Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ 2025: Όταν οι καλύτερες παραγωγές όπερας δεν είναι πάντοτε οι σκηνικά παρουσιασμένες!

Το κορυφαίο φεστιβάλ κλασικής μουσικής που δεν περιορίζεται μόνο στην όπερα προσέλκυσε χιλιάδες κόσμου το τελευταίο δεκαήμερο του Αυγούστου

3 αδερφες

Ο φθινοπωρινός καιρός στο Σάλτσμπουργκ κατά το τελευταίο δεκαήμερο του Αυγούστου δεν απέτρεψε και πάλι χιλιάδες φιλόμουσους (το ποσοστό πληρότητας θέσεων υπερέβη το 98%!) να συρρεύσουν από όλα τα μέρη του πλανήτη για να παρακολουθήσουν τον εξαιρετικά πλούσιο προγραμματισμό του κορυφαίου Φεστιβάλ με την αφρόκρεμα των παγκόσμιων καλλιτεχνών.

Έστω και χωρίς τα "βαριά" ονόματα που συνήθως καλούνται να σκηνοθετήσουν τις νέες οπερατικές παραγωγές, αυτές δεν στερήθηκαν ενδιαφέροντος, μολονότι πρόβαλαν λιγότερο δυνατές σε σχέση με προηγούμενες διοργανώσεις (Ι).

Το Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ αποτελεί, βέβαια, ένα εξαιρετικά πλήρες φεστιβάλ κλασικής μουσικής, που δεν περιορίζεται μόνο στην όπερα, αλλά προτείνει ακόμα εκδηλώσεις συμφωνικής και θρησκευτικής μουσικής, μουσικής δωματίου, έντεχνου τραγουδιού, τηρώντας τα ίδια κριτήρια αριστείας (ΙΙ).

Ι. ΟΠΕΡΕΣ

Χαρακτηριστικό της φετινής διοργάνωσης ήταν ότι οι παραγωγές όπερας παρουσιάσθηκαν με κάθε δυνατό τρόπο, σκηνικά, ημισκηνικά και συναυλιακά.

Α. ΟΙ ΣΚΗΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΕΣ

"3 αδερφές" του Εέτβες

Η μουσικοθεατρικά πληρέστερη φετινή οπερατική παραγωγή υπήρξε αυτή των "3 αδερφών" του Ούγγρου συνθέτη Πέτερ Εέτβες, άλλο ένα δείγμα σύγχρονης Literaturoper. Αν κάποιοι εκπλήσσονται με μια τέτοια επιλογή, ίσως δεν γνωρίζουν το σημαντικότατο ρόλο που επιτελεί τα τελευταία χρόνια το Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ στην ανακάλυψη και -υποδειγματική- σκηνική παρουσίαση, στην επιβλητική σκηνή της "Σχολής Ιππασίας των βράχων", του οπερατικού ρεπερτορίου του 20ού αιώνα.

Από την πρώτη παγκόσμια παρουσίασή τους στην Λυών το 1998, οι "Τρεις αδερφές" ανεβαίνουν τακτικά σε πολλά λυρικά θέατρα ανά τον κόσμο, δείγμα της ποιότητας και της σαγήνης αυτής της εκπληκτικής δουλειάς σύγχρονου μουσικού θεάτρου. Βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό του Τσέχωφ και με λιμπρέτο στη …ρωσική (!) γλώσσα, το έργο δεν ακολουθεί την πρωτότυπη ροή/εκτύλιξη της ιστορίας, αλλά αρθρώνεται γύρω από τρεις επιμέρους ενότητες/σκηνές (που συχνά αλληλεπικαλύπτονται χρονικά), κάθε μία από τις οποίες εστιάζει σε διαφορετική/ό αδελφή/ό (εν προκειμένω στους Ιρίνα, Μάσα και Αντρέι, παραβλέποντας την Όλγα), που βιώνουν τις ατομικές τους ιστορίες μέσα στον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο και τα εξωτερικά γεγονότα, όπως για παράδειγμα την παρουσία του στρατού στην πόλη τους.

Ο Εέτβες κατάφερε να παρουσιάζει έτσι τις -συχνά "τριγωνικές"- σχέσεις, συγκρούσεις και ψυχολογία των χαρακτήρων σε μία πολύ συμπυκνωμένη μορφή (κάτω από ένα μεγεθυντικό φακό), κάτι που επιτρέπει μία σφιχτή δραματουργία, πολλώ δε μάλλον για ένα έργο που διαρκεί περίπου 100’. Η μουσική του "ερμηνεύει" πολύ συχνά αυτά που οι ήρωες του θεατρικού δεν εκμυστηρεύονται, εκφράζοντας την ψυχολογική πολυπλοκότητά τους (επιθυμίες, πληγές, όνειρα). Κάθε χαρακτήρας συνδέεται με κάποιο όργανο (πχ η Ιρίνα με το όμποε, η Όλγα με το φλάουτο), ενώ ιδιαίτερα σημαντική είναι η ατμοσφαιρική ενορχήστρωση, που αποδίδεται από δύο σύνολα τοποθετημένα σε διαφορετικά επίπεδα: μία 50μελή ορχήστρα που βρίσκεται εκτός σκηνής (εν προκειμένω σε χώρο κάτω από την οροφή της Σχολής!) και μία μικρότερη 18μελή στην ορχηστρική τάφρο. Η άλλη μεγάλη πρωτοτυπία έγκειται στο ότι οι γυναικείοι ρόλοι (και όχι μόνο οι τρεις βασικοί) ανατίθενται σε κόντρα-τενόρους, προϊόν της επιθυμίας του συνθέτη να αναδείξει την αυθεντικότητα των συναισθημάτων μέσα από ένα "αφαιρετικό" στοιχείο, πέρα από φύλα. Η παράλληλη θέαση και ακρόαση των απόκοσμων αυτών φωνών δημιουργεί όντως μία περίεργη αίσθηση ευθραυστότητας και "αποστασιοποίησης"…

Τη σκηνοθεσία υπέγραψε ο προερχόμενος από τον κόσμο του θεάτρου ικανότατος Καζάκος σκηνοθέτης Εβγκένι Τίτοφ. Εκμεταλλευόμενος άψογα την αχανή σκηνή, οριοθέτησε τη δράση μέσα σ’ένα υποβλητικό σκηνικό χαλασμάτων που παρέπεμπε ευθέως στον πόλεμο (αντί της πυρκαγιάς του πρωτοτύπου), μεριμνώντας για την ανάδειξη τόσο της συνολικής μεγάλης εικόνας όσο και των πιο οικείων/εσωτερικών στιγμών. Διάφορα σκηνικά ευρήματα και ιδιαίτερα πολύχρωμα κοστούμια προσέδιδαν στη θεατρική αφήγηση τις αναγκαίες αιχμές και στον κάθε χαρακτήρα τη δική του διακριτή εικόνα/προσωπικότητα, χωρίς να χάνεται ούτε στιγμή η εστίαση στην πληθώρα θεμάτων που θίγει το έργο: την ανθρώπινη μοίρα και τις δυσκολίες της, τον πόνο, τη μοναξιά, τη βιαιότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, τις ιδιαίτερες ενδοοικογενειακές σχέσεις, τη σχέση δηλ. ατομικού-συλλογικού, το βάρος του παρελθόντος, την ελπίδα του μέλλοντος…

Δύο Γάλλοι αρχιμουσικοί επιμελήθηκαν μίας εξαιρετικά ακριβούς μουσικής εκτέλεσης, που ανέδειξε γλαφυρά τον καλειδοσκοπικό ηχοχρωματικό πλούτο του έργου, αυτής της "συμφωνίας ηχοχρωμάτων" -όπως έχει χαρακτηρισθεί- τα πρώτα μέτρα της οποίας δίνονται από το ακορντεόν! Ο αρχιμουσικός Μαξίμ Πασκάλ τέθηκε επικεφαλής του περίφημου συνόλου σύγχρονης μουσικής Klangforum Wien, ενώ την εκτός σκηνής μπάντα διηύθυνε ο πιανίστας και μουσικός Αλφόνς Σεμέν, γνωστός μας από διάφορες περσινές παραγωγές στο θέατρο "Ολύμπια".

Την ιδιαίτερη φωνητική γραφή διεκπεραίωσε μία πολυπληθής (16μελής) διανομή, με σπάνια σκηνική ώσμωση και ομαδικό πνεύμα, επικεφαλής της οποίας τέθηκαν τέσσερις κόντρα-τενόροι με διαφορετικά φωνητικά ηχοχρώματα! Την Ιρίνα ερμήνευσε ο προερχόμενος από την Ονδούρα και …τον κόσμο του μπαρόκ Ντένις Ορελλάνα, με ένα τίμπρο εντυπωσιακής καθαρότητας, έκτασης και ευελιξίας. Την Μάσα ερμήνευσε ο περσικής καταγωγής Αμερικανός Κάμερον Σαμπαντζί και την Όλγα ο -γνωστότερος όλων- Αμερικανός Άρυε Νούσμπαουμ Κοέν, αμφότεροι άρτιοι φωνητικά και υποκριτικά. Τη νύφη τους Νατάσα απέδωσε με αιχμηρή φωνητική και σκηνική παρουσία ο κορεατικής καταγωγής Γάλλος κόντρα τενόρος Κανγκμίν Τζάστιν Κιμ, ενώ τον αδερφό τους Αντρέι ο σπουδαίος Νοτιοαφρικανός βαρύτονος Ζακ Ιμπράιλο. Από τους λοιπούς ξεχώρισαν ο καλλιεπής Τούζενμπαχ του Πολωνού βαρύτονου Μικολάι Τράμπκα και ο επιβλητικός σκηνικά Βερσίνιν του Βρετανού ομολόγου του Ιβάν Λάντλοου.

Μία ακόμα αριστουργηματική δουλειά που ευχόμαστε να καταγραφεί σύντομα σε DVD!

μαρια
© SF/ Monika Rittershaus
Η Μαρία Στιούαρτ (Λιζέτ Οροπέζα) οδεύει προς το θάνατο υπό το βλέμμα της Ελισάβετ (Κέιτ Λίντζυ - δεξιά): το τραγικό φινάλε της όπερας "Μαρία Στουάρντα" του Ντονιτζέττι (Σάλτσμπουργκ, "Μεγάλη Αίθουσα Συναυλιών του Φεστιβάλ", 30/8)

"Μαρία Στουάρντα" του Ντονιτζέττι

Η δεύτερη νέα σκηνική παραγωγή που παρακολουθήσαμε (30/8) ήταν αυτή, ενδιαφέρουσα πλην ατελής, της όπερας "Μαρία Στουάρντα" του Ντονιτζέττι.

Καλά προετοιμασμένη σε βάθος λεπτομέρειας, η παράσταση σκηνοθετήθηκε από τον Γερμανό Ούλριχ Ράσε, γνωστό μας από τη φετινή "Αντιγόνη" αλλά και τον παλιότερο "Αγαμέμνονα" του Φεστιβάλ Αθηνών που δόθηκαν στην Αρχαία Επίδαυρο, με τα οποία μοιράσθηκε την έμπνευση ως προς το σκηνικό. Στην αχανή σκηνή της "Μεγάλης Αίθουσας Συναυλιών του Φεστιβάλ" τοποθετήθηκαν δύο πολύ μεγάλοι δίσκοι, οι οποίοι κινούνταν αέναα, ο ένας πίσω από τον άλλο, και οι οποίοι αντιπροσώπευαν (σαν άλλοι τροχοί της τύχης) τους μηδέποτε συναντώμενους κόσμους των δύο βασιλισσών, της Ελισάβετ και της έκπτωτης αντιζήλου της Μαρίας Στιούαρτ. Ένας τρίτος δίσκος "ίπτατο" αυτών, παρέχοντας τους -ψυχρούς- φωτισμούς, ενώ στο φινάλε "έκλεισε" σαν στρείδι αυτόν της Μαρίας Στιούαρτ, σηματοδοτώντας το θάνατό της! Η μινιμαλιστική/αφαιρετική, σύγχρονου στίγματος παράσταση, σε ασπρόμαυρους τόνους, με την αισθητική ενός Μπομπ Γουίλσον (με τον οποίον είχε δουλέψει παλιότερα ο Ράσε), βασίσθηκε πολύ στην αρκετά μελετημένη κινησιολογία του Πωλ Μπλάκμαν, που έκανε όλους τους πρωταγωνιστές/μονωδούς αλλά και μια ομάδα ημίγυμνων χορευτών (της Πειραματικής Ακαδημίας Χορού του Σάλτσμπουργκ) να κινούνται διαρκώς με προσεκτικά υπολογισμένα βήματα, χωρίς να είναι ξεκάθαρο αν/πότε πηγαίνουν μπροστά ή πίσω.

Η αυστηρή, λιτή πρόταση με τη μάλλον μονοκόμματη θεατρική διδασκαλία προσπάθησε να εστιάσει στην ανάδειξη της ψυχολογίας των δύο γυναικών και των προθέσεων των διαφορετικών περιγύρων τους (η χορωδία -της Όπερας της Βιέννης- έμεινε κρυμμένη στο σκοτάδι πίσω από την σκηνή), αλλά κατέληξε ως μία ενίοτε κουραστική εναλλαγή εικόνων, αδυνατώντας να αναδείξει τα πάθη και την αντιπαλότητα (πολιτική και ερωτική) των δύο γυναικών ή ακόμη την ένταση των συναισθημάτων. Η απουσία μιας πρόσωπο με πρόσωπο αντιπαράθεσης -ακόμη και στα ντουέτα- άμβλυνε το δράμα που ήταν παρόν στη μουσική του Ντονιτζέττι αλλά και στο θεατρικό του Σίλλερ, επί του οποίου στηρίχθηκε το λιμπρέτο. Η κόντρα τους δίνονταν συνεχώς με μια κάποια αποστασιοποίηση, περιλαμβανομένης της αξιοποίησης των διαφορών ύψους των 2 δίσκων, για να καταδειχθεί ποια είχε κάθε φορά το πάνω χέρι!

Αναπόφευκτα το ενδιαφέρον στρεφόταν περισσότερο στο μουσικό επίπεδο, αλλά ούτε και εκεί τα πράγματα κύλησαν ιδανικά. Η μουσική διεύθυνση του Ιταλού αρχιμουσικού Αντονέλλο Μανακόρντα φρόντισε κυρίως -ενδεχομένως και εύλογα, λόγω της δυσκολίας της παραγωγής- τη συνοδεία των μονωδών. Σε ορχηστρικό επίπεδο άντλησε από τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Βιέννης ένα οπωσδήποτε ανεπίληπτο, πλην στερούμενο αποχρώσεων, έντασης και διακινδυνεύσεων παίξιμο, αρκετά "ουδέτερο" για να ζωντανέψει τον κόσμο του ρομαντικού μπελ-κάντο.

Και στο επίπεδο του τραγουδιού, όμως, τις αναγκαίες ποιότητες από πλευράς ύφους, αισθητικής και δεξιοτεχνίας διέθετε μόνο η Μαρία της διάσημης Αμερικανίδας υψιφώνου Λιζέτ Οροπέζα, που εντυπωσίασε για ακόμα μία φορά με την καλαισθησία και τις αποχρώσεις του τίμπρου αλλά και τη -κατά το δυνατό- δύναμη της υπόκρισης. Πλάι/απέναντι της η Ελισάβετ της Αμερικανίδας μεσοφώνου Κέιτ Λίντζυ διακρίθηκε πρωτίστως για την πολύ καλή -ίσως υπερβολικά σκληρή- σκηνική της παρουσία, αλλά φωνητικά, παρά το τεχνικά ασφαλές τραγούδι, ήχησε μάλλον αβαρής και ξένη προς το ύφος της μουσικής. Αντιθέτως, ο Λέστερ του ταλαντούχου Ουζμπέκου τενόρου di grazia Μπιεχζόντ Νταβρόνοφ ευχαρίστησε περισσότερο φωνητικά παρά δραματικά. Από κάθε άποψη φερέγγυοι ήσαν οι δύο σύμβουλοι, ο Λόρδος Σέσιλ του Αμερικανού βαρύτονου Τόμας Λέμαν και ο Τζόρτζιο Τάλμποτ του Ρώσου βαθύφωνου Αλεξέι Κουλάγκιν.

μακβεθ
© SF/Ruth Walz
Ο Μάκβεθ (Βλαντισλάβ Σουλίμσκυ) παραληρεί υπό το βλέμμα της Λαίδης Μάκβεθ (Ασμίκ Γκριγκοριάν): στιγμιότυπο από τη Β' πράξη της όπερας "Μάκβεθ" του Βέρντι, που επαναλήφθηκε  στο Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ ("Μεγάλη Αίθουσα Συναυλιών του Φεστιβάλ", 29/8) σε σκηνοθεσία Κ. Βαρλικόφσκι 

"Μάκβεθ" του Βέρντι σε επανάληψη

Από τις επαναλήψεις παλαιότερων σκηνικών παραγωγών, παρακολουθήσαμε εκ νέου (29/8, "Μεγάλη Αίθουσα Συναυλιών του Φεστιβάλ") αυτήν του "Μάκβεθ" του Βέρντι στην σκηνοθεσία του Κσίστοφ Βαρλικόφσκι

Παρά την αρχική θετική μας αξιολόγηση και τις διθυραμβικές κριτικές του διεθνούς τύπου (και με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία της σε DVD), η παράσταση άφησε ανάμεικτες εντυπώσεις. Εκμεταλλευόμενος ως δραματουργικό μίτο την ατεκνία/στειρότητα του σατανικού ζεύγους Μάκβεθ-Λαίδης, ο διάσημος Πολωνός σκηνοθέτης οργάνωσε ένα θέαμα συνεκτικό μεν, πλην αρκετά "εγκεφαλικό", το οποίο απαιτούσε συνεχώς την αποκωδικοποίηση της εικαστικής και δραματουργικής του ματιάς. Η πρώτη συνδύασε σύγχρονα σκηνικά και κοστούμια με πληθώρα ψαγμένων κινηματογραφικών και εικαστικών αναφορών. Η δεύτερη αρθρώθηκε γύρω από μία άλλοτε συναρπαστική άλλοτε κουραστική διαδοχή σκηνών και μια λεπτομερή θεατρική καθοδήγηση μονωδών και χορωδίας.

Σε μουσικό επίπεδο -και με την εξαίρεση του Αμερικανού τενόρου Τσαρλς Καστρονόβο, μουσικοδραματικά πολύ πιο θαμπού Μακντούφ από τον πρώτο διδάξαντα Τζόναθαν Τέτελμαν- οι συντελεστές ήσαν οι ίδιοι. Η Φιλαρμονική της Βιέννης υπό τον Ελβετό Φιλίπ Γιόρνταν απέδωσε εξαιρετικά την πυκνή παρτιτούρα, ενώ από τη διανομή ξεχώρισε το πρωταγωνιστικό ζεύγος του Λευκορώσου βαρύτονου Βλαντισλάβ Σουλίμσκυ και της Λιθουανοαρμένισσας υψιφώνου Ασμίκ Γκριγκοριάν, με έντονη υπόκριση και προσεγμένο -αν και ελάχιστα "ιταλικό"- τραγούδι, που δεν έκρυβε ότι οι φωνές τους δεν ανταποκρίνονταν ιδανικά στα ζητούμενα των ρόλων. Ο καλοτραγουδισμένος Μπάνκο του Γερμανοκουβεϊτιανού μπάσου Τάρεκ Ναζμί υπήρξε σκηνικά λίγο ωχρός, ενώ η Χορωδία της Όπερας της Βιέννης εντυπωσίασε με την καλλιέπεια του τραγουδιού της.

καστωρ
© SF/Marco Borrelli
Κάστωρ (Ρενού φαν Μέχελεν) και Πολυδεύκης (Μαρκ Μωγιόν) συναντώνται στον Άδη: σκηνή από την Β’ Πράξη της όπερας "Κάστωρ και Πολυδεύκης" του Ραμώ (Σάλτσμπουργκ, "Σχολή Ιππασίας των Βράχων", 27/8)

Β. ΤΑ ΗΜΙ-ΣΚΗΝΙΚΑ ΑΝΕΒΑΣΜΑΤΑ

"Κάστωρ και Πολυδεύκης" του Ραμώ

Από πλευράς ημισκηνικών ανεβασμάτων, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναμενόταν αυτό της όπερας "Κάστωρ και Πολυδεύκης" του Ραμώ, το οποίο στην ουσία αποτελούσε προσαρμογή της παραγωγής που παρουσιάσθηκε τον Ιανουάριο στην Όπερα "Γκαρνιέ" του Παρισιού με την ίδια ομάδα συντελεστών: τον Αμερικανό Πήτερ Σέλλαρς στη σκηνοθεσία, τον Θεόδωρο Κουρεντζή στη μουσική διεύθυνση (επικεφαλής των νέων συνόλων του -ορχήστρα και χορωδία- "Ουτοπία") και μια ομάδα εκλεκτών Γάλλων και ξένων μονωδών.

Στη μεγάλη και ενδεχομένως ακατάλληλη για γαλλικό μπαρόκ σκηνή της "Σχολής Ιππασίας των βράχων", το έργο δόθηκε στη σπανιότατα παιζόμενη αρχική του εκδοχή (1837), όπως και στο Παρίσι, αν και με κάποιες περικοπές στα ρετσιτατίβι, κυρίως όμως στη μουσική μπαλέτου. Αυτή συνόδευε στο αρχικό ανέβασμα μια χορογραφία με έντονα στοιχεία street dance του Αμερικανού Καλ Χαντ, που είχε προκαλέσει αρκετές αντιδράσεις ως μη πάντοτε συμβατή προς τη μουσική.

Η παραγωγή απογοήτευσε πλήρως από σκην(οθετ)ικής πλευράς. Η ούτως ή άλλως στατική δράση εκτυλίχθηκε μέσα σ’ένα εξαιρετικά minimal σκηνικό, στην ουσία το σαλόνι ενός σύγχρονου διαμερίσματος με κάποια μοντέρνα έπιπλα και ένα μεγάλο video wall, στο οποίο εναλλάσσονταν προβολές άλλοτε του ουρανού και των πλανητών άλλοτε πανοραμικών νυχτερινών λήψεων σύγχρονων πόλεων. Η θεατρική καθοδήγηση των -ντυμένων με σημερινά κοστούμια- μονωδών υπήρξε στοιχειώδης, και σχεδόν ποτέ εμπνευσμένη, ενώ αυτή των χορωδών ενίοτε πρώτου βαθμού, καθώς προσπαθούσαν πολύ συχνά με τα χέρια τους να μιμηθούν/σηματοδοτήσουν αυτά τα οποία τραγουδούσαν… Μόνη αξιόλογη στιγμή η απόπειρα σκηνικής αναπαράστασης (με στοιχεία χορού και παντομίμας) του Προλόγου.

Εύλογα, το ενδιαφέρον μεταφέρθηκε κυρίως στο μουσικό επίπεδο, όπου η παράσταση άρθηκε οπωσδήποτε σε μεγάλα ύψη. Η μουσική διεύθυνση του Κουρεντζή (ο οποίος αποθεώθηκε για μία ακόμη φορά στο Σάλτσμπουργκ!) υπήρξε ασυζητητί ενδιαφέρουσα κυρίως για την έντονη θεατρικότητά της και τη γνωστή εμμονή στη λεπτομέρεια. Ως συνήθως, οι εναλλαγές εντάσεων και στιγμών καταλλαγής τονίσθηκαν με εξαιρετική γλαφυρότητα (από pianissimi μέχρι agitati) και μεγάλες διακυμάνσεις δυναμικών, οι θρηνητικές στιγμές δόθηκαν υποβλητικά, με πάρα πολύ αργά τέμπι, ενώ οι στιγμές δράσης με πρωτοφανές ρυθμικό σφρίγος. Παρότι η ενορχήστρωση ήχησε "πειραγμένη" κατά τόπους (ας σημειωθεί ότι η χωρίς τσέμπαλο ομάδα σταθερού βάσιμου περιελάμβανε τσέλο, λαούτο και δύο θεόρβες), η απόδοση της ορχήστρας "Ουτοπία" (τι έγχορδα και κρουστά!) υπήρξε πραγματικά εντυπωσιακή.

Πολύ καλή ήταν και η διανομή, στην οποία πρωταγωνίστησαν τρεις Γάλλοι μονωδοί. Αυτής ηγήθηκε η Τελάειρα της υψιφώνου Ζανίν ντε Μπικ, με ισορροπημένη μουσικοδραματική παρουσία και μια συγκινητική σαν ψίθυρο -λόγω των πολύ αργών τέμπι- απόδοση της διάσημης άριας "Tristes apprêts", που επιβεβαίωσε την άνεση στις ψηλές νότες αλλά και μια πιο άδεια χαμηλή φωνητική περιοχή. Από τους Διόσκουρους, τη δυσκολότερη και πιο εκτενή αποστολή είχε ο Μαρκ Μωγιόν, που αξιοποίησε το ιδιαίτερο τίμπρο του, που υπηρετεί άλλοτε ρεπερτόριο τενόρου άλλοτε αυτό βαρυτόνου, για να αποδώσει τα διλήμματα του ρόλου του Πολυδεύκη. Στα συν προσμετρώνται τα προσεγμένα ρετσιτατίβι και η ωραία σκηνική παρουσία. Το συντομότερο ρόλο του Κάστορα απέδωσε εξαιρετικά ο Βέλγος κόντρα-τενόρος Ρενού φαν Μέχελεν, με απόλυτο έλεγχο της λεγόμενης "μικτής φωνής" και ένα τραγούδι legato, γεμάτο τρυφερότητα.

Ένα έκτακτο κώλυμα της τελευταίας στιγμής ακύρωσε την εμφάνιση της Γαλλίδας μεσοφώνου Στεφανί ντ’Ουστράκ στο ρόλο της Φοίβης: η αντικαταστάτρια της, η νεαρή Ρωσίδα μεσόφωνος Γιούλια Βάκουλα διέθετε μεν τις πολύ ζεστές χαμηλές νότες που απαιτεί ο ρόλος, αλλά όχι ακόμη την αίσθηση του ύφους και την ιδιωματικότερη εκφορά του αδόμενου γαλλικού λόγου. Πολύ καλοί ήσαν όλοι οι δευτεραγωνιστικοί ρόλοι, με μία ιδιαίτερη μνεία στον Άγγλο τενόρο Λώρενς Κίλσμπυ (Αρχιερέας του Δία / Αθλητής / Έρωτας) για το μαλακό, γεμάτο εκφραστικότητα τραγούδι του, τον Αμερικανό μπάσο Νίκολας Νιούτον, έγκυρο Δία και τη Ρωσίδα υψίφωνο Ναταλία Σμιρνόβα (Χαρούμενη σκιά / Αφροδίτη), με φωτεινή, ευέλικτη φωνή αλλά και μια εκτός ύφους γαλλικού μπαρόκ …κατάχρηση της κολορατούρας στην αριέτα της. Θαυμάσια ήταν η συμμετοχή της χορωδίας "Ουτοπία" με ένα τραγούδι γεμάτο αποχρώσεις και λαγαρή άρθρωση, και πειθαρχημένη σκηνική κίνηση.

 
ζαιντ
© SF/Marco Borrelli
Η Περσάδα (Λέα Ντεζάντρ) "βιώνει" το θάνατο των γονέων της Γκόματς (Γιούλιαν Πρεγκαρντιέν) και Τσαΐντε (Σαμπίν Ντεβιέλ): στιγμιότυπο από την παράσταση με έργα Μότσαρτ "Τσαΐντε ή ο Δρόμος του φωτός" (Σάλτσμπουργκ, "Σχολή Ιππασίας των Βράχων", 22/8)

"Τσαΐντε ή ο Δρόμος του φωτός" του Μότσαρτ

Πολύ πιο πρωτότυπη και κυρίως ουσιαστική απεδείχθη, στην ίδια σκηνή της "Σχολής Ιππασίας των βράχων" (22/8), μία άλλη ημι-σκηνική παραγωγή με τίτλο "Τσαΐντε ή ο Δρόμος του φωτός", που πρότειναν ο γνωστός Γάλλος αρχιμουσικός Ραφαέλ Πισόν με τα εξαιρετικά σύνολά του (ορχήστρα-χορωδία) "Πυγμαλίων".

Επρόκειτο για μία συνάρθρωση των ελάχιστων σωζόμενων φωνητικών σπαραγμάτων από την όπερα "Τσαΐντε", χορωδιακών αποσπασμάτων από την καντάτα "Μετανοημένος Δαυίδ" αλλά και κάποιων άλλων φωνητικών κομματιών του Μότσαρτ με κείμενα του γνωστού μας (από το φετινό Φεστιβάλ Αθηνών) Λιβανέζο-Καναδού συγγραφέα Μαζντί Μουαουάντ, προς το σκοπό της παρουσίασης μίας δραματικής ιστορίας πάνω στον αγώνα για την ελευθερία, το δικαίωμα του να επιβιώνεις και να αγαπάς, τη δύναμη της συγχώρεσης.

Αναζητώντας πληροφορίες για τη μητέρα της Τσαΐντε ("της γυναίκας που τραγουδάει"), η οποία έχασε τη ζωή της μέσα σε μία φυλακή, η νεαρή Περσάδα συναντά τον γέρο πια πρώην φρουρό Αλλαζίμ, ο οποίος της αφηγείται την ιστορία των γονέων της, που αγαπήθηκαν μέσα στη φυλακή και απέκτησαν ένα μωρό, το οποίο αυτός κατάφερε να σώσει από το σίγουρο θάνατο που είχε αποφασίσει ο δεσποτικός Σουλεϊμάν, μεταπείθοντάς τον.

Μέσα σε υποβλητικό ημίφως και έναν επιβλητικό γυμνό σκηνικό χώρο αναπαραστάθηκε, με λόγο, κίνηση και τραγούδι, η συγκινητική ιστορία των τραγικών χαρακτήρων. Μονωδοί και χορωδία κάλυψαν το ήμισυ της τεράστιας σκηνής, μεταδίδοντας ανεπιτήδευτο πλην δυνατό συναίσθημα με την αέρινα χορογραφημένη κίνηση, τη λιτή υπόκριση και το εξαίσιο τραγούδι τους. Στο άλλο μισό είχε τοποθετηθεί η ολιγομελής ορχήστρα, που τους συνόδευε, παίζοντας σε όργανα εποχής, με την προσθήκη μίας γυάλινης αρμόνικας.

Καλόγουστη, σαφής και ευθύβολη, η παράσταση πέτυχε απόλυτα το σκοπό της, ενώ σε επίπεδο μουσικής εκτέλεσης υπηρετήθηκε υποδειγματικά από συντελεστές με μακρά εμπειρία στον Μότσαρτ. Η Γαλλίδα κολορατούρα υψίφωνος Σαμπίν Ντεβιέλ υπήρξε μία απίστευτα καλοτραγουδισμένη (τι ορθοτονία!) Τσαΐντε, ενώ το ηδύ τίμπρο του Γερμανού τενόρου Γιούλιαν Πρεγκαρντιέν ταίριαξε γάντι στο χαρακτήρα του συζύγου της Γκόματς. Αυτό πιο μεταλλικό του Γερμανού τενόρου Ντάνιελ Μπέλε δικαίωσε τον κακό Σουλεϊμάν, που σκιαγραφήθηκε με ευπρόσδεκτη αποστασιοποίηση. Η Γαλλο-ιταλίδα μεσόφωνος Λεά Ντεζάντρ ενσάρκωσε με τη γνωστή της μουσικότητα μία τρυφερή Περσάδα, ενώ τον κατά βάση αφηγηματικό ρόλο του Αλλαζίμ υποστήριξε με σκηνικό και φωνητικό κύρος ο έμπειρος Γερμανός βαθύφωνος Γιοχάννες Μάρτιν Κραίντσλε, που ανένηψε πρόσφατα από βαριά ασθένεια.

Υπό τη δραματική, αλλά εύροη και χωρίς υπερβολές διεύθυνση του Πισόν, το ασύλληπτης πλαστικότητας και αποχρώσεων τραγούδι της χορωδίας και το ιστορικά ενημερωμένο παίξιμο των μουσικών του συνόλου "Πυγμαλίων" ολοκλήρωσαν μία ανεπιφύλακτη μουσικοθεατρική απόλαυση!

 
αντρε σινιε
© SF/Marco Borrelli
To συναρπαστικό ντουέτο Σενιέ (Πιοτρ Μπετσάλα) – Μανταλένας (Έλενα Στίχινα) από την Β’ Πράξη της όπερας "Αντρέα Σενιέ" του Τζορντάνο, που παρουσιάσθηκε συναυλιακά (Σάλτσμπουργκ, "Μεγάλη Αίθουσα Συναυλιών του Φεστιβάλ", 25/8)

Γ. ΟΙ ΣΥΝΑΥΛΙΑΚΕΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ

Όπως πολύ συχνά συμβαίνει στο Σάλτσμπουργκ, οι όπερες που δίνονται αμιγώς συναυλιακά ("κοντσερτάντε") είναι μερικές φορές ακόμη καλύτερες και από τις σκηνικές παραγωγές του! Κι αυτό λόγω όχι μόνο της σοβαρότητας που επενδύεται στο μουσικό σκέλος αλλά και των πολυτελών μετακλήσεων συντελεστών, που θα ζήλευαν οι μεγαλύτερες λυρικές σκηνές του κόσμου!

"Αντρέα Σενιέ" του Τζορντάνο 

Αυτό συνέβη στις 25/8 με αφορμή τη συναυλιακή παρουσίαση της όπερας "Αντρέα Σενιέ" του Τζορντάνο, ενός από τα κορυφαία έργα του βερισμού, η επιτυχία κάθε σκηνικής παραγωγής του οποίου εξαρτάται -λόγω των περιορισμών που επιβάλλει η πολύ συγκεκριμένη "ιστορικά" χρονική τοποθέτηση της δράσης- ούτως ή άλλως περισσότερο από το μουσικό σκέλος.

Η συγκεκριμένη συναυλία είχε διαφημισθεί έντονα, καθώς σηματοδοτούσε το ντεμπούτο στον πρωταγωνιστικό ρόλο του διάσημου Πολωνού τενόρου Πιοτρ Μπετσάλα. Ανεξαρτήτως τούτου, η βραδιά απεδείχθη πραγματικά συναρπαστική τόσο σε επίπεδο -της εξαιρετικής- διανομής, όσο και κυρίως λόγω της παρουσίας του Μάρκο Αρμιλιάτο. Ο πολύπειρος Ιταλός αρχιμουσικός όχι μόνο διηύθυνε την Ορχήστρα του τοπικού "Μοτσαρτέουμ" χωρίς παρτιτούρα, αλλά γνώριζε και σιγοψιθύριζε σχεδόν …και όλα τα φωνητικά μέρη του έργου! Αντλώντας από τους καλούς μουσικούς ένα παίξιμο σπάνιας καλλιέπειας και ευελιξίας, η μουσική του διεύθυνση διέθετε μεγάλη αφηγηματική ροή και πνοή, στήριξε άψογα μονωδούς και χορωδούς, αποτελώντας τη Λυδία λίθο του ακροάματος!

Ο Μπετσάλα σκιαγράφησε -έστω και με παρτιτούρα- έναν εκπληκτικό Σενιέ, στην παράδοση ενός Κορέλλι! Η ηδύτητα του -αρκούντως "μεσογειακού"- τίμπρου του υποστήριζε μια ποιητική εξαγγελία, ενώ οι "ηρωικές" του ποιότητες επέτρεπαν την αβίαστη ανταπόκριση στις -απολύτως κρίσιμες για την απόδοση των εξάρσεων και της φλόγας του χαρακτήρα- δραματικές εκτινάξεις! Εξαιρετική υπήρξε πλάι του η Ρωσίδα υψίφωνος Έλενα Στίχινα, Μανταλένα του Κουανύ με κρεμώδες ηχόχρωμα και λεγκάτο τραγούδι, παρά την ατελή ακόμη άρθρωση.

Τον τρίτο πρωταγωνιστικό ρόλο, αυτόν του Κάρλο Ζεράρ, ενσάρκωσε θαυμάσια ο Ιταλός βαρύτονος Λούκα Σάλσι. Απέδωσε με γενναιοδωρία την περίφημη άρια "Nemico della patria", σηκώνοντας θύελλα χειροκροτημάτων, και φώτισε επαρκέστατα τις ψυχολογικές διακυμάνσεις του "κακού" ήρωα του έργου. Τι κρίμα που απουσίασε …ανεξήγητα από την τελευταία και καθοριστική σκηνή του έργου!

Οι πολυάριθμοι δευτεραγωνιστικοί ρόλοι ανατέθηκαν σε ανερχόμενους λυρικούς τραγουδιστές από διάφορες χώρες, που συμμετείχαν στο πολύτιμο "Young Singers Project", που διοργανώνει ετησίως το Φεστιβάλ. Η ομορφιά των ηχοχρωμάτων και η δροσιά της παρουσίας τους αφήνουν πολλές υποσχέσεις για το μέλλον!

Τέλος, αληθινό μάθημα αποτέλεσε η συμμετοχή της Χορωδίας της Όπερας της Βιέννης, όχι μόνο για το υποδειγματικό τραγούδι αλλά και τη θεατρικότητά της, που πρόδιδε τη γνώση του έργου και τη μεγάλη σκηνική εμπειρία της. Το κοινό που κατέκλυσε τη "Μεγάλη αίθουσα συναυλιών του Φεστιβάλ" αποθέωσε δικαιολογημένα μία ερμηνεία αναφοράς, το ηχητικό τεκμήριο της οποίας θα ήταν ευχής έργο κάποια στιγμή να κυκλοφορήσει και δισκογραφικά!

 
φιλαρμονικη
© SF/Marco Borrelli
Οι συντελεστές της συναυλιακής παρουσίασης της Α' πράξης της "Βαλκυρίας" του Βάγκνερ (Σάλτσμπουργκ – "Μεγάλη Αίθουσα Συναυλιών του Φεστιβάλ", 23/8) επευφημούνται από το κοινό: (από αριστερά προς τα δεξιά) ο αρχιμουσικός Γιαννίκ Νεζέ-Σεγκέν, ο μπάσος Τζων Ρελυέα, ο τενόρος Στανισλάς ντε Μπαρμπεράκ και η υψίφωνος Έλζα φαν ντεν Χήβερ.

Α’ Πράξη "Βαλκυρίας" -και όχι μόνο- του Βάγκνερ

Εξίσου θαυμάσιες εντυπώσεις είχε αφήσει, λίγες μέρες νωρίτερα (23/8) στον ίδιο χώρο, η συναυλιακή παρουσίαση της Α’ πράξης της "Βαλκυρίας" του Ρίχαρντ Βάγκνερ από 3 ξένους μονωδούς και τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Βιέννης υπό τη διεύθυνση του Γιαννίκ Νεζέ-Σεγκέν.

Το έργο δόθηκε στο δεύτερο μέρος μιας βραδιάς αφιερωμένης στο σύνολό της στο Γερμανό συνθέτη. Το σύντομο πρώτο μέρος ξεκίνησε με το εισαγωγικό Πρελούδιο στην όπερα "Λόενγκριν", που έτυχε μιας άκρως ποιητικής ερμηνείας, στην οποία βασικό ρόλο έπαιξε η πρωτοφανής, αιθέρια ηχητική διαφάνεια και πλαστικότητα γραμμής των βιεννέζικων εγχόρδων. Αυτές οι ποιότητες, σε συνδυασμό με τις αφηγηματικές αρετές της μουσικής διεύθυνσης, έκαναν θαύματα και στο "Ειδύλλιο του Ζήγκφριντ", που δόθηκε ακολούθως. Το σπάνιας τρυφερότητας παίξιμό τους, χρωματισμένο από τις καλλιεπείς παρεμβάσεις του κουιντέτου των ξύλινων πνευστών και των δύο κόρνων, ανέδειξαν κομψότητα και λυρισμό γραφής αυτού του συμφωνικού ποιήματος για μικρή ορχήστρα, που ο συνθέτης έγραψε ως δώρο γενεθλίων στη δεύτερη γυναίκα του Κόζιμα, μετά τη γέννηση του γιου τους Ζήγκφριντ.

Όλοι ανέμεναν όμως και δικαιολογημένα την Α’ πράξη της "Βαλκυρίας" για να απολαύσουν όχι μόνο την έμπειρη οπερατική μπαγκέτα του Γαλλοκαναδού αρχιμουσικού (σημειωτέον, και καλλιτεχνικού διευθυντή στην περίφημη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης), ο οποίος πρόκειται να διευθύνει και την πρωτοχρονιάτικη συναυλία της Βιέννης το 2026, αλλά και μια νεανική διεθνή διανομή, που υπερασπίζεται ήδη τους συγκεκριμένους ρόλους στα μεγαλύτερα λυρικά θέατρα του πλανήτη.

Και οι τρεις εκλεκτοί μονωδοί κατέγραψαν εξαιρετικές φωνητικές επιδόσεις με λαγαρή απόδοση του αδόμενου λόγου, ενώ σκιαγράφησαν με μεγάλη θεατρικότητα τους χαρακτήρες.

Περισσότερο λυρικο-δραματικός παρά καθαρά "ηρωικός" τενόρος ο Γάλλος Στανισλάς ντε Μπαρμπεράκ υπήρξε ένας συναρπαστικός Ζήγκμουντ τόσο στις πιο οικείες στιγμές όσο και στις δραματικές εξάρσεις του ρόλου, με μόνο "ψεγάδι" μία -έστω, οριακά αντιληπτή- όχι πάντοτε ιδιωματική εκφορά της γερμανικής γλώσσας. Το ακμαίο, εξίσου λυρικο-δραματικό (αν και κάπως στερούμενο "υπογραφής") τίμπρο της Νοτιοαφρικανής υψιφώνου Έλζας φαν ντεν Χήβερ τής επέτρεψε να αναμετρηθεί δίχως πρόβλημα με το ρόλο της Ζηγκλίντε, ενώ ευχαρίστησε η προσπάθεια γλαφυρής ανάδειξης και της εξέλιξης του χαρακτήρα. Από κάθε άποψη συναρπαστικός υπήρξε ο Χούντινγκ του Καναδού βαθύφωνου Τζων Ρελυέα, που εντυπωσίασε με το πανέμορφο, πλούσιο τίμπρο και την πειστικά σκοτεινή υπόκριση. Μια τέτοιας κλάσης διανομή πολλοί θα ήθελαν να προσφερόταν και στο Φεστιβάλ του Μπάυρωυτ!

Η σπάνιας ρευστότητας σε ταχύτητες, δυναμικές και αφήγηση μουσική διεύθυνση του Νεζέ-Σεγκέν αξιοποίησε στο έπακρο την οπερατική εμπειρία των βιεννέζων μουσικών (ας μην ξεχνάμε ότι η Φιλαρμονική και η ορχήστρα της Όπερας της Βιέννης είναι ένα και το αυτό!) και το φωτεινό, καλλιεργημένο ήχο τους, που επέτρεπε να ακούγεται κάθε πτυχή, κάθε απόχρωση και κορύφωση της παρτιτούρας, διασφάλισε άριστη συνοδεία των τραγουδιστών, αναδεικνύοντας συνεχώς το δράμα των τραγικών αδερφιών… Δίκαιες οι ενθουσιώδεις επευφημίες του κοινού για ένα πρόγραμμα, που επαναλήφθηκε και την επομένη.

 
φιλαρμονικη
© SF/Marco Borrelli
Ο Αυστριακός αρχιμουσικός Φραντς Βέλζερ-Μεστ διευθύνει τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Βιέννης στην 9η Συμφωνία του Μπρούκνερ (Φεστιβάλ Σάλτσμπουργκ, "Μεγάλη Αίθουσα Συναυλιών του Φεστιβάλ",  30/8) 

ΙΙ. ΣΥΜΦΩΝΙΚΕΣ ΣΥΝΑΥΛΙΕΣ / ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΩΜΑΤΙΟΥ

Από τις εκτός όπερας εκδηλώσεις παρακολουθήσαμε φέτος δύο συμφωνικές συναυλίες και μία σημαντική εκδήλωση μουσικής δωματίου.

Συναυλία "Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Βιέννης" υπό τον Βέλζερ-Μεστ

Καθώς η περίφημη Φιλαρμονική της Βιέννης αποτελεί την resident orchestra του Φεστιβάλ από την ίδρυσή του, παράλληλα με την τακτική συμμετοχή της στις περισσότερες οπερατικές του παραγωγές, δίνει κάθε χρόνο μεγάλο αριθμό συναυλιών υπό τη διεύθυνση διάσημων αρχιμουσικών. Πέραν της συναυλίας με έργα Βάγκνερ στην οποία προαναφερθήκαμε, παρακολουθήσαμε μία ακόμη συναυλία της στη "Μεγάλη Αίθουσα Συναυλιών του Φεστιβάλ" (30/8) υπό τον Αυστριακό αρχιμουσικό Φραντς Βέλζερ-Μεστ, που επέστρεψε στο Σάλτσμπουργκ μετά από σοβαρότατη ασθένεια, η οποία του στοίχισε μία σχεδόν διετή αποχή από το πόντιουμ.

Το πρόγραμμα περιελάμβανε δύο εκ πρώτης όψεως διαφορετικά έργα, την 2η Συμφωνία του Σοβιετικού, Πολωνοεβραϊκής καταγωγής συνθέτη Μοισέι (Μιεστσυσγουάφ) Βάινμπεργκ και την 9η Συμφωνία του Μπρούκνερ.

Η 2η Συμφωνία για ορχήστρα εγχόρδων του πολυγραφότατου, πλην παραγκωνισμένου από το σοβιετικό καθεστώς Βάινμπεργκ αποτελεί ένα γλυκόπικρο νεοκλασικιστικό αριστούργημα με ευφυή γραφή για έγχορδα, που άλλοτε παίζουν σε ουνίσσονο άλλοτε με σαφή διαχωρισμό θεμάτων ανά υποομάδες. Από τα πρώτα κιόλας μέτρα έγινε αντιληπτό γιατί επέλεξε ο αρχιμουσικός να εντάξει το συγκεκριμένο έργο (που το είχε ήδη ερμηνεύσει με την περίφημη ορχήστρα του Κλήβελαντ, την οποία διευθύνει εδώ και σχεδόν 25 χρόνια) σ’αυτό το πρόγραμμα: τα βιεννέζικα έγχορδα υπό τον εξάρχοντα Φόλκχαρντ Στώυντε έκαναν αληθινή επίδειξη της μεγάλης κλάσης τους σε πιάνι, διαφωνίες ή ακόμη με μια απίστευτη γκάμα δυναμικών στα πιτσικάτι του καταληκτικού allegretto! Έξοχα και ορθοτονικά ανεπίληπτα ήσαν και τα διάσπαρτα σόλι των κορυφαίων των υποομάδων τους. Παρότι το έργο, που συνετέθη μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, έχει κυρίαρχα πένθιμη ατμόσφαιρα (ειδικά στο αργό μέρος με τα "εβραϊκά" θέματα), ο ιδιότυπος λυρισμός του και τα ρυθμικά ρίσκα α-λα-Μπάρτοκ φαίνονται να προαναγγέλλουν τις αβανγκαρντίστικες εξελίξεις της δεκαετίας του ‘50.

Η απίστευτη διαφάνεια και διαύγεια των εγχόρδων του συνόλου οριοθέτησε εν πολλοίς και την εξαιρετικά "οργανική" ερμηνεία της 9ης Συμφωνίας του Μπρούκνερ. Στο ημιτελές κύκνειο άσμα του Αυστριακού συνθέτη ο αρχιμουσικός, έχοντας συνολική εποπτεία της μουσικής δραματουργίας, απέφυγε την εμφατική σε βάθος λεπτομέρειας αποκωδικοποίησή της (σε κάθε μέρος) ή κάθε υπόνοια δραματικής χειρονομίας και έντονων εξάρσεων/αντιθέσεων, προς όφελος της "γραμμής", της απρόσκοπτης και συνεκτικής ροής της. Εύροα -όχι ιδιαιτέρως γρήγορα- τέμπι και δυναμικές, ισορροπημένο παίξιμο όλων των ορχηστρικών υποομάδων (έστω και αν κατά τόπους η ώσμωση του ήχου των χάλκινων με αυτόν του συνόλου δεν υπήρξε εντελής) και άκρως καλλιεπή σόλι των κορυφαίων των ξύλινων έγιναν αισθητά ήδη από το πρώτο μέρος. Θαύμασε εδώ κανείς τη ρευστότητα των τόσο κρίσιμων "μεταβάσεων", που επέτρεπε να προβάλλονται με κρυστάλλινη καθαρότατα οι τρεις διαδοχικές μεγάλες ομάδες θεμάτων. Το δημοφιλές σκέρτσο αποδόθηκε με σφρίγος, χωρίς βιασύνη (κάτι που επέτρεψε την γλαφυρή νοηματοδότηση των πάντα κρίσιμων στον Μπρούκνερ παύσεων) και με γεμάτες αυτοπεποίθηση συνεισφορές χάλκινων και ξύλινων πνευστών.

Στο συγκλονιστικό τρίτο μέρος (adagio), εντυπωσίασε ο τρόπος διαφοροποίησης -μέσω πυκνώσεων/αραιώσεων ήχου και λεπταίσθητων διαβαθμίσεων ταχυτήτων/δυναμικών- των επιμέρους κλιμακώσεων κάθε επαναλήψεως, κάτι που διασφάλισε την αναγκαία οργανική σύνδεση στην ανήσυχη δραματουργία. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να διατηρείται πάντα ζωντανός ο ειρμός της συμφωνικής γραφής και της αφήγησης, κυρίως όμως να προβάλλεται πειστικά το περιεχόμενο του έργου, μεταφυσικό/πνευματικό ή καθαρά θρησκευτικό (λύτρωσης και αγάπης), κατά τον Βέλζερ-Μεστ…

Ακόμα κι αν διαφωνούσε κανείς με τη συγκεκριμένη οπτική ή αν επιθυμούσε μια διαφορετική, πιο δραματική/σκοτεινή προσέγγιση, δύσκολα θα μπορούσε να αμφισβητήσει την ποιότητα του ακροάματος.

ορχηστρα
SF/Marco Borrelli
Ο Γάλλος βιολιστής Ρενώ Καπυσόν ερμηνεύει το "Κοντσέρτο για βιολί" του Κόρνγκολντ, συνοδευόμενος από την Ορχήστρα Νέων Γκούσταφ Μάλερ υπό τον Αυστριακό αρχιμουσικό Μάνφρεντ Χόνεκ  (Σάλτσμπουργκ, "Σχολή Ιππασίας των Βράχων", 22/8)

Συναυλία "Ορχήστρας Νέων Γκ. Μάλερ" υπό τον Χόνεκ

Στις 22/8 και στην "Σχολή Ιππασίας των βράχων" επανεμφανίσθηκε στο φεστιβάλ η Ορχήστρα Νέων Γκούσταφ Μάλερ υπό τη διεύθυνση του διακεκριμένου Αυστριακού αρχιμουσικού Μάνφρεντ Χόνεκ. Η ίδρυση του συνόλου αποτέλεσε μία λαμπρή πρωτοβουλία του αείμνηστου Ιταλού αρχιμουσικού Κλάουντιο Αμπάντο, ο οποίος στα τέλη δεκαετίας του ‘80 προσπάθησε να φέρει κοντά νεαρούς μουσικούς από τη Δυτική και την Ανατολική Ευρώπη. Η ορχήστρα συνεχίζει έκτοτε την πολύτιμη δραστηριότητά της, στο πλαίσιο της οποίας "εκκολάπτονται", προτού αναχωρήσουν για να στελεχώσουν μεγάλα συμφωνικά σύνολα, δεκάδες εξαιρετικά προικισμένοι μουσικοί.

Ένας απ’ αυτούς, ο πρώην εξάρχων της, διάσημος σήμερα Γάλλος βιολιστής Ρενώ Καπυσόν αποτέλεσε τον σολίστ στο "Κοντσέρτο για βιολί" του Κόρνγκολντ, με το οποίο άνοιξε η συναυλία. Μετά την εγκατάστασή του στην Αμερική ο εβραϊκής καταγωγής Αυστριακός συνθέτης μεγαλούργησε γράφοντας κινηματογραφική μουσική για το Χόλλυγουντ. Πολλά θέματα από ταινίες του είναι παρόντα στο συγκεκριμένο ρομαντικό κοντσέρτο -που γράφτηκε στην αμερικανική του περίοδο και χαρακτηρίζεται συχνά ως ένα ενδιαφέρον μεν, ιδιότυπο δε "υβρίδιο"- κυρίως στα δύο πρώτα, ιδιότυπα ραψωδικά μέρη του. Ο 49χρονος σολίστ ανέδειξε έξοχα τη μελωδική και αρμονική πληθωρικότητά τους με ένα παίξιμο αέναης κινητικότητας, σπάνιου λεγκάτο και ορθοτονίας, ενώ έλαμψε στο δεξιοτεχνικά απαιτητικό τρίτο μέρος με τους "γιάνκικους" ρυθμούς. Αξιοποιώντας το μαλακό και ηχητικά διαυγές παίξιμο των νεαρών μουσικών (με την συντριπτική αριθμητικά παρουσία γυναικών στα έγχορδα), ο Χόνεκ διέπλασε μία συνοδεία ευπρόσδεκτης ακρίβειας που αποκωδικοποίησε με επάρκεια την αξιόλογη ορχηστρική γραφή. Εκτός προγράμματος ο Ρενώ Καπυσόν και η ορχήστρα προσέφεραν το γνωστό "Τραγούδι των πουλιών" του Πάμπλο Καζάλς σε εκδοχή για βιολί (και όχι βιολοντσέλο) και ορχήστρα.

Η διάθεση αποφυγής εκφραστικών υπερθεματισμών αξιοποιήθηκε και σε μια σαφούς συναισθηματικής αμεσότητας και ευγένειας ερμηνεία της 5ης συμφωνίας του Τσαϊκόφσκι, με την οποία ολοκληρώθηκε η βραδιά. Ο Αυστριακός αρχιμουσικός πρόβαλε την ανήσυχη δραματουργία και το φορτισμένο πάθος του έργου μέσα από την ισόρροπη ανάδειξη διαθέσεων και αντιθέσεων, με λεπταίσθητες διακυμάνσεις ταχυτήτων και δυναμικών, πλαστικότητα φραστικής και κυρίως αξιόλογη ρευστότητα αφήγησης. Οι μουσικοί έπαιξαν με αυτοπεποίθηση και συγκέντρωση, τόσο αυτοί των εγχόρδων όσο και αυτοί των ξύλινων και χάλκινων πνευστών, στους οποίους ανατίθεται εν προκειμένω πληθώρα κρίσιμων σολιστικών παρεμβάσεων.

Ανταποκρινόμενοι στις έντονες επευφημίες του κοινού, ορχήστρα και αρχιμουσικός επέμειναν ρομαντικά και εκτός προγράμματος, αντιχαρίζοντας μία μάλλον νηφάλια "Πρωινή διάθεση" από την 1η Σουίτα του "Πέερ Γκυντ" του Γκρηγκ.

χαγκεν
© SF/Marco Borrelli
Στιγμιότυπο από την ερμηνεία του "Κουιντέτου εγχόρδων" του Σούμπερτ από το Κουαρτέτο εγχόρδων "Χάγκεν" με τη σύμπραξη της τσελίστριας Γιούλιας Χάγκεν (δεξιά) στη Μεγάλη Αίθουσα του "Μοτσαρτέουμ" στο πλαίσιο του Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ (26/8) 

Το -πρώτο- αντίο του "Κουαρτέτου εγχόρδων Χάγκεν"

Λίγες μέρες αργότερα (26/8), παρακολουθήσαμε στη Μεγάλη Αίθουσα του "Μοτσαρτέουμ" τη σημαντικότερη ίσως εκδήλωση μουσικής δωματίου του φετινού φεστιβάλ, το πρώτο από τα αποχαιρετιστήρια ρεσιτάλ που θα δώσει καθ’όλη τη διάρκεια της φετινής σαιζόν το περίφημο κουαρτέτο εγχόρδων "Χάγκεν", ένα από τα διαπρεπέστερα διεθνώς! Μετά τους "Μπεργκ", τους "Έμερσον" (που απολαύσαμε προ διετίας και στο αθηναϊκό Μέγαρο) ήρθε η σειρά αποχώρησης από την ενεργό δράση και των "Χάγκεν". 

Στη λαμπρή, σχεδόν 45ετή καριέρα τους, που ξεκίνησε το 1981 από την πόλη τους, το Σάλτσμπουργκ, έδωσαν εκατοντάδες συναυλίες, ηχογράφησαν δεκάδες δίσκους, δίδαξαν ή μύησαν εκατοντάδες μουσικούς απ’όλο τον κόσμο στην τέχνη του κουαρτέτου εγχόρδων. Φημίζονται δε για την πρωτοφανή στυλιστική τους ευελιξία αλλά και για τις ιδιαίτερες επιδόσεις στο ρεπερτόριο του 20ού αιώνα, αυτό που κάπως σχηματικά αποκαλούμε "μοντερνισμό".

Η τελευταία όμως -sold out από καιρό!- εμφάνιση στα πάτρια εδάφη των αδελφιών Λούκας, Βερόνικας και Κλέμενς Χάγκεν και του βιολιστή Ράινερ Σμιτ περιελάμβανε δύο έργα-σταθμούς του ρομαντικού ρεπερτορίου της μουσικής δωματίου, το "Κουιντέτο με πιάνο" του Μπραμς και το "Κουιντέτο εγχόρδων" του Σούμπερτ. Σε αμφότερα συνέπραξαν με νεότερους μουσικούς, που διακρίνονται τόσο ως σολίστ όσο και για τις επιδόσεις τους στη μουσική δωματίου, τον εξαιρετικά ταλαντούχο Ιάπωνα πιανίστα Μάο Φουτζίτα και την ταχύτητα ανερχόμενη βιολοντσελίστρια Γιούλια Χάγκεν, κόρη του …τσελίστα του συνόλου Κλέμενς.

Το ρεσιτάλ άνοιξε με το "Κουιντέτο με πιάνο" σε φα ελάσσονα, έργο 34 του Μπραμς, μία σύνθεση ανυπέρβλητης ομορφιάς που γράφτηκε πάνω στο πρότυπο αντίστοιχου κουιντέτου του Σούμαν, και του οποίου οι "Χάγκεν" είχαν προσφέρει στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 μία δισκογραφική ερμηνεία αναφοράς με τον πιανίστα Πάουλ Γκούλντα. 

Αρκετά μακριά από τις έντονα τραγικές και βίαιες διατυπώσεις εκείνης της νεανικής ερμηνείας, οι "Χάγκεν" εστίασαν εν προκειμένω στο να φωτίσουν -με "μοντερνιστική" χειρουργική ακρίβεια, θα λέγαμε- την πυκνή δομή της συμφωνικών διαστάσεων παρτιτούρας και τη διάχυτη ένταση. Το έργο εξελίσσεται όντως μέσα σε αριστοτεχνικές ρυθμικές μεταμορφώσεις, που εισάγει το πιάνο, εμπεριέχοντας και ένα σπάνιο μελωδικό πλούτο, τα οποία ανέδειξαν με ανεπαίσθητα αιχμηρή φραστική και προσοχή στη λεπτομέρεια οι 4 μουσικοί, χωρίς να βρίσκονται πάντοτε σε απόλυτη σύμπνοια/διάλογο με τον αρκετά ορμητικό (πιο "ρομαντικό" υπό μία έννοια) Φουτζίτα, πλην ίσως στο θυελλώδες σκέρτσο και το δραματικό φινάλε με τα "ουγγρικά" θέματα.

Το -ήδη ρονταρισμένο συναυλιακά- αριστουργηματικό "Κουιντέτο εγχόρδων" σε ντο μείζονα D. 956 του Σούμπερτ υπηρετήθηκε από νηφάλιο ρυθμικό παλμό, εύροες διακυμάνσεις ταχυτήτων και δυναμικών και μεγάλη αφηγηματική ρευστότητα, ενώ το τσέλο της Γιούλιας Χάγκεν (με το ζεστό, μεταξένιο ήχο …στους αντίποδες αυτού πιο ισχυρού/μεταλλικού του πατέρα της Κλέμενς!) κινήθηκε συνειδητά σε ένα πλαίσιο ηχητικής ώσμωσης με το κουαρτέτο, παρά στην κατεύθυνση κατοχύρωσης μιας δεύτερης διακριτής "φωνής". 

Συνεννοούμενοι με κλειστά μάτια, οι "Χάγκεν" προσέφεραν όχι μόνο μία τεχνικά ανεπίληπτη, σπάνιας ηχητικής ομοιογένειας εκτέλεση, αλλά καταδύθηκαν στα βάθη της μεγαλόπνοης παρτιτούρας. Ανέδειξαν θαυμαστά το συμφωνικό της ανάγλυφο, πρόβαλαν γλαφυρά, με ευγενές συναίσθημα και δεκάδες αποχρώσεις την ιδιότυπη ποιητική και μελαγχολία της! Αν μη τι άλλο, αυτό το πρώτο αποχαιρετιστήριο ρεσιτάλ (που ολοκληρώθηκε με έντονες standing ovations) κατέδειξε ένα μεγάλο προαπαιτούμενο για κάθε επιτυχημένη ερμηνεία της ρομαντικής μουσικής δωματίου, ότι δηλ. η κατανόηση και ενσυναίσθηση της μουσικής έχει απολύτως ίση άξια με την άριστη αποκωδικοποίηση του συντακτικού της γραφής…

Περιγραφή πρώτης εικόνας: Πανοραμική εικόνα του της όπερας "Οι 3 αδερφές" του Εέτβες, που παρουσιάσθηκε στο Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ ("Σχολή Ιππασίας των
Βράχων", 24/8) σε σκηνοθεσία Ε. Τίτοφ © Monika Rittershaus

Διαβάστε Επίσης

Διαβάστε ακόμα

Τελευταία άρθρα Μουσική

Sarah Davachi: "Συχνά ξεκινώ με το σκίτσο μιας ιδέας και αφήνω το ίδιο το όργανο να με καθοδηγήσει"

Μια από τις σημαντικότερες σύγχρονες εκπροσώπους της πειραματικής σκηνής μιλά στο "α" με αφορμή την πρώτη εμφάνισή της στην Αθήνα -μαζί με την Kara-Lis Coverdale- εγκαινιάζοντας τη νέα σειρά συναυλιών Porosi (7/10, Gazarte Main Stage).

ΓΡΑΦΕΙ: ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥς
07/10/2025

Μogwai: Ξανά στην Ελλάδα, με "Bad Fire" διαθέσεις

Μετρούν τρεις δεκαετίες δράσης, στις οποίες τους παραδέχτηκαν (τελικά) ακόμα και όσοι δεν τους αγαπούν, ενώ έχουν σφυρηλατήσει και μια στέρεη σχέση με το ελληνικό κοινό, που αναμένεται να ξαναζωντανέψει το βράδυ της Πέμπτης 9/10, στο "Floyd".

Μια βραδιά για τον John Coltrane από το Gilad Atzmon Quartet

Ένα μοναδικό αφιέρωμα στον θρυλικό τζαζ μουσικό έρχεται στο Theater of the No.

Θοδωρής Κοτονιάς και Βασίλης Δραμουντάνης σε ένα live στον Σταυρό του Νότου Plus

Μία μοναδική βραδιά παρέα με μουσικούς που θα μας ταξιδέψουν με τα τραγούδια τους από στεριές και θάλασσες σε όλη την Ελλάδα με τελικό προορισμό την Κρήτη.

Kareem Kalokoh, GXHAN και Twelvee βάζουν φωτιά στη σκηνή του Sneakerness Athens

Ένα who is who για τους καλλιτέχνες που πλαισιώνουν με τα live acts τους τη μεγάλη τριήμερη διοργάνωση για το sneaker culture (10-12/10, Κλειστό Γήπεδο Tae Kwon Do).

No Music for Genocide: Πώς το πολιτιστικό μποϊκοτάζ ασκεί πολιτική πίεση

Από το απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική μέχρι τις διεθνείς καμπάνιες αλληλεγγύης για την Παλαιστίνη, οι μουσικοί χρησιμοποιούν τη φωνή και τη δράση τους για να σταθούν απέναντι στην αδικία.

Η showgaze μπάντα Magic Shoppe για πρώτη φορά στην Ελλάδα!

Το noise rock συγκρότημα από τη Βοστώνη έρχεται στο Arch Club Live Stage, με special guests τους Sugar For The Pill και Messier 13.