"Τώρα, μόνο για ψηλούς, έπρεπε να έρθουμε νωρίτερα", σχολίασε ένας νεαρός, φτάνοντας με τους φίλους του στο κατάμεστο "Fuzz", λίγα λεπτά πριν ηχήσουν οι πρώτες νότες της βραδιάς. Μαζί με την παρέα αυτών των 20άρηδων, όμως, το μετάνιωσαν κι όλοι όσοι φάνηκαν τελευταία στιγμή, παρά την ανακοίνωση της διοργάνωσης ότι η συναυλία θα άρχιζε στις 21.00, δίχως να υπάρχει support.
Μερικά sold out πάντα μοιάζουν πιο sold out από άλλα· και του Steve Vai ήταν ένα από αυτά –έστω και με το δεδομένο εισιτήριο, το οποίο αρκετοί το έκριναν τσουχτερό. Τελικά ο κόσμος, αφού κατέκλυσε και τον εξώστη, έφτασε να στριμωχτεί ακόμα και στις εσωτερικές πόρτες του "Fuzz" προκειμένου να δει τον Αμερικανό κιθαρίστα που σύνδεσε το όνομά του με τον Frank Zappa, τους Whitesnake και τη σόλο καριέρα του David Lee Roth.
Ο Steve Vai είχε 11 χρόνια να έρθει στην Αθήνα: τελευταία φορά πέρασε το 2012, έχοντας μαζί του βιρτουόζους-ονόματα, π.χ. τον Billy Sheehan στο μπάσο και τον Tony MacAlpine σε δεύτερη κιθάρα και πλήκτρα. Τώρα, η σύνθεση που τον συνόδευσε στο "Fuzz" δεν διέθετε κάποιον ανάλογο σταρ, όμως οι Philip Bynoe (μπάσο) & Jeremy Colson (ντραμς) παίζουν χρόνια μαζί του, οπότε ξέρουν άριστα όλα τα "κατατόπια", ενώ ο νέος κιθαρίστας Dante Frisiello την ίδρωσε τη φανέλα, τιμώντας την εμπιστοσύνη που του έδειξε ο Vai. Το δε κοινό τους καλοδέχτηκε, συμμετέχοντας ενεργά και με ενθουσιασμό στο τμήμα της σόλο κιθάρας και των σόλο ντραμς, τα οποία αποδείχθηκαν οικονομημένα, δίνοντας πολύτιμες ανάσες στον πρωταγωνιστή της βραδιάς δίχως να δημιουργήσουν σκαμπανεβάσματα στη ροή της.
Μέσα σε φώτα, ιαχές και χέρια ψηλά, ο Vai έριξε τις πρώτες καλησπέρες σολάροντας και "δείχνοντας" με την κιθάρα του προς διάφορα σημεία της πλατείας και του εξώστη, για να μπει έπειτα με ορμή στο "Avalancha". Ήδη "ζεσταμένος" (έστω και δίχως support), ο κόσμος δημιούργησε την πρώτη εντυπωσιακή κερκίδα της βραδιάς στο "Tender Surrender", που έφερε στο προσκήνιο τις παλιές ημέρες του Αμερικανού καλλιτέχνη. Το video wall πίσω από τη μπάντα, εντωμεταξύ, συνδύασε ωραία τις διαθέσεις της σύνθεσης με ξημερώματα σε απέραντα χωράφια ή με λυρικές ματιές σε θάλασσες που θύμιζαν κάτι από εκείνο το "μέσῳ ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ" της Οδύσσειας.
Αυτό ήταν κι ένα καθοριστικό σημείο για τις προβολές που επρόκειτο να δούμε, γιατί έως τότε είχε δημιουργηθεί η ανησυχία ότι θα εξαντλούνταν σε μια παλιά κι άσχημη αισθητική με πολλά φαντεζί χρώματα και γεωμετρικά σχήματα. Τελικά, όμως, τα πράγματα δεν θα είχαν έτσι. Αργότερα, μάλιστα, τα επιλεγμένα βίντεο θα δημιουργούσαν ωραίο οπτικό αποτέλεσμα συνδυασμένα με τα πλούσια, διαφόρων αποχρώσεων φώτα του "Fuzz" –ιδιαίτερα στο "Zeus In Chains".
Παράλληλα είχαμε και τα πρώτα λόγια του Vai, ο οποίος παρουσίασε τη μπάντα του και αναφέρθηκε στο άβολο διάστημα της πανδημίας και στη διέξοδο που βρήκε ηχογραφώντας το Inviolate (2022), για το οποίο και περιοδεύει τώρα. Σε δεύτερη φάση θα αποκάλυπτε ότι κλείνει 45 χρόνια ζωντανής δράσης και ότι το να μιλάει στο κοινό ήταν μια συμβουλή που του έδωσε η γυναίκα του, ενώ αναφέρθηκε και στη φετινή του κυκλοφορία: το άλμπουμ Vai/Gash που έφτιαξε με τον Johnny "Gash" Sombrotto το 1991, σε καιρούς που ακόμα συνήθιζε να καβαλάει τη Harley Davidson μηχανή του και να σπιντάρει προς το άπειρο και την ελευθερία. Προσωπικά έλπιζα και για κάποιο σχόλιο για τις μελισσοκομικές του δραστηριότητες, μα δεν συνέβη, ενώ με εξέπληξε που δεν είπε κουβέντα περί της αρχαίας ελληνικής θεματικής των κομματιών "Zeus In Chains" και "Teeth Of The Hydra", με δεδομένα και τα σχετικά βίντεο που συνόδευσαν το πρώτο.
Στο αμιγώς μουσικό σκέλος, τώρα, το "Incantation" και το "Candlepower" οδήγησαν με ασφάλεια στην πρώτη ανάσα –με τον Dante Frisiello να αναλαμβάνει να σολάρει– κι αμέσως μετά είχαμε μία ακόμα θαυμάσια στιγμή, με τα βολτ του "Building The Church" να κρατούν τις διαθέσεις αρκούντως ηλεκτρισμένες και το tapping να ενθουσιάζει τους μουσικούς ανάμεσα στον κόσμο, σε επίπεδο τεχνικής. Κάπου μετά το "Bad Horsie", ωστόσο, ο βηματισμός της συναυλίας χάθηκε, με το "Teeth Of The Hydra" να αποτυπώνεται ως η πιο απογοητευτική στιγμή της βραδιάς: ναι μεν στυλώσαμε όλοι το βλέμμα στη σκηνή ώστε να δούμε τον Vai να παίζει την πολυσυζητημένη Hydra με τους 3 λαιμούς, ωστόσο το κομμάτι είναι από τα πλέον αδιάφορά του, ενώ ήταν και η μοναδική φορά που έπιασε στα χέρια του αυτή την εντυπωσιακή κιθάρα. Όσοι περίμεναν λοιπόν κάποιο μίνι set στηριγμένο στις δυνατότητές της, έμειναν με την όρεξη.
Ωστόσο τα πράγματα δεν άργησαν να ξαναμπούν σε τροχιά. Ο κόσμος ανταποκρίθηκε ζωηρά στη μελωδία του "Liberty" και οδηγήθηκε σε έκρηξη όταν έφτασε η στιγμή για το "For The Love Of God": έχει άλλωστε ένα από τα θρυλικότερα σόλο του Vai, ενώ ήταν ωραία η ιδέα να παιχτεί με φόντο το βιντεοκλίπ, καθώς δημιούργησε κύμα συγκινήσεων στους κάμποσους παλιούς που βρίσκονταν στην αίθουσα. Στην εκκίνηση, μάλιστα, ακούσαμε και προσθήκη οπερατικών φωνητικών, τα οποία εκτέλεσε αρκετά καλά ο αγνώστων λοιπών στοιχείων Danny G, που μας συστήθηκε ως μέλος του crew. Κάπου εκεί ο Vai καληνύχτισε μεν, ωστόσο δεν έκανε τον δύσκολο στις φωνές για "κι άλλο, κι άλλο": επέστρεψε γρήγορα για encore, παίζοντας το "Taurus Bulba", από τη Fire Garden σουίτα του.
Ο Αμερικανός έδωσε λοιπόν μία ακόμα επιτυχημένη συναυλία στην Αθήνα, αποδεικνύοντας ότι εξακολουθεί να έχει πολλούς και πολύ θερμούς φίλους. Κι ας περνάνε τα χρόνια κι ας μην αποκαλεί κανείς πια τη μουσική που παίζει "guitar-virtuoso rock"· κι ας θεωρείται, εν γένει, εκτός επικαιρότητας αυτό το instrumental rock με τις κατά το δοκούν σκληρές ενορχηστρώσεις. Ίσως η αλήθεια πίσω από την πανηγυρική προσέλευση στο "Fuzz" να βρίσκεται σε εκείνο που είπε ο αρχισυντάκτης του "Rock Hard" Σάκης Φράγκος ενώ βλέπαμε το live, ότι ο Vai δεν έρχεται συχνά στην Ελλάδα, κρατώντας έτσι το κοινό διψασμένο για τις εμφανίσεις του.
Σίγουρα, πάντως, παραμένει συνάμα κι ένας σπουδαίος μουσικός, που κουβαλά στον 21ο αιώνα τα απομεινάρια του θρυλικού στάτους στο οποίο ντύθηκαν επί δεκαετίες οι μεγάλοι κιθαρίστες του rock 'n' roll, από τα μέσα των 1960s και μετά. Από τότε, δηλαδή, που ο Eric Clapton ανακηρύχθηκε σε "θεό", δημιουργώντας μια κατάσταση ζηλευτή, με αίγλη που βάστηξε για δεκαετίες και, ως έναν βαθμό, καλά κρατεί ακόμα.