
Ποια θα ήταν μια πιθανή μοίρα για την Κασσάνδρα, αν δεν ήταν πριγκίπισσα της Τροίας βγαλμένη από τις επικές εξιστορήσεις της "Ιλιάδας", αλλά μια φιγούρα του σήμερα; Πώς θα μπορούσε ο μακρινός της μύθος να συνδεθεί με τον 21ο αιώνα, γεφυρώνοντας όχι μόνο το επίκαιρο με το αρχαίο, αλλά και το "βλάσφημο" με το "ιερό";
Τέτοια ερωτήματα ταλάνισαν τον Sergio Blanco (Σέρχιο Μπλάνκο) πίσω στο 2008, όταν βρέθηκε να περπατά στην Ομόνοια κι άρχισε να φαντάζεται την Κασσάνδρα ως διεμφυλική μετανάστρια, να ξετυλίγει με "σπασμένα" αγγλικά μια ιστορία βγαλμένη από τα βιώματά της, επικεντρώνοντας στη μοναξιά, αλλά και στην επιθυμία της για κατανόηση. Μόνο που ο Ουρουγουανός δραματουργός δεν πήρε το οικείο μονοπάτι –της επισκόπησης, δηλαδή, του τωρινού μας γίγνεσθαι μέσα από έναν μύθο της ελληνικής αρχαιότητας. Αντιθέτως, ξεκίνησε από τη δική μας εποχή, ώστε, μέσω αυτής, να αφουγκραστεί μια διήγηση που για τον ίδιο φάνταζε πάντα ως κάτι το αινιγματικό. Η οποία υπερέβαινε την πολεμική πραγματικότητα της ομηρικής Τροίας, μιλώντας μας για τον έρωτα και για τον θάνατο.

Έπειτα, ο μονόλογος που προέκυψε μεταμορφώθηκε σε όπερα δωματίου από τον Αργεντινό Pablo Ortiz (Πάμπλο Ορτίς), ο οποίος δούλεψε την "Κασσάνδρα" ως διεθνή ανάθεση, αφενός της Εναλλακτικής Σκηνής της Εθνικής μας Λυρικής Σκηνής, αφετέρου του διακεκριμένου Κέντρου Πειραματισμού του Θεάτρου Κολόν του Μπουένος Άιρες. Εργάστηκε, δε, με ξεχωριστή τόλμη, ορμώμενος από τις περίφημες μαντικές ικανότητες της Κασσάνδρας, που της επέτρεπαν να ζει στο παρόν, μα να βλέπει τόσο το μέλλον, όσο και το παρελθόν.
Αυτό, δηλαδή, τον ώθησε να ανοίξει τη μουσική του βεντάλια, υπερβαίνοντας εποχές και στυλ προκειμένου να δημιουργήσει κάτι ικανό ν' αγγίξει όχι μόνο τους δεινούς γνώστες της όπερας, αλλά και τον μέσο ακροατή: όπως δήλωσε χαρακτηριστικά στο "α", μιλώντας στη Βικτώρια Χαραλάμπους, "συνέδεσα τους Abba με τους Platters και τον Αγαμέμνονα με τον Kanye West". Ακολούθως, ήρθε και η σειρά της Ντιάνας Θεοχαρίδη και του Αλέξανδρου Ευκλείδη, οι οποίοι στεφάνωσαν το έργο που προέκυψε με τη σκηνοθετική τους ματιά. Τα υπόλοιπα ανήκουν, πλέον, στην ιστορία, αφού η "Κασσάνδρα" μετρά πάνω από 30 επιτυχημένα ανεβάσματα, που δεν έγιναν μόνο στις ανά την υφήλιο εναλλακτικές σκηνές, αλλά ακόμα και σε χώρους με μεγάλο πρεστίζ, σαν π.χ. το Παπικό Ανάκτορο στην Αβινιόν της Γαλλίας.

Σημαντικός παράγοντας αυτής της επιτυχίας στάθηκε η πρωταγωνιστική φωνή της Βραζιλιάνας Maria Castillo de Lima (Μαρία Καστίγιο ντε Λίμα): μιας διεμφυλικής σοπράνο με θαυμαστό εύρος και ζηλευτές ερμηνευτικές ικανότητες, η οποία κέρδισε την κριτική αποδοχή "μαγεύοντας", συνάμα, και το κοινό. Για την ίδια, μάλιστα, ο κόσμος της όπερας λειτούργησε και σαν καταφύγιο, μα και εμψυχωτικά, καθώς προσπαθούσε να βρει την ταυτότητά της σε μια διόλου προνομιούχα πραγματικότητα: ο πατέρας της εργαζόταν στην οικοδομή, ενώ η καλλιτεχνική φλέβα φαίνεται πως οφειλόταν στη μητέρα της –μια απλή γυναίκα, στην οποία άρεσε, όμως, να τραγουδά στην εκκλησία. Ένα μεγάλο αφιέρωμα των New York Times στο έργο της de Lima (2020), αποδεικνύει ότι η πορεία της βρισκόταν ήδη σε ανοδική τροχιά τη στιγμή που συνάντησε τη "Κασσάνδρα", στην οποία χάρισε όλο το φάσμα των δυνάμεών της.
Φυσικά, το ελληνικό κοινό έχει απολαύσει την "Κασσάνδρα" ήδη από πέρυσι, τόσο στην Αθήνα, όσο και στη Θεσσαλονίκη. Αυτοί που την έχασαν, όμως, καθώς κι εκείνοι που θα ήθελαν να επαναλάβουν την εμπειρία, έχουν τώρα μία ακόμα ευκαιρία, αφού η όπερα ξανανεβαίνει στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, για δύο ακόμα βραδιές (Σάββατο 4 & Κυριακή 5/10). Με τη de Lima να επιστρέφει στα μέρη μας ώστε να υποδυθεί την πρωταγωνίστριά της για ακόμα μία φορά, και με τη Φαίδρα Γιαννέλου ν' αναλαμβάνει τη μουσική διεύθυνση των μελών του Ergon Ensemble που θα στελεχώσουν τις παραστάσεις παίζοντας βιολί, μπάσο κλαρινέτο, βιολοντσέλο και κρουστά.