Είδα τη συναυλία της Πάτι Σμιθ λες και ήμουν δύο διαφορετικοί άνθρωποι. Ο ένας καθόταν στις μπροστινές θέσεις της κεντρικής σκηνής στη Στέγη. Ο άλλος, πίσω, στο βάθος. Ο πρώτος ήταν έφηβος και μόλις είχε αγοράσει το "Radio Ethiopia", προσπαθώντας να καταλάβει τι είναι αυτό που ακούει. Ο δεύτερος ήταν πενηντάρης, σχεδόν κουρασμένος. Σίγουρα πιο κουρασμένος από την Πάτι, που εκείνο το βράδυ ήταν επίσης δύο άνθρωποι. Μια ηλικιωμένη γυναίκα που χρειαζόταν τη βοήθεια του Στεφάν από τους Soundwalk Collective για να φτάσει ως το μικρόφωνο. Και μια γυναίκα, γύρω στα τριάντα, με δυνατή φωνή, έτοιμη να εκραγεί σαν βόμβα πάνω μας.
Πιστεύω πως αν ο Φρεντ Σόνικ Σμιθ δεν είχε πεθάνει το ’94, η Πάτι Σμιθ δεν θα γινόταν αυτό που έγινε. Δεν θα έφευγε ποτέ από το Ντιτρόιτ. Δεν θα επέστρεφε στη Νέα Υόρκη. Δεν θα έμενε σ’ ένα σπίτι με πεταμένα πράγματα στο πάτωμα. Δεν θα είχε ανάγκη για νέες συνεργασίες. Τίποτα. Θα σκάλιζε τον κήπο μαζί με τον άντρα της. Δύο πανκ ρόκερ που ζουν δίπλα στο ποτάμι, σκαλίζοντας το χώμα στον κήπο τους.
Να όμως που βρίσκεται ξανά μπροστά μας, διαβάζοντας ποιήματα για τους λύκους, τη ραδιενέργεια και τον Παζολίνι. Κάθε φορά που τελειώνει την ανάγνωση ενός φύλλου, το σπρώχνει από το αναλόγιο. Τα χαρτιά σωριάζονται δίπλα στις μπότες της. Κάποια στιγμή, στη μεγάλη οθόνη, που προβάλλει εικόνες, εμφανίζονται οι ρίγες μιας κόκκινης βροχής που χαράζουν το πρόσωπό της. Λίγα πράγματα θυμάσαι μετά από μια συναυλία. Περισσότερο σου μένει κάτι απροσδιόριστο, ώσπου κι αυτό ξεθυμαίνει, για να μείνει (αν μείνει) ένας μικρός τροχός που τον σέρνεις στη μνήμη σου για χρόνια: "Με θυμάσαι;".
Τα τελευταία χρόνια, η Πάτι Σμιθ κάνει δευτερογενείς δουλειές, στην περιφέρεια του κύκλου της, οι οποίες όμως έχουν καταλήξει να είναι κεντρικές, επειδή η περιφερειακή δουλειά ενός επιδραστικού δημιουργού περιέχει πάντα τα στοιχεία των σημαντικών του έργων. Σίγουρα, τα βρίσκεις σε μια πιο μαλακή εκδοχή, εξασθενημένα από την επανάληψη, μα ούτως ή άλλως, με το πέρασμα του χρόνου, τα πάντα δεν χάνουν την αιχμή τους και καταλήγουν να είναι ανώδυνα;
Η Πάτι Σμιθ δεν προχώρησε ποτέ μακρύτερα από το "Horses", την πρώτη της κυκλοφορία. Ούτε ήθελε. Το μόνο που ήθελε ήταν να ζήσει συντροφιά με τους μύθους της -τον Ρεμπό, τον Αρτό, τον Ζενέ και τον Ταρκόφσκι-, κάνοντας μουσική, γράφοντας βιβλία, τραβώντας πολαρόιντ. Ήταν μια πιστή θαυμάστρια που κατάφερε να κάνει το θαυμασμό της, ποίηση. Κι αυτό ήταν αρκετό. Το πέτυχε μάλιστα με μια ανεπιτήδευτη κίνηση ειλικρίνειας, αφέλειας και καλοσύνης, προτρέποντας το κοινό της να αισθανθεί πως υπάρχει κάτι καλό σε καθετί. Αρκεί ν’ ανοίξει τα μάτια και τ’ αυτιά του. Κι αυτό πράγματι συνέβη στην αθηναϊκή της εμφάνιση. Όλο το βάρος που κουβαλούσαμε μες στη μέρα, έγνοιες, συμβιβασμοί και αγωνίες, άρχισε να λιώνει κάτω από τη φωνή της, ώσπου έγινε μια σταγόνα βροχής που κύλησε στα μάγουλά μας.
Μπορεί οι άγριες νύχτες της στο CBGB να έχουν παρέλθει, αλλά η Πάτι δεν ανήκει ούτε στη Στέγη. Κι όσο τη βλέπω, ξανά και ξανά, στο βίντεο που μου έστειλε μια φίλη, η Μάνια, να φτύνει οργισμένα στο πάτωμα της σκηνής, πριν το κλείσιμο της συναυλίας, σαν μανιασμένο κορίτσι, καταλαβαίνω πως ακόμα κι αν ήταν δύο διαφορετικοί άνθρωποι εκείνο το μαρτιάτικο βράδυ, είχαν κοινή καρδιά. Κάτι που ευχήθηκα και για μένα: "Ήμουν ένα φτερό στον μπλε ουρανό".