Φεστιβάλ Σάλτσμπουργκ 2023: μεγάλες μουσικές απολαύσεις και σκηνοθετικές οπερατικές "αστοχίες"

Η παραδοσιακή αυγουστιάτικη επιστροφή μας στο Σάλτσμπουργκ επιβεβαίωσε το αδιαπραγμάτευτα υψηλό επίπεδο του κορυφαίου ευρωπαϊκού μουσικού φεστιβάλ με πληρότητες που προκαλούν δέος (άνω του 96%!).

The Greek Passion

Η παραδοσιακή αυγουστιάτικη επιστροφή μας στο Σάλτσμπουργκ επιβεβαίωσε το αδιαπραγμάτευτα υψηλό επίπεδο του κορυφαίου ευρωπαϊκού μουσικού φεστιβάλ με πληρότητες που προκαλούν δέος (άνω του 96%!). Παρά τα γενικώς ακριβά εισιτήρια, αυτές εξηγούνται από την ποικιλία και την πληρότητα του μουσικού του προγράμματος: οπερατικές παραστάσεις, συμφωνικές συναυλίες, εκδηλώσεις μουσικής δωματίου και θρησκευτικής μουσικής, σολιστικά ρεσιτάλ, βραδιές τραγουδιού παρέχουν μοναδικές ευκαιρίες ακρόασης σπουδαίων ορχηστρικών και άλλων συνόλων, όπως και άξιων καλλιτεχνών κάθε ηλικίας, καταγωγής και …φήμης.

Αν στο Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ οι παραγωγές όπερας τραβούν περισσότερο τα φώτα της διασημότητας, αυτό οφείλεται και στη δυνατότητα πρόσκλησης των πιο "βαριών" σκηνοθετικών ονομάτων, που φέτος υπέγραψαν, πάντως, παραστάσεις αρκετά έως πολύ αμφιλεγόμενες.

The Greek Passion
Πανοραμική εικόνα από την όπερα "Το Ελληνικό πάθος" του Μαρτινού, που ανέβηκε στο Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ ("Σχολή Ιππασίας των Βράχων", 22/8) σε σκηνοθεσία Σάιμον Στόουν © Monika Rittershaus

Ι. Νέες οπερατικές παραγωγές 

Ωραιότερη σίγουρα παραγωγή του φετινού Φεστιβάλ ήταν αυτή της όπερας "Το Ελληνικό πάθος" του Τσέχου συνθέτη Μποχουσλάβ Μαρτινού (22/8), που βασίζεται στο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη "Ο Χριστός ξανασταυρώνεται". Το έργο δεν ευτύχησε αρχικά σκηνικά, καθώς η Βασιλική Όπερα του λονδρέζικου Κόβεντ Γκάρντεν, που το παρήγγειλε, αρνήθηκε να το παρουσιάσει το 1957. Εν προκειμένω, προτάθηκε στην δεύτερη εκδοχή του, αυτήν της Ζυρίχης (1961), όχι όμως στη γερμανική μετάφραση που είχε τότε χρησιμοποιηθεί, αλλά στην αγγλική. Αυτή η μεγαλύτερου λυρισμού εκδοχή διευκόλυνε, λόγω και των πιο σύντομων διαλόγων, τη σκηνική παρουσίαση ενός έργου θεωρούμενου απρόσιτου.

Με αφορμή το ανέβασμα μιας παράστασης των Παθών του Χριστού από τους κατοίκους ενός ελληνικού χωριού και την συγκλονιστική "βίωση" αυτών μέσα από το απρόσμενο γεγονός της αφίξεως προσφύγων, που διατάραξαν την ησυχία, ο Αυστραλός σκηνοθέτης Σάιμον Στόουν πρότεινε μία λιτή, πεντακάθαρη δουλειά στη σκηνή της "Σχολής της Ιππασίας των Βράχων", η οποία -όπως ήταν λογικό- εστίασε στο διαχρονικό, ανθρώπινο πρόβλημα των προσφύγων, μακριά από κάθε διδακτική διάθεση, πολιτικό (επι)σχολιασμό ή κήρυγμα. Το μοναδικής ομορφιάς θέαμα αξιοποίησε την "αντιπαράθεση" χωρικών (ντυμένων ομοιόμορφα με κοστούμια σε ελαφρύ γαλάζιο χρώμα – δείγμα του κομφορμισμού;) και προσφύγων (ντυμένων με πολύχρωμα διαφορετικά κοστούμια – υπαινιγμός μιας μεγαλύτερης ελευθερίας;) μέσα σ’ένα ασφυκτικό σκηνικό περιβάλλον, την κλειστοφοβική διάθεση του οποίου διερρήγνυαν κάποια περάσματα του τεράστιου σκηνικού χώρου. Ο Στόουν έστησε μία παράσταση διαρκώς κορυφούμενης έντασης, η οποία εκτονώθηκε με τη βίαιη δολοφονία του Μανωλιού. Καθοριστική στάθηκε επίσης η αέναη κίνηση των πολύ μεγάλων ομάδων μονωδών, χορωδών (εκπληκτική χορωδία της Όπερας της Βιέννης!) και κομπριμάριων.

Η πολυπληθής διανομή υπήρξε απίστευτα πολυτελής για ένα τέτοιο έργο. Από τους άνδρες ξεχώρισαν περισσότερο ο συγκλονιστικός Μανωλιός του Γερμανού τενόρου Σεμπάστιαν Κόλεπ, ο χαρισματικός Φώτης του Πολωνού μπασοβαρύτονου Λούκας Γκολίνσκι, ο διστακτικός Γιαννάκος του Αμερικανού τενόρου Τσαρλς Γουέρκμαν και λιγότερο ο κάπως θαμπός Παπα-Γρηγόρης του Ούγγρου μπασοβαρύτονου Γκάμπορ Μπρετς. Από τις γυναίκες εντυπωσίασαν η σημαντική Αμερικανίδα δραματική υψίφωνος Σάρα Τζακάμπιακ ως Κατερίνα ("μετενσάρκωση" της Μαρίας Μαγδαληνής) και η συγκινητική Λενιώ της Αυστριακής υψιφώνου Κριστίνα Γκανς.

Η μουσική διεύθυνση του νεαρού Γάλλου αρχιμουσικού Μαξίμ Πασκάλ φώτισε τον ενορχηστρωτικό πλούτο μιας υπνωτιστικής ομορφιάς παρτιτούρας, ολοκληρώνοντας μίαν αξέχαστη εμπειρία και υπενθυμίζοντας τη μακρά παράδοση του Φεστιβάλ να αναδεικνύει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο άγνωστα -αλλά διόλου ευκαταφρόνητα- λυρικά έργα του ρεπερτορίου του 20ού αιώνα!

Macbeth
"Παίζοντας" με κούκλες παιδιών που δεν απέκτησαν ποτέ, το σατανικό ζεύγος Μάκβεθ (Βλαντισλάβ Σουλίμσκυ) και Λαίδης (Ασμίκ Γκριγκοριάν) προετοιμάζει το αιμοσταγές σχέδιο για την κατάληψη της εξουσίας: σκηνή από την Α’ Πράξη της όπερας του Βέρντι "Μάκβεθ" (Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ - "Μεγάλη Αίθουσα Συναυλιών του Φεστιβάλ", 24/8) © Bernd Uhlig

Αντίθετα, πιο ανάμικτες εντυπώσεις άφησαν οι δύο σκηνικές παραγωγές έργων του Βέρντι στη "Μεγάλη Αίθουσα Συναυλιών του Φεστιβάλ" που ανατέθηκαν σε διάσημους σκηνοθέτες, κεντρίζοντας το ενδιαφέρον.

Αυτή του "Μάκβεθ" (24/8) υπήρξε σαφώς επιτυχέστερη. Ο Κσίστοφ Βαρλικόφσκι οργάνωσε μια παράσταση με δραματουργικό μίτο την ατεκνία/στειρότητα του σατανικού ζεύγους Μάκβεθ-Λαίδης, ο οποίος λειτούργησε με πρωτόγνωρη συνέπεια μέχρι και το φινάλε με την υπόνοια για "ευνουχισμό" του πρωταγωνιστή. Ως συνήθως, η οπτικοποίηση βασίσθηκε σε πληθώρα κινηματογραφικών ("Βασιλιάς Οιδίπους" και "Το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο" του Παζολίνι) ή εικαστικών ("Η πτήση των μαγισσών" του Γκόγια) αναφορών, καθώς και στα σύγχρονα σκηνικά και κοστούμια. Χαρακτηριστική υπήρξε η απεικόνιση των μαγισσών που φορούσαν μαύρα γυαλιά σαν άλλες σύγχρονοι Τειρεσίες. Παρά τη συνειδητή πια αποστασιοποίηση του Πολωνού σκηνοθέτη από το γράμμα του λιμπρέτου και την πνευματική βάσανο που επιβάλλει -κάπως σαδιστικά…- στους θεατές, η συνοχή της εικαστικής και δραματουργικής του ματιάς καθώς και η σε βάθος λεπτομέρειας θεατρική καθοδήγηση των μονωδών εξακολουθούν να λειτουργούν ερεθιστικά. Συναρπαστική υπήρξε η αλληλουχία σκηνών, όπως αυτή του Μακντούφ με τη διαδοχική δηλητηρίαση των παιδιών του από τη σύζυγό του, που ακολούθησαν η δολοφονία της μυστηριώδους γκουβερνάντας/μάγισσας του γιου τού Μπάνκο και η σωτηρία του από τις υπόλοιπες μάγισσες, αλλά και η βίαιη αποκαθήλωση του Μάκβεθ από το λαό στο φινάλε.

Σε μουσικό επίπεδο, η αντικατάσταση του αρχικά προβλεπόμενου Αυστριακού αρχιμουσικού Φραντς Βέλζερ-Μαιστ από τον Ελβετό ομόλογό του Φιλίπ Γιόρνταν εγγυήθηκε μία θεατρικά πιο ιδιωματική προσέγγιση της παρτιτούρας, που απέδωσε αριστουργηματικά η Φιλαρμονική Ορχήστρα της Βιέννης και την άριστη στήριξη μίας πολυεθνικής διανομής, εκ προοιμίου όχι ιδανικής για τους βασικούς ρόλους. Ο Ρώσος βαρύτονος Βλαντισλάβ Σουλίμσκυ ενσάρκωσε έναν ψυχολογικά ασταθή Μάκβεθ με τίμπρο βελούδινο, από το οποίο έλειψε ίσως η μεγαλύτερη ένταση. Ακόμα πιο ευγενής -αλλά και θαμπός- ήχησε ο καλοτραγουδισμένος (τι legato!) Μπάνκο του Γερμανοκουβεϊτιανού μπάσου Τάρεκ Νάζμι. Εξαιρετικός μουσικοδραματικά και με σαφές σκηνικό γκελ ήταν ο Μακντούφ του Χιλιανοαμερικανού τενόρου Τζόναθαν Τέτελμαν. Την παράσταση, πάντως, έκλεψε για μία ακόμη φορά η Λαίδη Μάκβεθ της Λιθουανής υψιφώνου -και σούπερ-σταρ πλέον στο Σάλτσμπουργκ!- Ασμίκ Γκριγκοριάν, η οποία, μολονότι δεν διέθετε ούτε την έκταση, ούτε το σκούρο ηχόχρωμα που θα δικαίωνε τις προθέσεις του Βέρντι, έφερε σε πέρας τον δυσκολότατο ρόλο με γενναιότητα και τη γνωστή μουσικοθεατρική της ευφυία (εκπληκτική σκηνή υπνοβασίας!). Εντυπωσιακής άρθρωσης και ευγένειας υπήρξε, τέλος, και το τραγούδι της Χορωδίας της Όπερας της Βιέννης.

Falstaff
Στιγμιότυπο από τον "Φάλσταφ" του Βέρντι που παρουσιάσθηκε στο Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ ("Μεγάλη Αίθουσα Συναυλιών του Φεστιβάλ", 25/8) σε σκηνοθεσία Κριστόφ Μαρτάλερ © Ruth Walz

Τη θερμότατη υποδοχή που γνώρισε αυτή η παραγωγή διαδέχθηκε η πληθώρα αποδοκιμασιών αυτής του "Φάλσταφ" που υπέγραψε ο διάσημος Ελβετός σκηνοθέτης Κριστόφ Μαρτάλερ.

Πολλοί πίστευαν ότι το χιούμορ του κύκνειου άσματος του Βέρντι θα ταίριαζε γάντι με την ιδιαίτερη, συχνά σκωπτική ματιά του Ελβετού θεατρανθρώπου, που συνηθίζει να στήνει ερεθιστικές παραστάσεις μουσικού θεάτρου. Σε μιαν αντίστοιχη λογική με αυτήν του Βαρλικόφσκι, ο Μαρτάλερ άντλησε έμπνευση από λιγότερο γνωστά κινηματογραφικά έργα, όπως τις "Καμπάνες του μεσονυχτίου" (1965) και το "The other side of the wind", ημιτελές, άγνωστο φιλμ των 70s. Στο πρώτο, ο σπουδαίος Όρσον Γουέλς, πέρα από την σκηνοθεσία, πρωταγωνίστησε ως Φάλσταφ, ενώ το δεύτερο ήταν μια χαοτική προσπάθεια δημιουργίας ενός "φιλμ μέσα στο φιλμ".

Με αυτά ως αφετηρία, ο Μαρτάλερ, καταφεύγοντας με τεθλασμένη ματιά στην τεχνική του "θεάτρου στο θέατρο" έστησε μία παράσταση με θέμα το γύρισμα ενός …κινηματογραφικού Φάλσταφ, που σκηνοθετούσε ο Όρσον Γουέλς (εν προκειμένω, ο ηθοποιός Μαρκ Μπόντναρ). Ο πρωταγωνιστής του κινηματογραφικού Φάλσταφ παρέπεμπε οπτικά στον σκηνοθέτη της δεύτερης ταινίας Τζέικ Χάναφορντ (τον οποίο υποδυόταν στο εκράν ο Τζον Χιούστον). Πέρα από το γεγονός ότι τα δύο έργα είναι -λίγο έως πολύ- άγνωστα στο ευρύ κοινό και παρά την θαυμάσια οπτικοποίηση κοστουμιών και σκηνικών της δεκαετίας του ‘70 από την συνεργάτιδα του Μαρτάλερ Άννα Φίμπροκ, η παράσταση αναλώθηκε σε μία διαδοχή σκηνών -με τη χρήση σειράς από γκαγκς χωρίς ιδιαίτερο χιούμορ- όπου οι θεατές δυσκολεύονταν να καταλάβουν ποιος είναι ποιος και ποιος κάνει τι! Αυτό που έμεινε ήταν μια "παραστατική άσκηση" χωρίς αντικείμενο, που "αποδόμησε" τελικά την commedia lirica του Βέρντι, αφήνοντας αδιάφορο το κοινό.

Ούτε όμως και σε μουσικό επίπεδο ικανοποίησε η όλη δουλειά, κυρίως γιατί από την πολυεθνική εκλεκτή διανομή έλειπε το καθοριστικό "ιταλικό" τραγούδι και η λαγαρή εκφορά και νοηματοδότηση του αδόμενου λόγου, ιδιαίτερα κρίσιμη για ένα έργο με ελάχιστες άριες! Έτσι, παρά το σκηνικό τους κύρος ούτε ο Φάλσταφ του διάσημου Καναδού βαρύτονου Τζέραλντ Φίνλεϋ με το σπάνιας ευγένειας ηχόχρωμα, ούτε ο Φορντ του επίσης καταξιωμένου Βρετανού βαρύτονου Σάιμον Κήνλυσαϊντ κατάφεραν να ανταποκριθούν -φωνητικά τουλάχιστον- στις προκλήσεις του έργου. Στα ρηχά κινήθηκε και ο Φέντον του ταλαντούχου Ρώσου τενόρου Μπογκντάν Βολκόφ.

Κάπως καλύτερα, αλλά όχι ιδανικά κύλησαν τα πράγματα και σε γυναικείο επίπεδο, όπου ξεχώρισε η δροσερή Νανέττα της Ιταλίδας υψιφώνου Τζούλιας Σεμεντζάτο, παρότι ανακοινώθηκε ασθενής για την παράσταση που παρακολουθήσαμε στις 25/8. Η εξίσου ιδιωματική άρθρωση του κειμένου ωφέλησε εύλογα και την Μεγκ Πέϊτζ της -κατά τα λοιπά μάλλον άχρωμης- Ιταλίδας μεσοφώνου Τσετσίλια Μολινάρι. Η απουσία του πάλι δεν μπόρεσε να εξισορροπήσει τα πολυτελή τίμπρα και την καλή σκηνική παρουσία της εκλεκτής Ρωσίδας υψιφώνου Έλενας Στίχινα (Άλις Φορντ) και της Γερμανίδας μεσοφώνου Τάνιας Αριάδνης Μπαουμγκάρτνερ (Κα Κουίκλυ). Σε επίπεδο μουσικής διεύθυνσης, η απρόσμενη επιλογή του -ειδικού στον μοντερνισμό!- Γερμανού μαέστρου Ίνγκο Μέτσμαχερ επέτρεψε μία ασυνήθιστη ραδιογραφία της βερντιανής παρτιτούρας, που αποδόθηκε με μοναδική διαύγεια ήχου και σπάνια ρυθμική ακρίβεια από την Φιλαρμονική Ορχήστρα της Βιέννης, χωρίς πάντως να αναδειχθεί ούτε η ιδιαίτερη χαρά ούτε η ιδιαίτερη μελαγχολία ούτε η ιδιότυπη ποιητική της.

Le Nozze di Figaro
Το εναρκτήριο ταμπλώ της όπερας "Οι Γάμοι του Φίγκαρο"του Μότσαρτ που ανέβηκε στο φετινό Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ ("Σπίτι για τον Μότσαρτ", 21/8) σε σκηνοθεσία Μάρτιν Κούσεϊ © Matthias Horn

Και η τρίτη μεγάλη, όμως, νέα φετινή παραγωγή, αυτή των "Γάμων του Φίγκαρο" του Μότσαρτ που υπέγραψε ο πολύ γνωστός Αυστριακός σκηνοθέτης Μάρτιν Κούσεϊ (στο "Σπίτι για τον Μότσαρτ", 28/8) προβλημάτισε, συνεχίζοντας μιαν άλλη μακρά παράδοση να μην δικαιώνονται οι όπερες του κορυφαίου συνθέτη …στη γενέτειρά του! Επανερχόμενος μετά από πολλά χρόνια -και την θρυλική εποχή Μορτιέ- στο Σάλτσμπουργκ, ο Κούσεϊ φάνηκε να μην ενδιαφέρεται για το πικρό κωμικό στοιχείο του έργου ή τις όποιες πολιτικές/ κοινωνικές του παραμέτρους, εστιάζοντας κυρίως στις ερωτικές σχέσεις ανθρώπων που ζουν σε …μαφιόζικο περιβάλλον! Η θεατρική διδασκαλία του υπήρξε εξαιρετική και η παράσταση έσφυζε από ρυθμό, λόγω και της εξαιρετικά ικανής -τουλάχιστον υποκριτικά- διανομής, όμως τα δραματουργικά χάσματα ήσαν αρκετά. Οι περισσότερες από τις γνωστές σκηνές του έργου συχνά κυλούσαν στην παρωδία, αν δεν εξόργιζαν στο βαθμό που αντί π.χ. για κήπους προσφέρθηκαν …χώροι απόρριψης σκουπιδιών ενός μοντέρνου κτηρίου. Μεγάλο μέρος της δράσης λάμβανε χώρα σε ένα μπαρ ή σε ένα …μπάνιο/τουαλέτα, ενώ ακόμη και η περίφημη άρια της Κοντέσσας "Porgi amor" δόθηκε μπροστά σε ένα αντίγραφο του …περίφημου πίνακα του Κουρμπέ "Η προέλευση του κόσμου"!

Από μουσικής πλευράς, η διεύθυνση του εξειδικευμένου στο μπαρόκ Γάλλου αρχιμουσικού Ραφαέλ Πισόν ξένισε με τα παράτολμα τέμπι και ουκ ολίγες ασυνήθεις επιλογές, που σίγουρα θα δικαιώνονταν καλύτερα εάν είχε στη διάθεσή του ένα σύνολο με όργανα εποχής και όχι την πολυτελή Φιλαρμονική Ορχήστρα της Βιέννης, που, μολονότι έπαιξε άψογα, φάνηκε λίγο έξω από τα νερά της! Σε φωνητικό επίπεδο, η νεανική διανομή ξεχώρισε περισσότερο για το γυναικείο σκέλος της, όπου τις καλύτερες εντυπώσεις άφησε η Κοντέσσα της Γουατεμαλτέκας υψιφώνου Αντριάνας Γκονζάλεθ με καλλιεργημένο τραγούδι, έστω και με κάποιες δυσκολίες στις ψηλές νότες. Πλάι της, ευχαρίστησαν η γνωστή Γαλλίδα υψίφωνος -και σύζυγος του αρχιμουσικού- Σαμπίν Ντεβιέλ, που ενσάρκωσε μία μουσικοδραματικά άρτια Σουζάννα, παρά το αρκετά δύσκολο ξεκίνημα, όσο και η Γαλλο-ιταλίδα μεσόφωνος Λεά Ντεζάντρ, φωνητικά άψογη αλλά θεατρικά κάπως ωχρή ως Κερουμπίνο. Ικανοποιητική υπήρξε η Μαρτσελλίνα της έμπειρης Σουηδέζας μεσοφώνου Κριστίνας Χάμαρστρεμ.

Από τους άνδρες εντυπωσίασε ο μουσικοδραματικά επιβλητικός Κόμης του Ιταλού βαρύτονου Αντρέ Σούεν και ο οπωσδήποτε επαρκής φωνητικά Φίγκαρο του Πολωνού βαθύφωνου Κσίστοφ Μπάτσικ, που είχε όμως να αντιπαλέψει μια μάλλον χονδροειδή θεατρικά προσέγγιση του κεντρικού ρόλου. Το αυτό ίσχυσε και για τον Μπάρτολο του εμπειρότατου Ούγγρου μπασοβαρύτονου Πέτερ Κάλμαν.

II. Όπερες σε συναυλιακή παρουσίαση 

Μια άλλη σταθερά του Σάλτσμπουργκ που επιβεβαιώθηκε και φέτος ήταν αυτή των εξαιρετικών συναυλιακών παρουσιάσεων αρκετά απρόσμενων και απαιτητικών έργων από ειδικές ζώνες του λυρικού ρεπερτορίου!

Les Troyens
Το φινάλε της Γ’ Πράξης της όπερας "Τρώες" του Μπερλιόζ, που παρουσιάσθηκε ημι-σκηνοθετημένη στο φετινό Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ ("Μεγάλη Αίθουσα Συναυλιών του Φεστιβάλ", 26/8)  © Marco Borrelli

Τέτοια υπήρξε η ημι-σκηνοθετημένη παρουσίαση των "Τρώων" του Μπερλιόζ (26/8), που επρόκειτο να διευθύνει ο περίφημος Άγγλος μαέστρος Τζων Έλιοτ Γκάρντινερ στο πλαίσιο ευρύτερης διεθνούς περιοδείας με αφορμή τα 80ά του γενέθλια.

Λίγες μόλις μέρες νωρίτερα, σε συναυλία στην γαλλική πόλη Κοτ-Σαιντ-Αντρέ ο Γκάρντινερ είχε ένα επεισόδιο με το νεαρό μπάσο Γουίλιαμ Τόμας, το οποίο δημιούργησε μεγάλη ένταση και συζητήσεις εντός της ορχήστρας αλλά και στο βρετανικό τύπο και οδήγησε στην "απόσυρσή" του από τις υπόλοιπες εμφανίσεις, μεταξύ των οποίων και αυτή στο Σάλτσμπουργκ. Η κατάμεστη "Μεγάλη Αίθουσα Συναυλιών του Φεστιβάλ" αδημονούσε να ακούσει το έργο υπό τη διεύθυνση του νεαρού Ντίνις Σόουζα, βοηθού του Γκάρντινερ στη συγκεκριμένη παραγωγή.

Ο 35χρονος Πορτογάλος αρχιμουσικός πραγματικά εντυπωσίασε -και αποθεώθηκε!- δίνοντας πολύ μεγαλύτερο βάρος στο δράμα και σε μια αφήγηση γεμάτη αντιθέσεις, που αντιδιέστειλε γλαφυρά τα άτυπα δύο μέρη του έργου, την δίπρακτη "Πολιορκία της Τροίας" και την τρίπρακτη "Οι Τρώες στην Καρχηδόνα". Η 4ωρη συναυλία δεν κούρασε, καθώς έτυχε μίας καλόγουστης ημι-σκηνοθεσίας από την χορογράφο Τες Γκιμπς, που καθοδήγησε με στυλιζαρισμένη θεατρικότητα μονωδούς και χορωδούς σ’ένα διαρκές "μπες βγες" στη σκηνή.

Η παράσταση ευτύχησε επίσης στο μουσικό επίπεδο. Καταρχάς, η Επαναστατική και Ρομαντική Ορχήστρα χάρισε εξαίσιο παίξιμο σε όργανα εποχής (τι λαμπερά χάλκινα!), ανταποκρινόμενη με άνεση στα σφριγηλά τέμπι του Σόουζα και αναδεικνύοντας με σαφήνεια τον ρυθμομελωδικό πλούτο, τις λυρικές και επικές παραμέτρους της παρτιτούρας, που δόθηκε σχεδόν πλήρης. Πέρα από τη μεγάλη ευελιξία δυναμικών, με μεγάλη φροντίδα αποδόθηκαν και τα απόμακρα ορχηστρικά εφέ. Η καλή άρθρωση των διαφόρων επεισοδίων/ταμπλώ οδήγησε στο να μη χαθεί ποτέ ο ειρμός και η συνοχή της αφήγησης. Τη μεγάλη φήμη της Χορωδίας Μοντεβέρντι (μίας από τις καλύτερες παγκοσμίως) δικαίωσαν και το μυριάδων αποχρώσεων και δυναμικών τραγούδι και η γλαφυρή άρθρωση του λόγου και η συναρπαστική σκηνική παρουσία, αφού καλούνταν να ερμηνεύσει πολλούς ρόλους και λαούς, τις περιπέτειες και τα διαφορετικά τους συναισθήματα!

Πολύ καλή ήταν όμως και η διανομή, με ελάχιστους πάντως γαλλόφωνους τραγουδιστές και μόνη αχίλλειο πτέρνα την Κασσάνδρα της καταξιωμένης Βρετανίδας μεσοφώνου Άλις Κουτ. Παρά την εμπειρία της, την απόδοσή της σκίασαν τα ελλιπώς ισορροπημένα ρετζίστρα, η θολή εκφορά του αδόμενου γαλλικού λόγου και μία …λαμέ τουαλέτα, ελάχιστα ταιριαστή στην ευγενή τραγικότητα της συγκεκριμένης ιέρειας. Πλάι της λίγο ικανοποίησε και ο άκαμπτος Κόροιβος του Βέλγου βαρύτονου Λιονέλ Λοτ. Από κει και πέρα η διανομή είχε μερικούς πρωταγωνιστές μεγάλης αξίας στους βασικούς ρόλους, όπως τον σπουδαίο Αμερικανό τενόρο Μάικλ Σπάιρς, μεγαλόπρεπο, ηρωικό Αινεία, ώριμο υποκριτικά και -σχεδόν- ανεπίληπτο φωνητικά, ιδίως στα ντουέτα με την Διδώ που ενσάρκωσε θαυμάσια η Ιρλανδή μεσόφωνος Πώλα Μάρριχυ. Προσπερνώντας ένα κάπως ασταθές ξεκίνημα, η φωνητική και σκηνική κομψότητα της τραγουδίστριας, η καθαρή προφορά της γαλλικής γλώσσας και το αλάθητο θεατρικό ένστικτο της επέτρεψαν να εκφράσει πειστικά τις πολλές συναισθηματικές μεταπτώσεις του χαρακτήρα, μέχρι και τις βίαιες εξάρσεις της τελευταίας πράξης. Το ευγενές ηχόχρωμά της διέφερε δε αρκετά από αυτό, πιο σαρκώδες και γεμάτο της Βρετανίδας μεσοφώνου Μπεθ Τέϊλορ (που εντυπωσίασε σαν Άννα), επιτρέποντας ωραία ντουέτα. Πολύ καλά ενσαρκώθηκαν και οι δευτεραγωνιστικοί ρόλοι, όπως ο Ασκάνιος της τόσο ταλαντούχας Γαλλίδας μεσοφώνου Αντέλ Σαρβέ και ο Ναρμπάλ του Άγγλου μπάσου Γουίλιαμ Τόμας, ενώ ο Άγγλος τενόρος Λόρενς Κίλσμπυ απέδωσε εξαιρετικά τους ρόλους των Ιόπα και Ύλα.

I Capuleti
Οι συντελεστές της συναυλιακής απόδοσης της όπερας "Καπουλέτοι και Μοντέκκοι" του Μπελλίνι αποθεώνονται από το κοινό που κατέκλυσε την "Σχολή Ιππασίας των Βράχων" (Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ,  21/8) © Marco Borrelli

Εξίσου επιτυχημένη ήταν η συναυλιακή απόδοση της όπερας "Καπουλέτοι και Μοντέκκοι" του Μπελλίνι, που παρακολουθήσαμε (21/8) στην "Σχολή Ιππασίας των Βράχων", σε μουσική διεύθυνση του Μάρκο Αρμιλιάτο. Η σφριγηλή, δραματική αλλά και σαφούς μελωδικής ρευστότητας διεύθυνση του πολύπειρου Ιταλού αρχιμουσικού απέσπασε από την Ορχήστρα του "Μοτσαρτέουμ" του Σάλτσμπουργκ παίξιμο μεγάλης ηχητικής διαφάνειας, έστω και υπό το κόστος σποραδικών ολισθημάτων, ενώ (υπο)στήριξε ουσιαστικά και με ιδιαίτερη φροντίδα τους μονωδούς.

Εξαιρετικό ενδιαφέρον είχε και η νεανική, πολυεθνική διανομή που κατέδειξε επαρκή εξοικείωση με το δύσκολο είδος του ρομαντικού μπελ-κάντο και τις ιδιαίτερες υφολογικές προδιαγραφές ερμηνείας του. Τις εντυπώσεις έκλεψε το πρωταγωνιστικό ζεύγος που ερμήνευσε τους ρόλους του για πρώτη φορά. Με θερμό, σαρκώδες ηχόχρωμα, τραγούδι γεμάτο αυτοπεποίθηση -που κατά τόπους θα μπορούσε να ήταν πιο μαλακό- και ευχάριστα ανδρόγυνη -λόγω κοστουμιού!- παρουσία, η Ρωσίδα μεσόφωνος Αιγκούλ Αχμέτσινα εντυπωσίασε στο ρόλο του Ρωμαίου και αποθεώθηκε. Πλάι της, η Γαλλοδανέζα υψίφωνος Έλσα Ντράισιγκ ενσάρκωσε μίαν εύθραυστη σε όψη Ιουλιέττα, με φωνή ευέλικτη, ικανή για μακρές λεγκάτο φράσεις και αιθέρια πιάνι, παρά το σχετικά στενό βιμπράτο και την απουσία πιο περίτεχνων διευθύνσεων.

Αντικαθιστώντας τελευταία στιγμή τον πολυαναμενόμενο τενόρο από την Σαμόα Πένε Πάτι, ο Ιταλός ομόλογός του Τζοβάννι Σάλα υπήρξε ένας καλοτραγουδισμένος, ορμητικός Τεμπάλντο, με λίγο πιεσμένες ψηλές νότες. Τους κομβικούς ρόλους των Καπέλιο και Λορέντζο ενσάρκωσαν δύο διάσημοι Ιταλοί βαθύφωνοι, ο Μικέλε Περτούζι με επιβλητική παρουσία αλλά και κάπως κουρασμένη φωνή, και ο Ρομπέρτο Ταλιαβίνι με φωνητικό και σκηνικό κύρος. Καλή ήταν και η συμμετοχή της ανδρικής χορωδίας "Φιλαρμονία" της Βιέννης, μολονότι μεγαλύτερη ένταση θα ήταν σε πολλά σημεία επιθυμητή.

ΙII. Συναυλίες και ρεσιτάλ

Περνώντας τώρα στο χώρο της συμφωνικής μουσικής, το Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ αποτελεί μία από τις ελάχιστες διοργανώσεις όπου μπορεί κανείς ν’απολαύσει σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, τις καλύτερες ορχήστρες και τους σημαντικότερους αρχιμουσικούς του κόσμου σε προγράμματα ενίοτε άκρως ευφάνταστα. Στα highlights συγκαταλέγεται η καθιερωμένη, ετήσια "φιλική" αναμέτρηση των ορχηστρικών Rolls-Royce της Ευρώπης, των Φιλαρμονικών του Βερολίνου και της Βιέννης.

Berliner Philharmoniker
Ο Ρώσος αρχιμουσικός Κίριλλ Πετρένκο διευθύνει τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Βερολίνου σε ένα πρόγραμμα με έργα Ρέγκερ και Ρίχαρντ Στράους στην πρώτη από τις 2 καθιερωμένες συναυλίες της στο Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ ("Μεγάλη Αίθουσα Συναυλιών του Φεστιβάλ", 27/8) © Marco Borrelli

Η Φιλαρμονική Ορχήστρα του Βερολίνου υπό τον διευθυντή της Κίριλλ Πετρένκο ξεκίνησε το πρώτο (27/8) από τα παραδοσιακά δύο προγράμματά της στη "Μεγάλη Αίθουσα Συναυλιών του Φεστιβάλ" με τις σπανιότατα παιζόμενες "Παραλλαγές και φούγκα πάνω σε ένα θέμα του Μότσαρτ" του Ρέγκερ. Από την αρχή εντυπωσίασε ο απίστευτα μεστός ήχος του συνόλου, ο πρωτοφανής συντονισμός, η ακρίβεια και η προσωπικότητά του, που δικαιολογούν γιατί έχει και πάλι επιστρέψει στην κορυφή των μεγαλύτερων ορχηστρών του πλανήτη. Κομβικά στάθηκαν εν προκειμένω η τρυφερότητα (χωρίς όμως περιττούς γλυκασμούς) με την οποία αποδόθηκαν οι παραλλαγές του μοτσάρτιου θέματος (αυτό, εναρκτήριο της Σονάτας για πιάνο KV 331, που εισήγαγαν εξαιρετικά ο περίφημος ομποΐστας Άλμπρεχτ Μάγερ και ο εξίσου διάσημος κλαρινετίστας Βέντσελ Φουξ), ο συνδυασμός δεξιοτεχνικής δεινότητας και εκφραστικής απλότητας, η μεγάλη προσοχή στην λεπτομέρεια.

Στα αξιοσημείωτα της βραδιάς αναφέρουμε την παρουσία της νέας εξάρχουσας, της Λιθουανής βιολίστριας Βινέτα Σαρέικα (πρώην κορυφαίας του σπουδαίου κουαρτέτου εγχόρδων "Άρτεμις"), η οποία συνάρπασε με τα ποιητικά σόλι στο κύριο έργο της βραδιάς, το συμφωνικό ποίημα "Η ζωή ενός ήρωα" του Ρίχαρντ Στράους. Αντιπροσωπευτική της υστερορομαντικής αισθητικής, τούτη η μουσική αυτοπροσωπογραφία του συνθέτη διαθέτει μια ιδιαίτερα πληθωρική ενορχήστρωση, που ανέδειξαν υπερθετικά το διάσημο σύνολο και ο προικισμένος αρχιμουσικός του. Πρωτοφανής εποπτεία και προβολή/χειρισμός τόσο της συνολικής εικόνας (με τους συχνά ακραίους ηχητικούς όγκους) όσο και λεπτομερειών της υπερφιλόδοξης, συχνά ναρκισσιστικής παρτιτούρας, απίστευτος έλεγχος των δυναμικών συνδυάσθηκαν με γλαφυρή περιγραφή/αφήγηση του καθενός από τα 6 επεισόδια και θαυμάσια αντιδιαστολή των εξωστρεφών μερών (εντυπωσιακό "Πεδίο μάχης"!) από τις λυρικές ανάπαυλες. Το σφιχτό, εστιασμένο, μοναδικής μελωδικής φραστικής παίξιμο των εγχόρδων, οι εξαίσιες ηχητικές ισορροπίες τους με τα χάλκινα πνευστά, οι σπάνιας καλαισθησίας παρεμβάσεις των κορυφαίων των ξύλινων δικαίωσε εκφραστικά στο έπακρο μια τόσο σύνθετη και ιδιαίτερου στίγματος συμφωνική αφήγηση…

WienerPhilharmoniker
Στιγμιότυπο από τη συναυλία που έδωσε με έργα Λίγκετι και Ρίχαρντ Στράους η Φιλαρμονική Ορχήστρα της Βιέννης υπό τον Βρετανό αρχιμουσικό Ντάνιελ Χάρντιγνκ στο φετινό Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ ("Μεγάλη Αίθουσα Συναυλιών του Φεστιβάλ", 21/8) © Marco Borelli

Λίγες μέρες νωρίτερα (21/8), στην ίδια αίθουσα, η μεγάλη αντίπαλος των Βερολινέζων και βασίλισσα του Φεστιβάλ -ως resident orchestra του εδώ κι έναν αιώνα!- Φιλαρμονική της Βιέννης ερμήνευσε εξίσου συναρπαστικά ένα άλλο μείζον συμφωνικό ποίημα του Ρίχαρντ Στράους, το "Τάδε έφη Ζαρατούστρα" στο πλαίσιο μιας από τις πολλές συμφωνικές συναυλίες που δίνει κάθε καλοκαίρι στο Σάλτσμπουργκ. Εν προκειμένω ετέθη υπό τη διεύθυνση του Βρετανού αρχιμουσικού Ντάνιελ Χάρντινγκ, ο οποίος αντικατέστησε τον ασθενήσαντα, αρχικώς προβλεπόμενο Αυστριακό ομόλογό του Φραντς Βέλζερ-Μαιστ. Και εδώ το σημαντικό σόλο του έργου ερμήνευσε μια άλλη γυναίκα εξάρχουσα, η Βουλγάρα βιολίστρια Αλμπένα Νταναΐλοβα. Σημεία των καιρών ή βίοι παράλληλοι των δύο κορυφαίων συνόλων;

Ο μεταξένιος, βαθύτατα καλλιεργημένος, τέλεια εστιασμένος ήχος των βιεννέζικων εγχόρδων, η τεταμένη, σφριγηλή φραστική με ιδιαίτερες εκλεπτύνσεις, που επέτρεπαν πειστική ανταπόκριση στις απότομες μεταπτώσεις βάρους του συμφωνικού ήχου, και το αδιάλειπτης εγρήγορσης παίξιμό τους αποτέλεσε το κύριο όχημα για την απόδοση της μεγαλειώδους παρτιτούρας, υποστηρίζοντας κατάλληλα τη μεγαλόστομη δραματουργία της: το έργο επιχειρεί να αποδώσει μουσικά το φιλοσοφικό ταξίδι του νιτσεϊκού ήρωα, τις μεγάλες και ευγενείς ιδέες, τα υψηλά ιδανικά. Ο έμπειρος αρχιμουσικός αξιοποίησε ακόμα ωραίες διακυμάνσεις δυναμικής, καλό χτίσιμο κορυφώσεων και ρευστότητα αφήγησης για να δικαιώσει τόσο τις υψιπετείς παραγράφους της στραουσικής συμφωνικής γλώσσας όσο και αυτές με ποιότητες μουσικής δωματίου.

Το δεύτερο μέρος του προγράμματος είχε ανοίξει με το υποβλητικό (και γνωστό στο ευρύ κοινό από την ταινία "Λάμψη" του Κιούμπρικ) "Lontano" του Λίγκετι, μια από τις μείζονες ορχηστρικές του συνθέσεις στις οποίες επιτυγχάνεται ώσμωση μεταξύ ενός στατικού ύφους (με μεγάλες επιφάνειες ηχητικής ακινησίας) και μιας πουαντιλίστικης γραφής (με σύντομες παραγράφους, κοφτές σαν λάμα μαχαιριού).

Και στο πρώτο μέρος της βραδιάς -που δεν παρακολουθήσαμε- αντιπαραβλήθηκαν έργα των δύο συνθετών, οι περίφημες και πιο πρωτοποριακές "Ατμόσφαιρες" του Λίγκετι (γνωστές -όπως και το "Τάδε έφη Ζαρατούστρα"- από μιαν άλλη ταινία του Κιούμπρικ, το "2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος"), και οι σπαρακτικές "Μεταμορφώσεις για έγχορδα" του Ρ. Στράους, το κύκνειο άσμα του κι ένας πικρός αποχαιρετισμός σ’ένα -ρομαντικό- κόσμο που καταστράφηκε ολοσχερώς με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Mozart Matinee
Η Νοτιοαφρικανίδα υψίφωνος Γκόλντα Σουλτς και ο Ιταλός αρχιμουσικός Αντονέλλο Μανακόρντα επευφημούνται από το κοινό της Μεγάλης Αίθουσας του "Μοτσαρτέουμ" (Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ, 27/8) κατά τη διάρκεια συναυλίας στο πλαίσιο του κύκλου "Mozart-Matineen" © Marco Borrelli

Στο ταυτισμένο με τον γεννηθέντα εδώ Μότσαρτ φεστιβάλ παρουσιάζουν πάντοτε ενδιαφέρον (συχνά μεγαλύτερο από τις παραγωγές των λυρικών του έργων) οι παραδοσιακές μεσημεριάτικες "Mozart-Matineen" στο ιστορικό "Μοτσαρτέουμ". Στο πλαίσιό τους ακούγονται κοσμαγάπητες και πιο σπάνιες συμφωνικές ή άλλες σελίδες του.

Η πλέον εντυπωσιακή φετινή δόθηκε στις 27/8 στη Μεγάλη του Αίθουσα από την -πολύ καλή- Ορχήστρα του Μοτσαρτέουμ υπό τον Ιταλό αρχιμουσικό Αντονέλλο Μανακόρντα. Σε αυτήν προτάθηκαν η πρώτη και η τελευταία συμφωνίες του Μότσαρτ, αλλά και άριες γραμμένες από τον ντα Πόντε είτε για διάσημες όπερες του Μότσαρτ είτε από τον ίδιο ώστε να συμπεριληφθούν εμβόλιμες σε όπερες του Μαρτίν Υ Σολέρ, με σολίστ την Γκόλντα Σουλτς. Το κρεμώδες ηχόχρωμα της Νοτιοαφρικανίδας υψιφώνου, το δραματικό της ένστικτο και το ευαίσθητο τραγούδι ευχαρίστησαν ιδιαίτερα.

Ακόμη πιο ερεθιστική πρόβαλε η αντιπαράθεση της πρώτης με την τελευταία συμφωνία. Ο Μανακόρντα προσέφερε στην 1η μία ιστορικά ενημερωμένη ανάγνωση που κοίταζε προς το ρεύμα "Θύελλα και Ορμή", αξιοποιώντας στο έπακρο τη φρεσκάδα του ορχηστρικού παιξίματος της παραδοσιακής αλλά ευέλικτης ορχήστρας και την πολύ ωραία ενσωμάτωση σε αυτό του τσέμπαλου. Στην 41η Συμφωνία (την επονομαζόμενη "του Διός") πάλι η διαφάνεια του ήχου του συνόλου, η απίστευτη ενέργεια, ο συνδυασμός χάρης και χιούμορ έδειξαν πώς μπορείς να κάνεις θαύματα στο Μότσαρτ με 30 παραδοσιακά έγχορδα που κατανοούν το ύφος και την αισθητική της μουσικής του. Ο Ιταλός μαέστρος ενθουσίασε και με την σε βάθος γνώση της παρτιτούρας (που …δεν χρησιμοποίησε!) και με τη μεγάλης ρευστότητας, θεατρικότητας και παλμού αφήγηση που συνδύασε τρυφερότητα και μεγαλοπρέπεια.

Recital Uchida-Biss
Η Ιαπωνίδα πιανίστα Μιτσούκο Ούτσιντα και ο Αμερικανός ομόλογός της Τζόναθαν Μπις υποκλίνονται στο κοινό του "Σπιτιού για τον Μότσαρτ" (Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ, 23/8), μετά το πέρας του ρεσιτάλ τους με έργα για πιάνο 4 χέρια του Σούμπερτ © Marco Borrelli

Μετά τον Μότσαρτ και τον Ρίχαρντ Στράους, άλλος ένας συνθέτης που τιμάται ιδιαίτερα στο Σάλτσμπουργκ είναι ο Σούμπερτ. Στο ενδιάμεσο των συμφωνικών συναυλιών παρακολουθήσαμε (23/8) το μαγευτικό ρεσιτάλ με πανέμορφα, πλην διόλου αμελητέα έργα του για πιάνο 4 χέρια που έδωσαν η διάσημη Ιαπωνίδα πιανίστα Μιτσούκο Ούτσιντα και ο Αμερικανός Τζόναθαν Μπις, ένας από τους εκλεκτότερους σολίστ της νέας γενιάς.

Ακούσθηκαν 4 σπάνια παιζόμενες, εν πολλοίς άγνωστες συνθέσεις: οι 3 πρώτες (το ανήσυχο "Allegro" D.947, το "Εμβατήριο D.819 αρ. 5" και το πιο χαλαρό "Ροντό D.951") δόθηκαν με primo τον Μπις, ενώ η Ούτσιντα ηγήθηκε της ερμηνείας στο εκτενέστατο "Ντιβερτιμέντο à-la-hongroise" D.818, με τα δημοφιλή, μελωδικά ουγγρικά/τσιγγάνικα θέματα, που κάλυψε όλο το δεύτερο μισό του προγράμματος. Η μουσικότητα και το απίστευτο δέσιμο των 2 μουσικών, η κοινή ερμηνευτική αντίληψη, η ρυθμική ακρίβεια και η ευγένεια του παιξίματός τους κατέδειξαν τη βαθύτατη κατανόηση της άκρως συναισθηματικής γραφής του Σούμπερτ, αυτόν το μοναδικό συνδυασμό τραγικής μοναχικότητας και τρυφερότητας, προκαλώντας τον δίκαιο ενθουσιασμό των φιλόμουσων που κατέκλυσαν την αίθουσα του "Σπιτιού για τον Μότσαρτ".

Λεζάντα πρώτης φωτογραφίας: Η Κατερίνα (Σάρα Τζακάμπιακ) πενθεί τον "θυσιασθέντα" Μανωλιό (Σεμπάστιαν Κόλεππ): το τραγικό φινάλε από την όπερα "Το Ελληνικό πάθος" του Μαρτινού, που παρουσιάσθηκε στο Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ ("Σχολή Ιππασίας των Βράχων", 22/8) © Monika Rittershaus

Διαβάστε ακόμα

Τελευταία άρθρα Μουσική

Γιάννη Αγγελάκη, ποια είναι η "Φωνή των Βακχών";

Ο ανερχόμενος συνθέτης γράφει για την "επινοημένη παράσταση μουσικού θεάτρου" που ανεβαίνει στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ για δύο παραστάσεις σε σκηνοθεσία Γιώργου Κουτλή.

15/05/2024

Το Φεστιβάλ Δάσους της Αρβανίτσας δίνει ξανά ραντεβού στην καρδιά του Ελικώνα

Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Γιάννης Αγγελάκας & 100°C, Σωκράτης Μάλαμας, Ιουλία Καραπατάκη και Social Waste, ανάμεσα στα ονόματα που συμμετέχουν στο φεστιβάλ.

Hans Zimmer και John Williams: Δύο τιτάνες της κινηματογραφικής μουσικής σε μια συναυλία με τα καλύτερα soundtracks όλων των εποχών

Μουσικές που αγαπήσαμε, εξαιρετικοί φωτισμοί και προβολές, σ’ ένα show υψηλών προδιαγραφών στο Δημοτικό Θέατρο Λυκαβηττού.

Piano City Athens: Όλα τα φώτα στο πιάνο

Το Piano City Athens μεταμορφώνει για δεύτερη χρονιά την Αθήνα σε μια τεράστια συναυλιακή αίθουσα με 100 κοντσέρτα πιάνου σε δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους.

The Mystery Lights: Επιστρέφουν με νέο δίσκο στο στέκι της Λιοσίων

Τέσσερα χρόνια μετά την τελευταία τους εμφάνιση στο "Gagarin" έρχονται με νέο υλικό.

Ο Δημήτρης Παπαδημητρίου μελοποιεί Καβάφη για μία και μοναδική συναυλία στη Στέγη

Ο μεγάλος συνθέτης μελοποιεί ποιήματα του Κ. Π. Καβάφη σε εκδοχή ενδεκαμελούς ορχήστρας δωματίου, με πρωτότυπες και νεότερες φωνητικές ερμηνείες.

Mellowsophy Music: Μια διήμερη μουσική εμπειρία της ελληνικής ανεξάρτητης σκηνής στο "Gazarte"

Η Mellowsophy Music ετοιμάζει ένα line-up με τα πιο φρέσκα ονόματα της αγγλόφωνης και ελληνόφωνης ανεξάρτητης σκηνής.