαζ αυτής της δεκαετίας (πιάνο, κοντραμπάσο, ντραμς, άλτο σαξόφωνο), υπό τη σταθερή ηγεσία του Βρετανού free jazz πιανίστα Pat Thomas.

Εδώ, λοιπόν, ξανασκύβουν στην παρακαταθήκη του κοντραμπασίστα και ουτίστα Ahmed Abdul-Malik, θυμούνται τον δίσκο του Jazz Sahara από το μακρινό 1958, αλλά στο τέλος της ακρόασης συνειδητοποιείς ότι δεν πολυασχολήθηκαν να τον διασκευάσουν (έστω κι αν το έκαναν κι αυτό, προσέξτε π.χ. το "Farah 'Alaiyna"). Αντιθέτως, τον χρησιμοποίησαν ως σημείο εκκίνησης ώστε να φτάσουν σε έναν δικό τους τόπο, πυρακτώνοντας στο μεταξύ τις αισθήσεις των ακροατών με τον παλμό, την πυκνότητα και τη δυναμική των εκλεκτών τους παιξιμάτων. Μόνη, αλλά αρκετά σοβαρή ένσταση, ότι τους ταιριάζει περισσότερο η live συνθήκη.
24. Messa: The Spin [Metal Blade]
Ακούγοντας το "Fire On The Roof" ή το "Immolation", αναρωτιέμαι τι θα ήταν η ατόφια τραγουδοποιία των Messa δίχως τις κιθαριές του Alberto Piccolo, δίχως τη φωνή της Sara Bianchin, δίχως, ίσως, την ιταλική καταγωγή αυτής της μπάντας. Η οποία, με κάποιον τρόπο, εξακολουθεί και συμβάλλει στην αύρα που την περιβάλλει.

Το ερώτημα δεν είναι εντελώς ρητορικό: κάπως, κάπου, έχει να κάνει με τον πήχη, τον ορίζοντα, το "ταβάνι" των Messa. Σίγουρα, πάντως, δεν αναιρεί την προσωπικότητα και το χάρισμα που διαθέτουν οι δίσκοι τους αυτής της δεκαετίας. Είναι χάρη σε τέτοιες ποιότητες, άλλωστε, που συγκολλούνται επιτυχώς τα τόσα διαφορετικά στοιχεία του ήχου τους (έως και τζαζ ακούμε, στο "The Dress"), φέρνοντάς τους ακροατές και από τη μέταλ επικράτεια, αλλά και από τη σκοτεινή/γοτθική όχθη της μεγάλης του (παλιού, καλού) alternative σχολής.
23. Yasmine Hamdan: بنسى وبتذكر I Remember I Forget [Hamdanistan/Kwaidan]
Σε μια χρονιά που τόσο μας απασχόλησε (για ακόμα μία φορά, δυστυχώς) η Μέση Ανατολή και τόσο μας στεναχώρησαν οι εικόνες που είδαμε από τη Γάζα, ήταν ίσως αναπόφευκτο πως θα κοιτούσαμε και μουσικά προς τα εκεί, περισσότερο απ' ό,τι συνήθως. Άλλωστε για μας τους Έλληνες όλα αυτά παραμένουν πολύ πιο κοντινά σε σχέση με τους Ευρωπαίους συνοδοιπόρους. Όπως και να το κάνουμε, επίσης, όταν βγάζει καινούριο δίσκο η Yasmine Hamdan, δίνουμε βάση.

Η Λιβανέζα τραγουδίστρια και δημιουργός, η οποία κάποτε συν-όρισε πώς γινόταν να ηχεί η αραβική εναλλακτική κουλτούρα, επέστρεψε με μια δουλειά που στιχουργικά δεν παραβλέπει τον πόνο των τελευταίων ετών (π.χ. "Hon") ή τα ζητήματα μνήμης και αλληλεγγύης που εφάπτονται με την Παλαιστίνη ("Shmaali"), αλλά μουσικά και ερμηνευτικά επιμένει να εμπλέκει ανατολίτικους ρυθμούς με συνθεσάιζερ και ηλεκτρονικές μελωδίες, φτιάχνοντας στρογγυλά ποπ τραγούδια σαν το ομώνυμο του άλμπουμ ή το "Vows". Το κλίμα, βέβαια, παραγίνεται 1990s από ένα σημείο και μετά, ωστόσο αυτό δεν βλάπτει σοβαρά την ποιότητα του άλμπουμ. Τουλάχιστον όχι σε μια μουσική εποχή σαν τη δική μας, όπου κοιτάμε τόσο πολύ προς τα πίσω.
22. Amir ElSaffar: New Quartet Live At Pierre Boulez Saal [ανεξάρτητη έκδοση]
Αμερικανός με ιρακινές ρίζες από την πλευρά της μητέρας του, ο τρομπετίστας Amir ElSaffar μπορεί να μην έχει γίνει όνομα "πρώτης γραμμής", πάντως ανήκει στις ανερχόμενες φιγούρες μιας ανήσυχης, μοντέρνας τζαζ, που, μεταξύ άλλων, επιδιώκει και τον διάλογο με τις παραδόσεις της Μέσης Ανατολής. Εδώ, μάλιστα, με το οικείο τρίο του (ο Tomas Fujiwara στα ντραμς και ο Ole Mathisen στο σαξόφωνο), έχει την τύχη να συναντήσει τη δικιά μας Τάνια Γιαννούλη (νούμερο 1 στην ελληνική μας λίστα για το 2023), η οποία έχει ανοίξει για τα καλά τα φτερά της στο εξωτερικό.

Συνοδευόμενοι λοιπόν από το πιάνο της μετασχηματίζονται σε κουαρτέτο, διευρύνοντας σημαντικά τη δυναμική τους. Είναι κάτι που το "ακούς" σε αυτή τη ζωντανά ηχογραφημένη σύμπραξη (βοηθάει φυσικά και η ακουστική του χώρου, δεν επιλέχθηκε τυχαία), η οποία χαρίζει μια πολύτιμη νέα διάσταση στα όσα ποιεί ο ElSaffar. Παράλληλα, βέβαια, ανοίγει και την όρεξη για περισσότερες δημιουργικές συμπράξεις με τη Γιαννούλη.
21. Qing Madi: I Am The Blueprint [JTON Music]
Οδεύοντας για την κορυφή, θα συναντήσουμε την Αφρική που όλο και κάπως γνωρίζουμε και αγαπάμε κατά τα τελευταία 50 (βάλε-βγάλε) χρόνια, τουλάχιστον στο πιο ανήσυχο και κοσμοπολίτικο κομμάτι της Ευρώπης. Εδώ, όμως, έχουμε κάτι διαφορετικό: αυτό που χαλάει κόσμο όχι στις μεγαλύτερες ηλικίες, αλλά στα clubs κάτω από τις εκτάσεις της Σαχάρας, εκεί όπου διασκεδάζει η αφρικανική νεολαία του 21ου αιώνα. Ο δίσκος έρχεται από τη Νιγηρία κι έχει ως πρωταγωνίστρια τη 19χρονη Qing Madi. Στην οποία δεν θα εστιάζαμε, φυσικά, αν ήταν απλά ένα εμπορικό φαινόμενο.

Αντιθέτως, μας απασχολεί γιατί εκπροσωπεί ωραία το πάντρεμα των afrobeat ρυθμών με το αμερικάνικο R'n'B, γιατί τραγουδάει ανάκατα αγγλικά και ίγκμπο, γιατί οι στίχοι της δεν λένε κουταμάρες, μα εκφράζουν με λαϊκό μα έξυπνο τρόπο ανησυχίες τόσο για τα καρδιοχτύπια της ηλικίας της, όσο και για ζητήματα ταυτότητας. Δεν εφευρίσκει κανέναν τροχό, είναι σίγουρα πιο Δυτικοποιημένη από όσο μάλλον χρειαζόταν, πάντως διαθέτει και μια φρεσκάδα που προσωπικά δεν την ακούω πια παρά σπάνια στο πληκτικό, στυλιζαρισμένο R'n'B που μας έρχεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
20. The Necks: Disquiet [Fish Of Milk]
Ειλικρινά δεν ξέρω πώς το κάνουν οι Necks. Κοντεύουν 40 χρόνια πορείας, έχουν γύρω στα 25 άλμπουμ, παίζουν αυτή την απαιτητική, εξερευνητική, σταθερώς αυτοσχεδιαστική κάτι-σαν-τζαζ μουσική, φτάνοντας να θεωρούνται ένα από τα σπουδαιότερα συγκροτήματα στον κόσμο (The New York Times) χωρίς ποτέ ν' ασχοληθούν με φασέικες "διευρύνσεις ακροατηρίου". Κι όμως, ο δημιουργικός ορίζοντας της κολεκτίβας τους δεν έχει εξαντληθεί.

Απεναντίας, οι Αυστραλοί αποδεικνύουν εδώ ότι είναι σε θέση να βγάλουν έναν τριπλό δίσκο διάρκειας 3 ωρών και να μας ξανα-μανά-καθηλώσουν με την ηρεμία ενός λόγιου μινιμαλισμού με μαξιμαλιστικές χρονικές διαθέσεις, με τις λαβυρινθώδεις μεταμορφώσεις του ήχου τους, με τις παραπλανητικώς απλές γκρούβες (ο βασικός κορμός παραμένει εδραιωμένος στο τρίπτυχο πιάνο, κοντραμπάσο, ντραμς/κρουστά) ή με τις μαγευτικές εξελίξεις κάποιων θεμάτων, οι οποίες επιτρέπουν να γράψουμε ότι κομμάτια σαν το "Ghost Net" ξετυλίγονται κατά τρόπο εκπληκτικό.
19. Laura Agnusdei: Flowers Are Blooming In Antarctica [Maple Death]
Σαξοφωνίστρια και συνθέτρια από τη γειτονική μας Ιταλία, η Laura Agnusdei ξετυλίγει εδώ ένα πλούσιο δημιουργικό όραμα, στο οποίο συναντιούνται οι οικολογικές της ανησυχίες για το μέλλον της Γης σε συνθήκες κλιματικής αλλαγής με μια μουσική που αντλεί τόσο από την τζαζ και τον αυτοσχεδιασμό, όσο και από τις πιο πειραματικές όψεις της ηλεκτρονικής κουλτούρας (ίσως σκεφτείτε λ.χ. τον Fennesz, ακούγοντας).

Όλα αυτά, βέβαια, θα μπορούσαν να είναι ωραία επί χάρτου, μα να μη μετουσιώνονται σε κάτι της προκοπής, σε μια εποχή όπου έχουμε απηυδίσει, πια, ν' ακούμε μετριότητες με "νόημα". Ευτυχώς για όλους μας, έχουμε ένα άλμπουμ πραγματικά ουσιαστικό, το οποίο κατορθώνει να παρακάμψει τη γνώριμη οικολογική κατήφεια και να μιλήσει όχι μόνο στο σώμα μας ("Solvay Beach") και στη νόησή μας, μα και στη φαντασία, εκτοξεύοντάς την σε κάτι που μοιάζει αρχέγονα σαμανιστικό μα συνάμα και μελλοντικό, όταν φτάνει η ώρα του "Emperor Penguin Lullaby".
18. Helloween: Giants & Monsters [Reigning Phoenix Music]
Όσο ενθουσιασμό κι αν σκόρπισε μερικά χρόνια πριν η είδηση της ενοποίησης των Helloween του Andi Deris με τον συνιδρυτή Kai Hansen και το εμβληματικό λαρύγγι του Michael Kiske, κανείς δεν περίμενε ότι θα ξανάβγαζαν μουσική με ιδιαίτερη σημασία. Μείναμε όλοι (υπερ)ευχαριστημένοι που είχαμε την ευκαιρία να τους δούμε όλους μαζί στο συναυλιακό σανίδι –όπως συνέβη και στην Ελλάδα, σε μια θαυμάσια βραδιά στην Πλατεία Νερού το καλοκαίρι του 2023, στο πλαίσιο του Release Athens Festival (σημειωτέον, οι Γερμανοί ξανάρχονται στην πόλη, το 2026).

Είναι λοιπόν τεράστιο επίτευγμα που κατάφεραν να ξαναδουλέψουν μαζί στο επίπεδο στο οποίο κινείται το Giants & Monsters, τόσα χρόνια μετά το ζενίθ τους. Φυσικά και δεν επανεφευρίσκουν τον τροχό –το έκαναν μία φορά, φτάνει και περισσεύει. Όμως αυτό το φινετσάτο power metal με τις απλωμένες μελωδίες, τις ξεδιάντροπα ποπ μπαλάντες με το μελό schlager υπόστρωμα ("Into The Sun") και τους χώρους που αφήνει στους τρεις τραγουδιστές για απολαυστικές ερμηνείες ("Giants On The Run", "A Little Is A Little Too Much"), δεν το παίζει κανείς άλλος, τουλάχιστον όχι σε τέτοιο επίπεδο. Είναι ένα ολόδικό τους μουσικό δημιούργημα, στο οποίο και παραμένουν ανέλπιστα άφταστοι.
17. The Legendary Pink Dots: So Lonely In Heaven [Metropolis]
Χρονιά των βετεράνων το 2025, αφού ωραίους δίσκους δεν έχουν μόνο οι Necks ή οι Helloween, αλλά και οι Legendary Pink Dots. Οι οποίοι δεν έχουν πάψει να είναι ενεργοί εδώ και τέσσερις δεκαετίες, πάντα καθοδηγούμενοι από τον τραγουδιστή και κιμπορντίστα Edward Ka-Spel. Εδώ, στον πολλοστό δίσκο μιας μακράς καριέρας που έχει πάψει καιρό πια ν' απασχολεί τους ταγούς της "σχετικότητας", το αγγλο-ολλανδικό γκρουπ στηρίζεται (φυσικά) σε κάποια αναμενόμενα κόλπα. Όμως βρίσκονται στα καλύτερά τους.

Υπηρετώντας μια κεντρική ιδέα γύρω από τη μοναξιά στην οποία μας οδηγεί η σφιχταγκαλιασμένη μας σχέση με την τεχνολογία στο διάβα του 21ου αιώνα, ο δίσκος τραβάει λίγο σε μάκρος, πάντως εκπληρώνει την αποστολή του με πανέμορφες μελωδίες και ενορχηστρώσεις (όπως στο ομώνυμο "So Lonely In Heaven"), με εύστοχη χρήση επιλεγμένων επαναλήψεων, με εκείνα τα ιδιαίτερα φωνητικά του Ka-Spel, αλλά και με μια πολύτιμη αίσθηση διαστημικής ψυχεδέλειας (π.χ. "Wire High: Too Far To Fall").
16. Preservation & Gabe 'Nandez: Sortilège [Backwoodz Studioz]
Ανακατεύτηκε με την παρέα των Backwoodz Studioz ο Preservation κι αυτό άνοιξε διόδους για να γίνει πιο γνωστός, "κερδίζοντας" φίλια δημοσιεύματα από εκείνα που αποφέρουν την πολυπόθητη αναγνωρισιμότητα. Ωστόσο η πραγματική φλόγα της χιπ χοπ τέχνης του βρίσκεται 5 χρόνια πίσω, όταν έβγαζε περιπετειώδεις δίσκους σαν το Eastern Medicine, Western Illness.

Αυτό, πάντως, δεν σημαίνει ότι δεν το κάνει κι εδώ το μικρό του θαύμα, αφού τα beats και τα φοβερά του samples παραμένουν σε ένα επίπεδο που ίσως κανείς δεν μπορεί να συναγωνιστεί, τη δεδομένη στιγμή. Ευτύχησαν, δε, να συγκατοικήσουν όμορφα με το στυλ και με τις ρίμες του Gabe 'Nandez. Ενός ράπερ που μπορεί να μη βγαίνει μπροστά με τους θεαματικούς τρόπους των σπουδαίων παλαιοσχολιτών, όμως σε κερδίζει με πιο υπόγεια μέσα, χωρίς να χάνεται στη στρυφνότητα στην οποία σκόνταψε φέτος το μεγαλύτερο όνομα της Backwoodz Studioz σκηνής –ο Billy Woods, που είχε κατακτήσει το νούμερο 1 της διεθνούς μας λίστας, πίσω στο 2022.
15. These New Puritans: Crooked Wing [Domino]
Κάμποσα χρόνια πριν, το 2008, ο Άρης Καραμπεάζης έγραψε στο Mic.gr για τους These New Puritans ότι ανήκουν σ' εκείνες τις μπάντες που είτε θα τις ξεχάσουμε μια και καλή, είτε θα μας απασχολούν για πάντα. Δεν έχει τύχει να ρωτήσω τον Άρη για το πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα, πάντως στη δική μου περίπτωση ίσχυσε το δεύτερο: δεν χάνω επεισόδιο και, έως τώρα, δεν έχω απογοητευτεί. Ίσως γιατί πολύ λίγοι, πια, εξακολουθούν να εγγράφονται στο ποπ/ροκ πεδίο προσπαθώντας να του δώσουν βάθος και ουσία δίχως διαρκείς (εύστοχες ή άστοχες) επικλήσεις στο ένδοξο παρελθόν.

Ακόμα πιο λίγοι, δε, το διατηρούν όλο αυτό σε μια συνειδητά "δύσπεπτη" διάσταση (γεμάτη π.χ., όπως εδώ, με εκκλησιαστικά όργανα, πιάνο και καμπάνες, παρά με κιθάρες), έχοντας κατανοήσει πόσο σημαντικό είναι για το ροκ να ξαναϋπάρξει, εάν μπορεί, σε ένα αληθινά underground περιβάλλον –αντιστρέφοντας τη διαδικασία που πυροδότησε η εκτόξευση των Nirvana και των Radiohead στο mainstream. Ψιλά γράμματα, δυστυχώς, για τους περισσότερους. Πάντως οι αδερφοί Barnett συνεχίζουν δυναμικά, ανανεώνοντας την πίστη μας στο πώς βλέπουν το σοφιστικέ, μέσω ενός δίσκου ο οποίος εξερευνά ποικιλοτρόπως το εύθραυστο, το ιερό, αλλά και μια αισθητική πλεύση που θυμίζει παλιότερες δουλειές του David Sylvian.
14. Lamp Of Murmuur: The Dreaming Prince In Ecstasy [Wolves Of Hades]
Έχει φτάσει σ' ένα τέτοιο σημείο ποιότητας η διευρυμένη black metal αισθητική του Lamp Of Murmuur, ώστε κάθε που βγάζει νέο δίσκο (και βγάζει συχνά) όχι μόνο να τον υπολογίζουμε για τις λίστες της χρονιάς, μα να μπαίνει και σ' αυτές με τα τσαρούχια. Το χρωστάει, άραγε, στα φοβερά και τρομερά riffs; Στις καταχθόνιες ατμόσφαιρες; Ή μήπως στις μελωδίες και στα ανορθόδοξα κλεισίματα του ματιού προς τα απανταχού "σκοτεινά" παιδιά της μεγάλης του alternative σχολής;

Στην πραγματικότητα είναι όλα αυτά μαζί, αφού ο αινιγματικός Αμερικανός εξακολουθεί και βρίσκει τρόπους να τα βάζει πλάι-πλάι, υφαίνοντας μια δική του πτύχωση στον μαυρομεταλλικό μανδύα, με πιο λαμπερά σημεία το "Forest Of Hallucinations" και το τρομερό ανακάτεμα σπαραγμού και επιθετικότητας που αρθρώνεται κάτω από τους νυχτερινούς ουρανούς του "The Dreaming Prince In Ecstasy Pt. III: The Fall". Έτσι, ακόμα κι αν ξέρεις πια σε γενικές γραμμές τι σε περιμένει, το καλοδέχεσαι και το απολαμβάνεις σαν να 'ναι ξανά η πρώτη επαφή με τον κόσμο του.
13. Swans: Birthing [Young God/Mute]
Δεν ξέρω σε ποιον κόσμο γίνεται να έχουν βγάλει δίσκο οι Swans, μα ν' αγνοούνται σε λίστες που ακούνε κατά βάση ροκ κι έχουν την πολυτέλεια να διαλέξουν (τουλάχιστον) 25 άλμπουμ. Από την άποψη ότι, εκ των πραγμάτων, και το "μια χαρά" του Michael Gira κοσεύει κάπου πιο πέρα από εκεί όπου δύνανται να φτάσουν τα περισσότερα από τα πολυδιαφημιζόμενα νέα, εντούτοις όχι-και-τόσο-φρέσκα ονόματα τα οποία προσπαθούν κάπου να πάνε τις κιθάρες τους (Geese κτλ.).

Εδώ, λοιπόν, βρισκόμαστε σε αυτό το "μια χαρά": σ' ένα άλμπουμ, δηλαδή, που δεν στέκεται ίσα και όμοια με το The Beggar του 2023, μα δεν το έχει και σε τίποτα να σε "καταπιεί" με το συντριπτικό του βάρος και με τις δυσοίωνές του εκφάνσεις ("The Merge"), παρά το γεγονός ότι εδώ υπάρχει και μια σαφώς διαφορετική διάθεση/διάσταση. Την οποία μπαίνεις στον πειρασμό να χαρακτηρίσεις έως και ευφορική, ρισκάροντας να σε ταυροκοιτάξει ο Gira. Εάν έτσι τελειώνει στ' αλήθεια μια ολόκληρη ηχητική εποχή των Swans, είναι ένα φινάλε αντάξιο των συγκινήσεων που μας χάρισε.
12. Raphaël Pannier Quartet, Khadim Niang & Sabar Group: Live In Saint Louis, Senegal [Miel Music]
Εδώ, ανάμεσα σε άλλα καλούδια, θα βρείτε και μια εκτέλεση στο "Take Five" (το πασίγνωστο, του Dave Brubeck) όπως δεν το έχετε ξανακούσει ποτέ, καθώς και μία εξίσου ιδιαίτερη διασκευή στο "Lonely Woman" του Ornette Coleman. Όλα ηχογραφημένα ζωντανά, στο προπέρσινο τζαζ φεστιβάλ του Σαιντ Λουί, στη Σενεγάλη, το οποίο μετρά 33 χρόνια ιστορίας δίχως να έχει αποτυπωθεί άλλη φορά στη δισκογραφία.

Πρόκειται για δύο πολύ προσβάσιμα, μα και πολύ χαρακτηριστικά δείγματα αυτής της γαλλο-σενεγαλέζικης σύμπραξης, η οποία έφερε πλάι-πλάι το σχήμα του ντράμερ Raphaël Pannier και το γκρουπ του Khadim Niang, ο οποίος θεωρείται μεγάλος μάστορας στα παραδοσιακά κρουστά sabar. Ασφαλώς, το άλμπουμ περιλαμβάνει και αφρικανικό υλικό, αληθινά ενδιαφέρον, ενώ κερδίζει πολύ από τη θέληση των δύο μερών να εμπλακούν σε βάθος διάλογο, ξεπερνώντας τις επιδερμικές διαφορές των πολιτισμών τους. Ομολογουμένως δεν το καταφέρνουν πάντα, αλλά θα ήταν υπεράνθρωποι, σε διαφορετική περίπτωση. Τέτοια πράγματα είναι διαρκείς διαδικασίες, που μπορούν να κρατήσουν για ολόκληρες ζωές.
11. The Divine Comedy: Rainy Sunday Afternoon [Divine Comedy Records]
Δεκατρία άλμπουμ μετά το ξεκίνημά τους, οι Divine Comedy εξακολουθούν να μπαίνουν στα 5 πρώτα της Βρετανίας, παρά την αδιαφορία του νεότερου indie ακροατηρίου, το οποίο είναι απασχολημένο να ψάχνει "φρέσκους" ήρωες εκεί όπου (συνήθως) δεν υπάρχουν, συντηρώντας τους μύθους μιας κοινότητας που αρνείται να δει πόσο καταστράφηκε από τον θρυμματισμό του παλαιότερου (και πολύ ουσιαστικότερου) πολιτισμικού της κεφαλαίου.

Αέναος εκπρόσωπος του τελευταίου, ο Neil Hannon παραμένει ένας θαλερός, ακαταπόνητος τροβαδούρος: εδώ δίνει τα διαπιστευτήριά του ευθύς εξαρχής με το υπέροχο "Achilles", απ' όπου ξετυλίγεται βαθμιαία όλο το κουβάρι ενός γενναίου ποπ/ροκ άλμπουμ με εναλλακτική ταυτότητα. Το οποίο φιλοσοφεί κομψότατα περί ζωής, θνητότητας και (μεσήλικης, εδώ που τα λέμε) μελαγχολίας, μα δεν διστάζει να πετάξει και την πολιτική του μπηχτή ("Mar-A-Lago By The Sea"), κοροϊδεύοντας τον Ντόναλντ Τραμπ. Ναι, το κάνει και ο Michael Gira δύο θέσεις παρακάτω, αλλά η δική του ματιά αποδείχθηκε υπέρ το δέον χοντροκομμένη.
10. Anna von Hausswolff: Iconoclasts [Year0001]
Μια σκληρή, πικρή αλήθεια που οφείλουμε να πούμε –και να ξεπεράσουμε, προκειμένου να πάμε παρακάτω– είναι ότι η Anna von Hausswolff δεν ξαναδημιούργησε τίποτα τόσο μαγνητικό όσο το "The Mysterious Vanishing Οf Electra" (από το άλμπουμ Dead Magic, 2018). Αυτή η διαπίστωση συνεχίζει να ισχύει, "στοιχειώνοντας" και το Iconoclasts, όπως στοίχειωσε και το All Thoughts Fly, 5 χρόνια πριν.
Ταυτόχρονα, πάντως, κάτι τέτοιο είναι λάθος να μας κρατά μακριά της. Κοντοζυγώνοντας πια τα 40, η Σουηδέζα τραγουδοποιός εξακολουθεί να συγκαταλέγεται στους λίγους που προσπαθούν ν' ανανεώσουν την επίκαιρη ποπ/ροκ δημιουργία, τόσο μουσικά όσο και στιχουργικά, όντας πρόθυμη να συζητήσει ακόμα και για τα πιο δυνατά χαστούκια της ζωής –ακούστε π.χ. τι γίνεται στο "Struggle With The Beast", το οποίο κρέμεται στο χείλος της αυτοκτονίας εν μέσω jazz rock θύελλας, ενός είδους που μάλλον δεν θα είχε μείνει να παίζει στο ραδιόφωνο της Αφροδίτης Μάνου 40+1 χρόνια πριν, καθώς την έπιανε κόκκινο στο ύψος της Πανόρμου.

Αυτή, εντωμεταξύ, δεν είναι παρά μία μόνο όψη του Iconoclasts, το οποίο υπερασπίζεται ένα ηχητικά διευρυμένο ποπ/ροκ όραμα, έστω κι αν δεν ξοδεύει σοφά την (υπερβολική) 1 ώρα και κάτι της διάρκειάς του, περιέχοντας και υλικό που δεν υπήρχε κανένας λόγος να δημοσιευτεί. Άλλα τραγούδια, δηλαδή, οδηγούν σε μονοπάτια με αισθητά διαφορετικές διαθέσεις συγκριτικά με το "Struggle With The Beast", τα οποία μπορεί κάτι να φέρνουν κατά νου από τις παλιές δόξες των καλλιτεχνών της 4AD ή να δημιουργούν χώρο ακόμα και για μια ωραία συμμετοχή του Iggy Pop ("The Whole Woman").
9. Jean Claude Vannier: Et Son Orchestre De Mandolines [Ipecac Recordings]
H καλιφορνέζικη Ipecac, συνιδιοκτησίας Mike Patton (Faith No More κτλ.), εκδίδει τον δίσκο ενός 82χρονου Γάλλου συνθέτη –συνεργάτη του θρυλικού Serge Gainsbourgh, μεταξύ άλλων– στον οποίον αισθάνεσαι ότι ακούς μαντολίνα επί μαντολίνων, συν κάμποσα ακορντεόν. Και δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψεις πόσο υπέροχα ηχούν όλα αυτά, πέρα (προφανώς) από κάθε προσδοκία που ίσως έχεις προσεγγίζοντας, ειδικά αν οι σχέσεις σου με τα συγκεκριμένα μουσικά όργανα δεν είναι και οι θερμότερες.

Φυσικά, ο Vannier δεν είναι ένας τυχαίος συνθέτης, βγαλμένος από κάποια ξεχασμένη καλλιτεχνική πρωτοπορία, αλλά ένας άνθρωπος που στο διάβα των καιρών επηρέασε ακόμα και τους Arctic Monkeys ή τους De La Soul. Κι έτσι εδώ, απλά μ' έναν βιρτουόζο του μαντολίνου (Vincent Beer-Demander) κι έναν του ακορντεόν (Grégory Dalti), των οποίων τους ήχους πολλαπλασιάζει στουντιακά με τη βοήθεια ορχήστρας, φτιάχνει μια πανέμορφη δουλειά. Έναν δίσκο γεμάτο μεν με νοσταλγικές μελωδίες παριζιάνικης μελαγχολίας, εντούτοις και με μια ολόδική του, οργανική ποιητικότητα, καθώς και με αριστοτεχνικές ισορροπίες μεταξύ κλασικής μουσικής και γαλλικής ποπ.
8. Chris Eckman: The Land We Knew The Best [Glitterhouse]
Φωνή, ακουστική κιθάρα, κοντραμπάσο. Πόσο μακριά μπορεί να σε πάει αυτή η σχεδόν καβαφική λιτότητα; Ακόμα κι αν προσθέσουμε ντραμς/κρουστά δώθε και κείθε, αν βάλουμε και λίγο ηλεκτρισμό κατά το δοκούν, ακόμα κι αν φτιάξουμε και κάποιες πιο περίτεχνες ενορχηστρώσεις, με άρπα λ.χ. ή με πιάνο; Ε, δεν θα ταξιδέψεις και πολύ μακριά. Η αλήθεια να λέγεται, μετά από δεκαετίες αγγλοαμερικανικής τραγουδοποιίας αποτυπωμένης σε ένα τόσο τακτοποιημένο πλαίσιο έκφρασης. Μερικές φορές, όμως, δεν έχει να κάνει με το πόσο μακριά πας, αλλά με το πόσο βαθιά σκάβεις.

Εδώ, λοιπόν, ο Chris Eckman αποδεικνύει ότι δεν έχει χάσει την ικανότητα να αφουγκράζεται τους τόπους στους οποίους ζει (επί του παρόντος είναι οι εξοχές της Σλοβενίας), μεταποιώντας το απόσταγμά τους σε folk-country rock κομμάτια με πανανθρώπινη θαλπωρή, σαν το "Genevieve", το "Running Hot" ή το "Last Train Home". Ασφαλώς, τέτοια πράγματα δεν πλάθονται μόνο ως σφιχτές συνθέσεις ή ως υπέροχες ενορχηστρώσεις: μπαίνουν και οι στίχοι στη μέση και, πάνω απ' όλα, αυτή η φωνή. Με το ελαφρό "κάπνισμα", με τη Walkabouts και Chris & Carla οικειότητα που κουβαλά, μ' εκείνο το αθάνατο χάρισμα των ήσυχων, εντούτοις συνταρακτικών αφηγητών.
7. Pastor Chris Wolford & Congregation: West Virginia Snake Handler Revival - "They Shall Take Up Serpents" [Sublime Frequencies]
Στα απώτερα όρια του Χριστιανισμού και της αμερικάνικης, πεντηκοστιανής εμπειρίας του Προτεσταντισμού, κάπου στις βουνίσιες περιοχές της Δυτικής Βιρτζίνια –οι οποίες σε πρόσφατους καιρούς σαρώθηκαν από τη φτώχεια και τη συνακόλουθη απελπισία που έθρεψε το τέρας του Τραμπισμού– ο πάστορας Chris Wolford κρατάει ζωντανή μια τρελή, παράδοξη λατρεία. Στηριγμένος δηλαδή σ' ένα εδάφιο από το Ευαγγέλιο του Μάρκου, εμπλέκει δηλητηριώδεις κροταλίες στην καθιερωμένη λειτουργία της Κυριακής, με τους οποίους "παίζει" τόσο ο ίδιος, όσο και το ποίμνιο: παρά τον θανάσιμο κίνδυνο που καραδοκεί, όλοι είναι βέβαιοι ότι ο Ιησούς θα λειτουργήσει ως το πιο αποτελεσματικό αντίδοτο, επιβραβεύοντας το άλμα της πίστης τους.

Φυσικά, όπως και στις υπόλοιπες εκκλησίες του αμερικάνικου νότου (μαύρες και λευκές), όλα τούτα συμβαίνουν μετά μουσικής. Μέσω ενός παλιομοδίτικου, μα σαφώς γκρουβάτου ροκαμπίλι με gospel απολήξεις ("Just A Few More Miles"), πάνω στο οποίο πατάει ο πάστορας Κρις ώστε να κηρύξει τραγουδώντας –από τον άμβωνα, πάντα– για το πόσο εντάξει είναι να εμπλέκονται οι κροταλίες με τα εκκλησιαστικά ("Don't Worry It's Just A Snakebite"), για να ισχυριστεί ότι το ροκ ήταν πράγμα του Θεού το οποίο εκλάπη από τον Οξαποδώ ή για να κατακεραυνώσει τις αμφεταμίνες, τα Στάρμπακς, τις σαπουνόπερες, ό,τι άλλο κρίνει πως βλάπτει την υγιή πνευματική ζωή της κοινότητάς του.
Ασφαλώς, μια τόσο μοναδική εμπειρία δεν καταγράφεται παρά μόνο μερικώς σε δίσκο, ακόμα κι αν μιλάμε για μια live ηχογράφηση επιμελημένη από έναν σπεσιαλίστα σαν τον Ian Brennan. Έστω κι έτσι, πάντως, απομένει κάτι μουσικοθρησκευτικό που δεν μοιάζει με τίποτα άλλο, το οποίο συνδέει τη μεγάλη του ροκ εν ρολ ιστορία με "το άγνωστο μιας αχανούς, τραχιάς Αμερικής", όπως ωραιότατα το έθεσε στο Mic.gr ο Βασίλης Παπαδόπουλος.
6. Yellow Eyes: Confusion Gate [Sibir]
Για περίπου ένα λεπτό ακούς κάτι που φέρνει σε μπαρόκ μελωδία, ανάκατο με κελαηδήματα πουλιών και γρύλων. Έπειτα σε σαρώνει σαν κύμα το έρεβος, χαράσσοντας το μαυρομεταλλικό μονοπάτι όπου θα φιδογυρίσει όχι μόνο το εναρκτήριο "Brush The Frozen Horse", αλλά κι όλο το Confusion Gate –έβδομο άλμπουμ των συζητημένων Νεοϋορκέζων Yellow Eyes, στο όνομα των οποίων πίνουν νερό πολλά ψαγμένα ακροατήρια ανά τη μουσικόφιλη Δύση.

Διόλου παραδοσιακοί στην οπτική τους, οι Yellow Eyes ανήκουν σε όσους επιθυμούν να ανανεώσουν και να εξελίξουν τον χώρο τους, δίχως ν' απεμπολήσουν την εγγενή του σκοτεινιά και την κραταιά του μονολιθικότητα. Δεν είναι και ο πιο εύκολος δρόμος αυτός που προτείνουν –και μερικές φορές δεν αποκαλύπτουν ούτε οι ίδιοι το πλήρες φάσμα των διαθέσεών τους, αφήνοντάς τις να αιωρούνται μυστηριακά. Όπως συμβαίνει και με το εξώφυλλο, όπου, έως ότου σκύψεις με σπουδή στους στίχους, το τι απεικονίζεται μένει δυσοίωνα (και κάπως ψαρωτικά;) μετέωρο, μ' έναν τρόπο που νομίζω θα έκανε περήφανο τον Ronnie James Dio.
Πάντως, όποιος μπορέσει να περπατήσει σ' αυτά τα μονοπάτια θα ξεκλειδώσει έναν ακραίο μα φοβερά περιπετειώδη κόσμο, ο οποίος τιμά τις black metal διδαχές δείχνοντας πόσο ψωμί διαθέτουν για εκείνους που τις προσεγγίζουν με πνεύμα ανοιχτό και ρηξικέλευθο. Κανείς δεν παίζει αυτή τη μουσική σαν τους Yellow Eyes και λίγοι δίσκοι (κάθε είδους) έχουν τη δύναμη του Confusion Gate να σπρώξουν παραπέρα τον δεδομένο ορίζοντα, στηριγμένοι σε συναρπαστική τραγουδοποιία ("The Thought Of Death", "I Fear The Master's Murmur", "The Scent Of Black Mud").
5. Διάφοροι: Africa Express Presents... Bahidorá [Africa Express/World Circuit]
Πάνε 20 χρόνια απ' όταν ο Damon Albarn των Blur –ο οποίος μας έρχεται το καλοκαίρι με τους Gorillaz– συνίδρυσε τον μη κερδοσκοπικό οργανισμό Africa Express, επιθυμώντας ν' αναδείξει τα μουσικά ταλέντα της Αφρικής που δυσκολεύονταν να βρουν διόδους απεύθυνσης στη Δύση. Ο δρόμος δεν ήταν εύκολος και δεν έλειψαν οι αντινομίες ή οι διερωτήσεις για το αν τελικά συνέβαινε όντως κάτι για τους καλλιτέχνες της Μαύρης Ηπείρου ή αν απλά κολακευόταν για ακόμα μία φορά η Δυτική αιγίδα. Πάντως το εγχείρημα άντεξε και φέτος επιστρέφει με την έβδομή του δισκογραφική έκφανση.

Το Bahidorá είναι διπλό, φιλοξενεί 21 τραγούδια και απλώνεται σε μια πλειάδα διαφορετικών στυλ, αφού άλλοι από τους συμμετέχοντες κινούνται σε πιο παραδοσιακά μονοπάτια, άλλοι εξακολουθούν ν' απηχούν την κοσμογονία της δεκαετίας του 1970 –όταν η νεολαία της Δυτικής Αφρικής ξετρελάθηκε με την Κούβα και τους λάτιν ρυθμούς– κι άλλοι αποτυπώνονται βουτηγμένοι με τα μπούνια σε επίκαιρες τάσεις (χιπ χοπ, κατά κύριο λόγο).
Το μωσαϊκό είναι αναμενόμενα πλούσιο και πολύχρωμο, εδώ κι εκεί όμως προκύπτουν σημαντικές διακυμάνσεις ποιότητας μεταξύ των τραγουδιών, ενώ δεν ξεφορτώνεσαι και μια λίγο "ενοχλητική" αίσθηση: ότι, τελικά, όλα τούτα έχουν διαλεχτεί με βάση το εάν συνάδουν με τις παραπαίουσες πολυπολιτισμικές ανησυχίες μιας παλαιότερης, πιο κοσμοπολίτικης Δύσης, παρά επειδή εκφράζουν το εδώ και το τώρα της αφρικανικής δημιουργικότητας. Παρ' όλα αυτά το Bahidorá εξακολουθεί να περιέχει πολλές στιγμές πολύ καλής μουσικής, από έναν κόσμο που συνήθως ούτε ακούμε, ούτε και προβάλλεται στον Δυτικό Τύπο όσο του αξίζει.
4. Muriel Grossmann: Breakthrough [RR Gems]
Δεν μπόρεσα να παρακολουθήσω τη φετινή συναυλία της Muriel Grossmann στο "Gazarte", οπότε δεν ξέρω αν η μουσική της έχει βρει το γκελ που της αξίζει στο ελληνικό τζαζ κοινό. Πάντως ανήκει στα πιο συναρπαστικά πράγματα που συμβαίνουν σήμερα στον χώρο εκείνον όπου εξακολουθεί να δεσπόζει ο αυτοσχεδιασμός, δίχως, όμως, ν' αγνοείται και η πιο "παραδοσιακώς" δομημένη σύνθεση.

Σχεδόν 20 χρόνια από τότε που άρχισε να κυκλοφορεί δίσκους (και) ως συνθέτρια, η 54χρονη σαξοφωνίστρια από την Αυστρία –την οποία αρκετοί πρωτοπρόσεξαν χάρη στις συνεργασίες της με τον Joachim Kühn– βρίσκεται στη σπουδαιότερή της φάση δημιουργικά και δεξιοτεχνικά, έχοντας ευτυχήσει να βρει ένα σύνολο μουσικών που ταίριαξαν μαζί της σαν γάντι.
To αποτέλεσμα "ακούγεται", αφού κατορθώνουν και παίζουν σαν σώμα ένα, υπηρετώντας άψογα τις πολυποίκιλες ισορροπίες του Breakthrough: ενός δίσκου που μπορεί να κουβαλά στην ταυτότητά του τον απόηχο ενός παρελθόντος καλλιτεχνικά σπουδαιότερου (θα έρθει στο μυαλό ο John Coltrane εδώ κι εκεί, όπως και ο Pharoah Sanders), μα σίγουρα διαθέτει και μια αυτόνομη διάσταση ραφιναρισμένης μελωδικότητας και σπάνιας πνευματικότητας, σφραγισμένη από το ταλέντο της Grossmann.
3. Raekwon: The Emperor's New Clothes [Ice H20/Mass Appeal]
Μέσα στις δεκαετίες το χιπ χοπ πήγε μακριά. Και δεν είναι ότι δεν ακολουθήσαμε κι εμείς "την εποχή του Κέντρικ και του Μέσι" ή ότι δεν αγκαλιάσαμε τις πιο εξερευνητικές τάσεις ή τα νεότερα ραπ στυλ –λίγες θέσεις παρακάτω, άλλωστε, βρίσκεται ένας δίσκος με την αισθητική των Backwoodz Studioz. Με τον κίνδυνο να με χαρακτηρίσετε "συντηρητικό", όμως, θα πω ότι κάπου, κάπως ξεχάσαμε ή παραγκωνίσαμε τα κλασικά συστατικά και το τι σημαίνει "ραπάρω"· πρωτίστως, κυρίως και θεμελιωδώς, πριν το δοκιμάσουμε και σε άλλες παραλλαγές, χαλαρώνοντας τις απαιτήσεις μας.
Εδώ, λοιπόν, ο Raekwon έρχεται με όλη του την καθαγιασμένη Wu-Tang Clan τέχνη και με όλον του τον τσαμπουκά και μας τρίβει στα μούτρα όσα λησμονήσαμε, αδιάφορος για τάσεις και για μοδάτες συγκλίσεις με την επικαιρότητα. Σε τέτοιον βαθμό, μάλιστα, ώστε προκάλεσε τα μέτρα και τα σταθμά του Pitchfork, το οποίο ποτέ δεν γούσταρε μουσικά και πολιτικά αυτό το εκρηκτικό, μαγκιόρικο χιπ χοπ, που πέτυχε κι άγγιξε μια διεθνή αβανγκαρντίλα ενόσω διατήρησε τους σκληροτράχηλους γκέτο τρόπους του και τις μη πολιτικά ορθές του ρίζες σε ένα ταξικό, περιθωριακό περιβάλλον. Το οποίο, δοθείσης της ευκαιρίας, ίσως και να το πραγμάτωνε εκείνο το "get rich or die tryin'" σύνθημα, αντί να το μουρμουράει απειλητικά πάνω από ένα τραπ μπιτάκι, προκειμένου να χορεύει στα clubs η λευκή, η λάτιν και η μαύρη μεσαία τάξη του αιώνα μας.

Αντιλαμβάνομαι, βέβαια, γιατί o Raekwon μπορεί να φαίνεται σαν ένας αποδεκτά προβλέψιμος μπάρμπας με σπουδαίο παρελθόν, που όμως δεν ακούγεται πια ως "σχετικός" με καιρούς που θέλουν τους ράπερ να είναι τύποι σαν τον Earl Sweatshirt ή τον Playboi Carti, προκειμένου να γίνουν καλλιτεχνικώς αποδεκτοί. Αυτό που δεν αντιλαμβάνομαι –καθόλου, όμως– είναι πότε πάψαμε να χρειαζόμαστε κομματάρες σαν τα "Pomogranite", "600 School" ή "Open Doors", πότε ξεχωρίσαμε το "μοντέρνο" από μια υψηλή τέχνη επιλογής sampling (του τύπου που ξετυλίγεται εδώ, αξιοποιώντας επιλογές από Marvin Gaye & Tammi Terrell έως Jadakiss). Πότε, τέλος πάντων, αποφασίσαμε ότι περισσεύει ένα ραπ κανόνι με το ταλέντο του Raekwon, επειδή έχουμε χάσει το μέτρημα με όσους αποζητούν ένα κομμάτι της χιπ χοπ αυτοκρατορίας μουρμουρώντας όπως μπορούν/όσο μπορούν για τα ψυχολογικά τους και για ανησυχίες όχι και τόσο λαϊκές, λες κι έλυσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες του Μπαράκ Ομπάμα και του Τζο Μπάιντεν το ζήτημα της ομαλής ένταξης των μαύρων πληθυσμών τους στον ομοσπονδιακό κοινωνικό ιστό (όπως, ίσως, θέλει να πιστεύει το Pitchfork).
2. Mary Halvorson: About Ghosts [Nonesuch]
Τα τελευταία χρόνια η Mary Halvorson βγάζει συχνά δίσκους (μόνο φέτος έχει τρεις, ας πούμε, τον έναν μάλιστα παρέα με τον John Zorn) και δεν είναι λίγες οι φορές που πέτυχε να τραβήξει πάνω της το φως των προβολέων, εμφανιζόμενη –έστω και περιφερειακά– σε αληθώς ψαγμένες λίστες της χρονιάς, που ουδεμία σχέση έχουν με την ψευδοδημοκρατία του Metacritic ή με τη δευτερότριτη τζαζ (Kamasi Washington κτλ.) που προωθείται από τον διεθνή εναλλακτικό Τύπο.
Εδώ, όμως, συμβαίνει κάτι παραπάνω από τα συνήθη, το οποίο έχει μάλιστα και την αρωγή της αληθώς ανήσυχης πλευράς της indie κουλτούρας, αφού παραγωγός του About Ghosts είναι ο κιθαρίστας των Deerhoof, John Dieterich (που φέτος έβγαλαν κι αυτοί έναν συμπαθητικό δίσκο). Με την αρωγή του, λοιπόν, η Αμερικανίδα κιθαρίστρια και συνθέτρια ξετυλίγει ένα δημιουργικό όραμα αισθητά ανώτερο απ' ό,τι έχει παρουσιάσει έως σήμερα, το οποίο στηρίζεται μεν σε αρκετή προσβάσιμη στο ευρύτερο κοινό τζαζ ριζωμένη στο σπουδαίο παρελθόν του χώρου, μα προβάλλει κι έναν επαρκώς μοντέρνο/σύγχρονο/προσωπικό χαρακτήρα, κερδίζοντας πολύτιμες αποστάσεις από καλοπαιγμένες νοσταλγίες.

Πανέμορφα παιξίματα, υψηλότατη βιρτουοζιτέ ξετυλιγόμενη με μελετημένες συμμετρίες (προσέξτε και το βιμπράφωνο, πέρα από την κιθάρα, αλλά και τα σαξόφωνα, στα οποία δεν είναι τυχαίο ότι βρίσκεται ο Immanuel Wilkins), θαυμάσιες εναλλαγές ρυθμών και μια ροή με "βηματισμό" για σεμινάριο, τρέφουν μια οχτάδα συνθέσεων με εκπληκτική οικονομία: μέσα σε ούτε 45 λεπτά ο δίσκος έχει ολοκληρώσει όσα θέλει να πει σε μελωδικό, ενορχηστρωτικό ή/και αυτοσχεδιαστικό επίπεδο, αφήνοντάς σε ενθουσιασμένο. Απ' όσους έγραψαν φέτος για το About Ghosts, πιστεύω ότι μόνο ο John Fordham βρήκε τα σωστά λόγια για να περιγράψει τούτη την εμπειρία, ανατρέχοντας στον Robert Wyatt και στον τρόπο με τον οποίον ανακάτευε το παράδοξο με το όμορφο.
1. Brad Mehldau: Ride Into The Sun [Nonesuch]
Δεν θα ξεχάσω ποτέ πόσο με συνάρπασε ο Brad Mehldau όταν με πήγε ο παλιός μου φίλος ο Δημήτρης ο Ναυπηγός να τον πρωτοδώ στο Ρότερνταμ, σε χρόνια στα οποία μπορεί να ψαχουλεύαμε και να πωρωνόμασταν με κάμποσα είδη μουσικής, όχι όμως και με την τζαζ. Αυτό, βέβαια, ίσως να ήταν εύκολο, δεδομένης της τότε απειρίας μου και της δικής του θαυμαστής βιρτουοζιτέ. Το δύσκολο –το πολύ δύσκολο, αν θέλετε– είναι ότι εξακολουθεί και μου κάνει και τώρα, πολλά χρόνια μετά, την ίδια εντύπωση καθώς τον ακούω να παίζει πιάνο στο Ride Into The Sun. Κι ας ξέρω, πια, τι να περιμένω· κι ας μη βγαίνει συχνά απ' το κλουβί του το θηρίο του ενθουσιασμού.

Πρόκειται, βέβαια, και για έναν δίσκο όπου συμβαίνουν διάφορα πράγματα έξω από τις συνήθεις τζαζ τροχιές, αφού ο Ολλανδός πιανίστας παίζει κατά βάση συνθέσεις του Αμερικανού τραγουδοποιού Elliott Smith (1969-2003), τις οποίες πλαισιώνει με μερικές δικές του. Μάλιστα, σε ορισμένα κομμάτια, καταφτάνει και ο Daniel Rossen των Grizzly Bear να συνεισφέρει φωνητικά (π.χ. στο "Tomorrow Tomorrow"), με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα indie pop/jazz χαρμάνι αναμενόμενα ίσως εκλεκτό, μα απρόσμενα λειτουργικό. Άλλες φορές, πάλι, οι ενορχηστρώσεις κλείνουν το μάτι και προς τον κόσμο της κλασικής μουσικής, προσθέτοντας μία ακόμα διάσταση φινέτσας.
Για ακόμα μία φορά στη δισκογραφική ιστορία, ο Mehldau παίζει υπέροχα. Από μόνο του, ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν λέει και πολλά πράγματα, αφού δεν έχει σταθεί πάντα αρκετό ώστε ν' ανεβάσει ψηλότερα κάποιες μέτριες δουλειές του. Εδώ τη διαφορά την κάνει η αγάπη που τρέφει για τη μουσική τέχνη του Elliott Smith, στον οποίον βλέπει έναν "οραματιστή καταθλιπτικό" (έτσι το θέτει στο συνοδευτικό κειμενάκι). Χώνεται βαθιά, λοιπόν, στις διαθέσεις των όσων διασκευάζει: αναμετριέται με την αξία τους, στοχάζεται για το συναισθηματικό τους βεληνεκές, τα φαντάζεται σε διαφορετικές κλίμακες. Κι έτσι τα υπηρετεί όπως ακριβώς τους πρέπει, χαρίζοντάς τους μια καινούρια υπόσταση, λίαν θελκτική. Πράγμα που καθιστά το Ride Into The Sun ένα από τα καλύτερα άλμπουμ διασκευών που έχουμε ακούσει εδώ και αρκετά χρόνια.
